FREE - WEB ONLY - ΑΡΘΡΑ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Καταλαβαίνοντας τον Στάθη Καλύβα

| 20/6/2017 - 22:33

Δεν είναι «ξέπλυμα» της Χούντας· είναι κάτι πολύ χειρότερο.


«Στην πραγματικότητα θέλουν ν’ αφηγηθούν τη μεταπολίτευση».

Τα λόγια ανήκουν σε έγκυρο Ιστορικό και έχουν να κάνουν με το σύνολο εγχείρημα της «Νέας Ιστοριογραφίας», του ιστορικού ρεύματος που εκπροσωπούν ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης – και στο οποίο αναμφίβολα πια ηγεμονεύουν. Το ζήτημα είναι γνωστό. Όσα έχουν ειπωθεί από τους επικριτές τους για τη μεταχείριση που επιφύλασσαν στη δεκαετία του 1940, από την ηχηρή τους εμφάνιση στον εγχώριο διάλογο με το μανιφέστο τους το μακρινό 2003 μέχρι σήμερα, ήταν μάλλον δίκαια και ακριβή. Το ερμηνευτικό τους σχήμα, όντως κατέληγε να απενοχοποιεί τη στελέχωση των ταγμάτων ασφαλείας ως απάντηση στην «κόκκινη βία», επικαλύπτοντας εντέχνως την αναθέρμανση των κυρίαρχων αφηγήματων των νικητών του εμφυλίου που ενέπνευσε την προσέγγισή τους.

Όσο όμως απλώνεται η εργογραφία τους στις περιόδους που σχολιάζουν, φαίνεται να αναδύεται ένα διαφορετικό αντικείμενο μελέτης ή τουλάχιστον μία διαφορετική στοχοθεσία, πολύ ευρύτερη από τη -σταδιακά παραγκωνισμένη ερευνητικά- δεκαετία του 1940. Για τον Στάθη Καλύβα, η νεοελληνική Ιστορία μετατράπηκε, ιδίως με τη συγγραφή του «Καταστροφές και Θρίαμβοι», σε ένα συνεχές. Έγινε η αφήγηση μιας συσσίφειας προσπάθειας εθνικής κατάκτησης ενός κάποιου δυτικισμού, με όλες τις παλινωδίες της. Μία ανόρθωση ενός συμπαγούς σώματος κόντρα στους ανασχετικούς παράγοντες τους οποίους αποτελούν οι εκάστοτε κοινωνικές συγκρούσεις – μία απλή ιδέα που διαδόθηκε γρήγορα στους κύκλους της συντηρητικής ιστοριογραφίας και μέσω αυτών, σε μία κάποια μερίδα του δημοσίου διαλόγου.

Η κοινωνική δυναμική βαφτίστηκε έτσι πολιτισμική κατωτερότητα και το ερμηνευτικό αυτό πασπαρτού φορέθηκε σε κάθε απόπειρα ανάλυσης της συγκυρίας από τις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι τις τελευταίες στιγμές της επικαιρότητας το 2017.

juntac2

Η Χούντα, για το «ξέπλυμα» της οποίας κατηγορήθηκε με το πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή, «Μια παράδοξη κληρονομιά», είναι ένα στιγμιότυπο αυτής της περιόδου. Δεν θα έπρεπε να προκαλεί όμως εντύπωση η ομοιότητα της επιχειρηματολογίας του με κάποιες δημοφιλείς δοξολογίες της ελληνικής Δεξιάς – ή τουλάχιστον με τις καφενειακές εκδοχές τους. Όχι μόνο επειδή ο αρθρογράφος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από το κομματικό think tank της Νέας Δημοκρατίας, στελέχη της οποίας έχουν εκφράσει συχνά φίλιες προς την επταετία απόψεις, αλλά κυρίως επειδή το μισό της ιδεολογικής του καταγωγής έχει την αφετηρία του σε παρόμοιους ύμνους.

