Η Ελλάδα ως σταρτ-απ ή κάνοντας ιστοριογραφία με τον Καλύβα
Κριτική για το βιβλίο του Στάθη Καλύβα, «Καταστροφές και θρίαμβοι»
Όταν το 2000 κυκλοφορούσε στα ελληνικά το σύντομο βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου Πολιτισμικός δυϊσμός και κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης,¹ ερχόταν να επικυρώσει θεωρητικά την ηγεμονία του επελαύνοντος εκσυγχρονιστικού λόγου, που μέσω της διακυβέρνησης Σημίτη δέσποσε ως κορωνίδα της κεντρώας προοδευτικής ιδεολογίας. Πάνω στο πολιτισμικό δίπολο προόδου/οπισθοδρόμησης, Δύσης/Ανατολής, εντέλει «Έλληνα»/«Ρωμιού», ο Διαμαντούρος πρόσφερε μια ευσύνοπτη απολογητική της «μεταϋλιστικής» προσέγγισης της μεταπολιτευτικής ιστορίας ως γραμμικής πορείας προς το βάθρο της εισόδου στην ΟΝΕ.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, κι ενώ η πραγματικότητα ήρθε να αμφισβητήσει τις θεωρητικές φαντασιώσεις, το θεωρητικό σχήμα του Διαμαντούρου έχει ανάγκη ένα φρεσκάρισμα που θα ενσωματώνει τις δυσμενείς αλλαγές σε ένα αφήγημα λιγότερο ηρωικό και περισσότερο πολεμικό, κατά τρόπον ώστε το εκσυγχρονιστικό ιδεώδες να καταστεί και πάλι ανταγωνιστικό στο πεδίο μάχης των ιδεολογιών. Το Καταστροφές και θρίαμβοι του Στάθη Καλύβα, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Yale και δραστήριου δημοσιολόγου στην Ελλάδα της κρίσης, έρχεται να καλύψει αυτή την πολεμική αναγκαιότητα. Το ενδιαφέρον είναι πως το βιβλίο εγγράφεται επίσης, όπως το αντίστοιχο του Διαμαντούρου, στην ελληνική δημοσιότητα ως διαμεσολαβημένο έξωθεν. Έχοντας κυκλοφορήσει από τον Oxford University Press, σχεδόν ταυτόχρονα με την ελληνική έκδοση, και με τον χαρακτηριστικό τίτλο Modern Greece: What everyone needs to know, το βιβλίο του Καλύβα διεκδικεί να αναγνωσθεί ως μια νηφάλια, αντικειμενική καταγραφή, τη στιγμή που αποτελεί ένα μανιφέστο πολεμικής. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Καλύβας: «[…] η ερμηνεία που επιχειρώ στο βιβλίο αυτό προσπαθεί να εντάξει την πορεία της Ελλάδας μέσα σε ευρύτερες θεματικές, όπως ο εθνικισμός, η συγκρότηση του κράτους, ο εμφύλιος πόλεμος, ο αυταρχισμός, η δημοκρατία, η πόλωση, ο λαϊκισμός και, πάνω από όλα, η διαδικασία του εκσυγχρονισμού, η προσπάθεια δηλαδή της μεταλλαγής των πολιτικών θεσμών και των κοινωνικών πρακτικών μιας χώρας έτσι ώστε να προσεγγίσουν το γίγνεσθαι των χωρών εκείνων που θεωρούνται “ανεπτυγμένες” και άρα επιτυχημένες — ή με άλλα λόγια ελεύθερες και ευημερούσες» (σ. 18). Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως αυτό που αποκαλείται «κοινωνικές πρακτικές» αντιστοιχεί μάλλον σε πολιτισμικές πρακτικές –σε όψεις του εποικοδομήματος– παρά σε συμπεριφορά βάσει ταξικών ή άλλων υλικών διαφορών, του κατεξοχήν δηλ. κοινωνικού ζητήματος. Και πράγματι, το υπόλοιπο βιβλίο θα δικαιώσει αυτήν τη «μεταϋλιστική» ανάγνωση. Πουθενά δεν θα βρει ο αναγνώστης την περιγραφή ιστορικού γεγονότος με όρους κοινωνικής σύγκρουσης. Όπου η σύγκρουση προκύπτει θα αναχθεί στη διάσταση πρακτικών ιδεολογικής φύσης, θεσμικής ανισορροπίας, διαπάλης προτύπων. Είναι σαν το μοντέλο της σταρτ-απ επιχείρησης να αποτελεί τη λυδία λίθο της κατανόησης της ελληνικής ιστορίας, με μια πεφωτισμένη ελίτ να μάχεται απέναντι σε αντίξοες συνθήκες: «[…] η ιστορική πορεία της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την παρουσία και τη δράση φιλόδοξων και κοσμοπολίτικων ηγετικών ομάδων που άρθρωναν και εκτελούσαν μεγαλεπήβολα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα» (σ. 36).
