Βρυξέλλες: Φασίστες και αστυνομία αναλαμβάνουν δράση για να μην γίνει η θλίψη για τα θύματα της τρομοκρατίας κίνημα ενότητας κι ελπίδας
Η απαγόρευση κάθε διαδήλωσης σε όλη την περιφέρεια των Βρυξελλών για δύο ήμερες ήταν πρόδηλα δυσανάλογη, ιδιαίτερα όταν ως κύρια απειλή για την τάξη ονοματίζονταν από τους πολιτικούς υπεύθυνους οι λίγες δεκάδες φασίστες που ήθελαν να διαδηλώσουν υπέρ του φυλετικού και θρησκευτικού μίσους.
Το πολύχρωμο αυτοσχέδιο μνημείο που στήθηκε μπροστά στο χρηματιστήριο (La Bourse) λίγες ώρες μετά τα βάρβαρα τυφλά χτυπήματα της 22ας Μαρτίου δεν συνιστούσε εκ πρώτης όψεως κανενός είδους απειλή για την πολιτική της βελγικής αστικής τάξης που, όπως οι ευρωπαίοι εταίροι της, έχει βάλει εδώ και κάποια χρόνια μπρος τον οδοστρωτήρα κατεδάφισης των κοινωνικών κατακτήσεων και δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών, επιχειρώντας να τους μετατρέψει σε σκλάβους των πολυεθνικών.
Λουλούδια, κεριά, χαρτάκια με αφιερώσεις στα θύματα. Τα περισσότερα γραπτά συνθήματα ήταν κατά του ISIS. Τα τρία χρώματα της Βραβάντης που κοσμούν τη βελγική σημαία δέσποζαν, αν και ένα πλήθος εθνικών και εθνοτικών σημαιών άρχισε να κρεμιέται στα κάγκελα της μπροστινής εισόδου του κτιρίου του χρηματιστηρίου (που προορίζεται να γίνει μουσείο) κατά πλήρη αναλογία με την πολυεθνική και πολυπολιτισμική πραγματικότητα μιας πόλης όπου το 62% έχει ξένη καταγωγή και το 20% είναι μουσουλμάνοι. Τόσο αραβικές και ισραηλινές όσο και κουρδικές και τουρκικές σημαίες έκαναν την εμφάνισή τους. Επρόκειτο για ένα πραγματικό ζωντανό μνημείο ανεκτικότητας όπου η κάθε κοινότητα και άποψη ήταν ευπρόσδεκτη και όλες μαζί ήταν ενωμένες στο θρήνο.
Τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν όμως θα τόνιζαν ότι τα όρια ανοχής και αντοχής του συστήματος, όπως και οι εναλλακτικές που διαθέτει στη συνεχή διαίρεση των απλών ανθρώπων φτάνουν στην εξάντλησή τους. Αρκετά αντιπολεμικά συνθήματα ήταν γραμμένα με κηρομπογιές στο πάτωμα δίπλα σε αυτά εναντίον του ISIS. Στη μία από τις δύο κολώνες των σκαλοπατιών του κτιρίου γράφτηκε ένα μεγάλο «οι πολέμοι σας, οι νεκροί μας», παραπέμποντας σε μια ενότητα των απλών πολιτών απέναντι στις φιλοπόλεμες επιλογές των κυβερνώντων. Το σύνθημα αυτό βρήκε πλήρως τη θέση του στο κλίμα της πλατείας. Ένα πανό επίσης κρεμάστηκε πάνω από τις σημαίες που έλεγε «όχι στο όνομα του Ισλάμ». Το πανό αυτό μαζί με διάφορα μικρότερου μεγέθους συνθήματα ξεκαθάριζε ότι η θλίψη αυτής της πόλης δεν επρόκειτο να μετατραπεί σε μισαλλοδοξία και στοχοποίηση οποιασδήποτε κοινότητας.
Η ίδια η ύπαρξη μιας λίγο πολύ μόνιμης συγκέντρωσης όπου μαζευόταν κόσμος, συζήταγε, έπαιζε μουσική και συναδελφωνόταν με πρόσφυγες και μετανάστες χωρίς χαρτιά, που συχνά την επισκέπτονταν, αποτελούσε ήττα για την κυβερνητική πολιτική. Μετά τις επιθέσεις του Νοέμβρη στο Παρίσι, η δεξιότερη κυβέρνηση της πρόσφατης βελγικής ιστορίας είχε καταφέρει με πρωτοφανή μέτρα να κλείσει τον κόσμο στα σπίτια του και να σπείρει το φόβο. Τώρα, όμως που ο θάνατος είχε χτυπήσει την πόρτα της ίδιας αυτής πόλης με τον πιο αιματηρό τρόπο εδώ και δεκαετίες, ο κόσμος έβγαινε στην πλατεία και συναδελφωνόταν. Η κυβέρνηση είχε άλλα σχέδια και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ και οι Γιουνκέρ δεν αποδοκιμάστηκαν την πρώτη νύχτα που πήγαν εκεί δεν μπορούσε να το «διορθώσει» αυτό.