Άλλωστε, το έργο του άρχισε με την ενασχόληση με τη δεκαετία του 1940· αυτή ξεκίνησε με το άρθρο του για την «κόκκινη βία» στην Αργολίδα, όπου χρησιμοποιούσε ως πηγές-μαρτυρίες αποσπάσματα απ’ το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού, «Ορθοκωστά»· για την «Ορθοκωστά», ο Βαλτινός είχε εμπνευστεί από την «Ελένη» του Νίκου Γκατζογιάννη, μια μυθιστορηματική αφήγηση της δολοφονίας της μητέρας του συγγραφέα από στρατιώτες του ΔΣΕ, την οποία ο Βαλτινός έχει χαρακτηρίσει «καυτό ρεπορτάζ»· και με τη σειρά του, ο συγγραφέας της «Ελένης», την περίοδο της επταετίας, είχε συγγράψει ένα βιβλίο για την Ελλάδα, μέρος του οποίου ήταν αφιερωμένο σε έναν ύμνο υπέρ του οικονομικού και πολιτισμικού θαύματος της Χούντας – και το οποίο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τις επανεκδόσεις του.

Ο Στάθης Καλύβας έχει υπόψιν του την «Ελένη»· αλλά δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει και την υπόλοιπη εργογραφία του Γκατζογιάννη. Ούτως ή άλλως, όμως, υπάρχει ένας ευρύτερος ιστός που τους συνέχει. Η «Ελένη», η «Ορθοκωστά» και η δουλειά του Καλύβα αποτέλεσαν τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της επιβίωσης της «Ιστορίας των νικητών» μέσα στο περιβάλλον της μεταπολίτευσης. Εκεί που είχε χάσει την κυριαρχία της και ήταν αδύνατο να έχει ρόλο σε μία προσπάθεια συμφιλίωσης, η αφήγηση των νικητών του εμφυλίου θάφτηκε μαζί με το τσεκούρι του πολέμου, ως απλή προπαγάνδα, γραμμένη στην υπηρεσία και προς όφελος του μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Αυτό το αναγνωρίζει ο ίδιος, άλλο αν το αντιστρέφει. Απ’ τα καταστατικά στοιχεία της «Νέας Ιστοριογραφίας» είναι ότι αποδίδει μια «ρεβάνς των ηττημένων» στη μεταπολιτευτική αφήγηση της δεκαετίας του 1940. Η καθεστωτική μετεμφυλιακή προπαγάνδα γίνεται ξαφνικά το αουτσάιντερ της συλλογικής μνήμης, ο μειοψηφικός ήρωας με την πλευρά του δικαίου, άλλο αν συντριπτικά περισσότερα πρόσωπα, με μεγαλύτερη συστημική διείσδυση ομνύουν σ’ αυτήν την εκδοχή της Ιστορίας, απ’ ό,τι σε κάποια άλλη.

Ο αουτσάιντερ αυτός χρειάζεται τον δικό του μύθο της υπέρβασης και της επιτυχίας. Αυτό είναι και το πρίσμα μέσα απ’ το οποίο ο Στάθης Καλύβας γράφει ό,τι γράφει για τη Χούντα. Η βασική πεποίθηση που διαπερνά το άρθρο του είναι ότι η Χούντα αποτέλεσε ένα αναγκαίο στάδιο ωρίμανσης ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα. Δεν είναι το ξέπλυμα της Χούντας το πρόβλημα, αυτό θα απαιτούσε μία πιο ξεκάθαρη θέση που παρότι απεχθής, θα ήταν διάφανη. Είναι ότι ο υπαινιγμός «ε, ήταν και λίγο εθνοσωτήριος», αποτελεί έναν πλάγιο τρόπο να νομιμοποιήσει και να ηρωοποίησει αφηγήσεις της Ιστορίας που είχαν δικαίως τοποθετηθεί στο περιθώριο.


ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου

[email protected]


Ο Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και μαθηματικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987....