Η δράση των εγχώριων ελίτ, ωστόσο, δεν θα είναι αρκετή. Αν κάτι διασφαλίζει στο καλύβειο σχήμα τη συνέχεια των επιτευγμάτων, συνέχεια που υπερβαίνει τις καταστροφές, καθιστώντας τες πρόσκαιρες, αυτό είναι η επέμβαση των ξένων: «Διαπίστωσα όμως πως, τουλάχιστον στους έξι προηγούμενους κύκλους, οι αποτυχίες αυτές δεν κατάφεραν να εξαλείψουν τα κεκτημένα των αλμάτων και αυτό γιατί, λόγω της διεθνούς τους εμβέλειας, προκάλεσαν εξωτερικές επεμβάσεις που τελικά διέσωσαν τη χώρα από τα χειρότερα, εξασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις για το επόμενο μεγάλο άλμα» (σ. 21).
Η επέμβαση των ξένων δυνάμεων αποτελεί για τις ελίτ, και για τη θεωρητική τους απολογία, τη συμβολική εγγύηση της εγγραφής της διαδικασίας σε μια πορεία προσέγγισης του ιδανικού. Αυτή η έντονη πρόσδεση σε μια οιονεί παιδική μιμητικότητα –ως εάν το παιχνίδι της ιστορίας να αποτελεί σε σχέση με τον Μεγάλο Άλλο της Δύσης αυτό που το παιχνίδι αποτελεί σε σχέση με τον κόσμο των μεγάλων, δηλ. επιτελεστική επιβεβαίωση του ρόλου– αποτελεί το σημείο διαρραφής του λόγου που (υποτίθεται πως) πρεσβεύει την ενηλικίωση με την πρακτική που εντέλει προτάσσει.
Σε κάθε περίπτωση, ο εργαλειακός χαρακτήρας της προσέγγισης είναι προφανής και από τον καταμερισμό της ύλης του. Με τις 70 από τις 300 σελίδες του βιβλίου να αναφέρονται στην κρίση των τελευταίων πέντε ετών, αυτό που, υποτίθεται, θα ήταν μια έκθεση του τρόπου που φτάσαμε ως εδώ, μετατρέπεται σε τελολογική αυτοεπιβαιώση του θεωρητικού σχήματος της ερμηνείας της κρίσης. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα περιγραφεί ως το αντικείμενο μιας διαπάλης «καλών» και «κακών», με τους πρώτους να κερδίζουν κρίσιμες μάχες, αλλά τους δεύτερους να βρίσκονται πάντα σε σημείο βολής.
Αυτό που διαφοροποιεί ωστόσο τον Καλύβα από το κλασικό εκσυγχρονιστικό αφήγημα είναι η ακραιοκεντρώα μετάλλαξη που αυτό έχει υποστεί τα χρόνια της κρίσης. Η επιθετική δηλαδή διεκδίκηση του αιτήματος μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που αφίστανται από τα συντηρητικότερα έστω πρότυπα της ιδέας ενός κλασικού κράτους δικαίου. Έτσι, στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου θα αναπαραχθεί το κυρίαρχο στον κεντρώο χώρο αφήγημα που συνενώνει τη βία (ενδιάθετη στην κοινωνική διαμαρτυρία) με τον λαϊκισμό (ιδεολογικό αμάρτημα της μεταπολίτευσης) και τη θεσμική καθυστέρηση (δράση προνεωτερικών πελατειακών μορφών οργάνωσης). Το αίτημα υπέρβασης αυτής της «ελληνικής ιδιομορφίας» που κρατά την Ελλάδα μακριά από το όραμα των «ιδρυτών της» (sic), κορύφωση του οποίου αποτελούν για τον συγγραφέα οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004 (σ. 226), περνάει έτσι μέσα από το αίτημα μια εκσυγχρονιστικής αυταρχικοποίησης, σκληρές όψεις της οποίας έχουμε δει –και βλέπουμε– καθημερινά, και της οποίας παρόμοια θεωρητικά εγχειρήματα αποτελούν το απαραίτητο ιδεολογικό συμπλήρωμα.
- Στάθης Καλύβας, Καταστροφές και θρίαμβοι, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2015
______________
¹ Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000. Πρώτη έκδοση: Cultural Dualism and Political Change in Post-authoritarian Greece, Μαδρίτη 1994.