Μια διαδήλωση «ενάντια στο φόβο» ετοιμαζόταν μάλιστα για τις 27 Μάρτη. Ο ακροδεξιός υπουργός εσωτερικών Γιαν Γιαμπόν (μέλος του «απλά» εθνικιστικού Ν-VA, αλλά ανοιχτά θαυμαστής των Φλαμανδών συνεργατών των ναζί) και ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος των Βρυξελλών Ιβάν Μαγιέρ ζήτησαν από τους οργανωτές να ακυρώσουν τη διαδήλωση αυτή που σίγουρα θα μάζευε χιλιάδες κόσμου, καθότι «δεν υπήρχαν αρκετές αστυνομικές δυνάμεις για να εγγυηθούν την ασφάλειά τους». Η διαδήλωση ακυρώθηκε και για να πλησιάσει εκείνη τη μέρα κανείς το μνημείο της Βourse τού γινόταν σωματικός έλεγχος από την αστυνομία.
Παρόλα αυτά, το κλίμα αλληλεγγύης παρέμενε κυρίαρχο. Οι πρόθυμοι να το σπάσουν βρέθηκαν στους οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων που κινητοποιήθηκαν από μια χούφτα βετεράνους φασίστες στη βάση αντι-μουσουλμανικών συνθημάτων. Κατάφεραν να συγκροτήσουν ένα εντυπωσιακό πλήθος 300-500 ατόμων, πρωτόγνωρο για ρατσιστική μάζωξη στις Βρυξέλλες, όπου τα διάφορα φασιστικά γκρουπούσκουλα σπάνια μαζεύουν πάνω από μερικές δεκάδες κι έχουν σχεδόν πάντα να κάνουν με μια πιο πολυάριθμη αντιδιαδήλωση απέναντί τους. Συγκεντρώθηκαν στη γειτονική πόλη Βιλβόρντ, της οποίας ο δήμαρχος δήλωσε ότι δεν έχει αρκετές αστυνομικές δυνάμεις στη διάθεση του για να τους σταματήσει.
Πήραν το τραίνο για τις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με την αστυνομία, ο δήμαρχος των Βρυξελλών που είχε ζητήσει να ακυρωθεί η διαδήλωση «κατά του φόβου» τους είπε να ανεχτούν την ακροδεξιά αυτή διαδήλωση. Μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν, ο σοσιαλδημοκράτης αυτός δήμαρχος κατηγόρησε τον υπουργό Γιαν Γιαμπόν ότι έπρεπε να βάλει την αστυνομία των σιδηροδρόμων, που είναι υπό τη δικαιοδοσία του, να τους σταματήσει. Αφού βγήκαν από το σταθμό, η αστυνομία των Βρυξελλών όχι μόνο συνόδευσε τους φασίστες αυτούς μέχρι τη Bourse χωρίς να τους κάνει κανέναν έλεγχο, αλλά τους παρακολούθησε αμέριμνη να λεηλατούν μαγαζιά πακιστανών, να χτυπούν και να βρίζουν πολίτες. Τους βοήθησε δε να ανέβουν στα σκαλιά της Bourse ποδοπατώντας το αυτοσχέδιο μνημείο για να κάνουν το ναζιστικό χαιρετισμό.
Τις επόμενες μέρες, η κοινή γνώμη ήταν έξαλλη με το συμβάν. Από μήνες, για το επόμενο Σάββατο (2 Απρίλη) υπήρχε κοινό κάλεσμα Γάλλων και Βέλγων φασιστών για συγκέντρωση μίσους μέσα στην αραβική γειτονιά του Μόλενμπεκ. Εδώ και μήνες είχε ανακοινωθεί αντι-συγκέντρωση των αντιφασιστών.
Τα γεγονότα όμως της 27ης Μάρτη έβαλαν φωτιά σε όλα αυτά. Η αρχική συγκέντρωση των φασιστών αναβλήθηκε. Άλλα φασιστικά γκρουπούσκουλα όμως ανακοίνωσαν δράσεις εκεί. Οι αντιφασίστες αλλά και άνθρωποι που βρέθηκαν στο μνημείο από την πρώτη στιγμή έκαναν δύο διαφορετικά καλέσματα για συγκέντρωση στην Bourse. To ένα έκανε ξεκάθαρο τον αντιφασιστικό χαρακτήρα του και το άλλο ήταν απλά ένα κάλεσμα ενάντια στο μίσος και το φόβο. Ο δήμαρχος και ο επίσης σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της περιφέρειας των Βρυξελλών εξέδωσαν διαταγές που απαγόρευαν κάθε διαδήλωση ή συγκέντρωση που εξέφραζε την υποστήριξη ή την αντίθεσή της στο αρχικό κάλεσμα των φασιστών.
Με την απόφαση αυτή, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα γινόταν πολιτική ουρά του φλαμανδικού εθνικιστικού Ν-VA, που είναι το ισχυρότερο κόμμα μέσα στη βελγική κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία οι σοσιαλδημοκράτες υποτίθεται ότι κάνουν αντιπολίτευση. Το Ν-VA και το νεοφασιστικό VlaamsBelang ήταν τα μόνα κοινοβουλευτικά κόμματα που αρνήθηκαν να καταδικάσουν τη φασιστική βεβήλωση του μνημείου της Bourse της 27η Μάρτη. Και ο μόνος τρόπος που βρήκαν να αντιδράσουν οι «αριστεροί» αιρετοί άρχοντες των Βρυξελλών ήταν μια γενική απαγόρευση όλων των συγκεντρώσεων, τόσο αυτών που σκόπευαν να εκφέρουν ποινικά κολάσιμο στο Βέλγιο ρατσιστικό λόγο, όσο και αυτών που ήθελαν να διαδηλώσουν υπέρ της ανοχής στη διαφορετικότητα. Η ερμηνεία του τι συνιστά αντι-συγκέντρωση παραμένει ανοιχτή, αλλά θα δούμε ότι η αστυνομία την ερμήνευσε με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο. Επειδή δηλαδή μια χούφτα ρατσιστές επιχειρούσαν να σπείρουν το μίσος, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι έπρεπε να αρθεί για όλους.
Η πολιτική απόφαση της γενικής απαγόρευσης είναι νομικά διάτρητη αφού σύμφωνα με τη νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάθε απαγόρευση διαδήλωσης πρέπει να έχει διάσταση ανάλογη της πραγματικής απειλής για βία που υπάρχει. Η απαγόρευση κάθε διαδήλωσης σε όλη την περιφέρεια των Βρυξελλών για δύο ήμερες ήταν πρόδηλα δυσανάλογη, ιδιαίτερα όταν ως κύρια απειλή για την τάξη ονοματίζονταν από τους πολιτικούς υπεύθυνους οι λίγες δεκάδες φασίστες που ήθελαν να διαδηλώσουν υπέρ του φυλετικού και θρησκευτικού μίσους.
Ο τρόπος που εφαρμόστηκε η απόφαση συνιστά ντε φάκτο πολιτική συνεργασία των κυβερνητικών κομμάτων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο και της αστυνομίας με τους φασίστες με στόχο την καταστολή του κινήματος των πολιτών ενάντια στο φόβο, το μίσος και τις διακρίσεις: Στις έντεκα το πρωί καμιά δεκαριά φασίστες αφέθηκαν να συγκεντρωθούν σε δήμο της Φλάνδρας που συνορεύει με τις Βρυξέλλες στη συνέχεια να μπουν μέσα στα όρια του δήμου του Μόλεμπεκ να ανοίξουν πανώ και να φωνάξουν συνθήματα και στη συνέχεια να κινηθούν προς το Ατόμιουμ (Χέυζελ) όπου διαλύθηκαν ησύχως. Στη μία το μεσημέρι, ενώ διάφορα μέλη οργανώσεων του κινήματος έφθαναν στην Bourse όπου ως συνήθως υπήρχαν πολλοί ανυποψίαστοι πολίτες και τουρίστες μαζεμένοι μπροστά στο αυτοσχέδιο μνημείο, η αστυνομία προχώρησε στην άμεση σύλληψή τους, πριν καν ανοιχτεί οποιοδήποτε πανό ή ακουστεί οποιοδήποτε σύνθημα με τη δικαιολογία ότι υπήρχε γενική απαγόρευση συγκεντρώσεων!
Πρώτος συνελήφθη ο πρόεδρος της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Βελγίου Αλεξί Ντεσουάφ. Στη συνέχεια στελέχη αριστερών οργανώσεων και οργανώσεων νεολαίας που βρίσκονταν εκεί. Έπειτα οποιοσδήποτε τολμούσε να διαμαρτυρηθεί για τις συλλήψεις αυτές (του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου) και τέλος όλοι οι θαμώνες της αυλής ενός γειτονικού καφέ που θεωρείται αριστερό. Ανάμεσα τους και άτομα που ούτε καν είχαν ακούσει για τις συγκεντρώσεις.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της αστυνομίας δικαιολόγησε τις συλλήψεις λέγοντας ότι «το 60% των συλληφθέντων ανήκουν στην άκρα αριστερά». Πρόκειται για απίστευτη ομολογία ποινικοποίησης συγκεκριμένων πολιτικών απόψεων και βασικά κατάλυσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου αφού η αστυνομία θεωρεί ότι μπορεί να συλλάβει ανθρώπους με βάση την πολιτική ταυτότητα που η ίδια τους αποδίδει. Για να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του είπε ότι «οι διαδηλώσεις της άκρας αριστεράς δεν είναι ειρηνικές», χωρίς όμως να αναφέρει κάποιο παράδειγμα που μάλλον θα του είναι σχεδόν αδύνατο να βρει στη χώρα αυτή.
Ο δήμαρχος Μαγιέρ ζήτησε άμεσα την απελευθέρωση του προέδρου της Ένωσης Δικαιωμάτων, αλλά άφησε τους υπόλοιπους από εμάς να «ψηθούμε» για έξι ώρες στα κρατητήρια του παλιού στρατοπέδου του Έττερμπεκ, όπου οι αστυνομικοί μου προκάλεσαν θλάση στην ωμοπλάτη, πρώτα για να μου περάσουν χειροπέδες κι έπειτα για να μου αποσπάσουν το κινητό που ανέβαζε τη φωτογραφία της στιγμής της σύλληψης του Ντεσουάφ.
Τα μίντια μετέδωσαν με σχετική ακρίβεια όσα έγιναν την ίδια μέρα. Πολλές κάμερες ήταν στη Bourse και κάλυψαν τις συλλήψεις ζωντανά και οι δημοσιογράφοι ήταν το ίδιο έκπληκτοι με εμάς. Από την επομένη όμως η γραμμή όλων σχεδόν των μέσων ήταν ο Ντεσουάφ πήγε εκεί για να διαφημίσει τον εαυτό του και την οργάνωσή του κι ότι δεν είχαμε παρά να πειθαρχήσουμε στη «γενική απαγόρευση συναθροίσεων».
Ο δήμαρχος είπε ότι δεν θεωρεί πως εφαρμόστηκε το διάταγμά του κι ότι δεν καταλαβαίνει «γιατί η αστυνομία συνέλαβε τόσους πολλούς ανθρώπους». Δήλωσε μάλιστα ότι θα καλέσει την αστυνομία να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τα πεπραγμένα της. Το Ν-VA κατηγόρησε τον Μαγιέρ ότι ακολουθεί «σοβιετικές μεθόδους» αφού «πάντα ρίχνει το φταίξιμο σε άλλους για ό,τι γίνεται από τους Φλαμανδούς μέχρι την ίδια την αστυνομία του» κι ότι θέλει να συλλαμβάνονται μόνο δεξιοί και όχι αριστεροί και ζήτησε την παραίτησή του.
Αργότερα την Κυριακή, συνελήφθησαν στο Μόλεμπεκ και τέσσερις–πέντε φασίστες με μολότοφ, καθώς και λίγες δεκάδες νέοι της γειτονιάς. Οι νέοι αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι από το πρωί στην κεντρική πλατεία του δήμου για να εγγυηθούν ότι κανένας φασίστας δε θα πατήσει το πόδι του. Η αστυνομία συνέλαβε κάποιους από αυτούς όταν επιχείρησαν να βαδίσουν προς την Bourse.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές όλες οι πλευρές ετοιμάζονται για το δημοτικό συμβούλιο της 11ης Απρίλη που αναμένεται θυελλώδες.
Ο δικηγορικός σύλλογος του γαλλόφωνου και γερμανόφωνου Βελγίου καταδίκασε την αστυνομική αυθαιρεσία και ζήτησε τη διενέργεια έρευνας. Η πορεία ενάντια στον τρόμο και το μίσος προγραμματίστηκε για τις 17 Απρίλη.