Βρετανικές εκλογές: Ο περίπατος της May αποδείχτηκε εφιάλτης
Ο εκλογικός περίπατος που οραματίστηκε η Theresa May αποδείχτηκε τελικά εφιάλτης, καθώς οι Συντηρητικοί κέρδισαν μεν τις εκλογές αλλά έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που είχαν κερδίσει το 2015, βλέποντας ταυτόχρονα τους Εργατικούς του «ξεγραμμένου» από τα MME Jeremy Corbyn να έχουν το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμά τους μετά από πολλά χρόνια.
Όταν η Theresa May προκήρυξε εκλογές στις 18 Απριλίου, αθετώντας την αρχική της δέσμευση ότι δεν θα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, όλα έδειχναν ότι ετοιμαζόταν για έναν εκλογικό θρίαμβο. Το Brexit ως επιλογή ήταν αδιαμφισβήτητο όπως και η ιδεολογική ηγεμονία των Συντηρητικών στη διαχείρισή του. Η εκλογική θέση των Συντηρητικών, που είχαν κερδίσει οριακή πλειοψηφία το 2015, φαινόταν ακόμη πιο ενισχυμένη καθώς όλοι προέβλεπαν την επιστροφή συντηρητικών ψηφοφόρων που στις προηγούμενες εκλογές είχαν ενισχύσει το δεξιό ευρωσκεπτικιστικό UKIP. Oι Εργατικοί έδειχναν να είναι στη χειρότερη δυνατή θέση, με τον Jeremy Corbyn να έχει κερδίσει μεν τη δεύτερη διαδικασία εκλογής ηγεσίας, αλλά όλους τους βαρόνους του κόμματος να τον αντιμετωπίζουν ως εμπόδιο, την ίδια ώρα που ΜΜΕ παραδοσιακά συνδεδεμένα με το Εργατικό Κόμμα όπως ο Guardian, του έκαναν πόλεμο. Επιπλέον, η κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Βρετανία τους τελευταίους μήνες έκανε θεμιτή την υπόθεση της στροφής ψηφοφόρων προς τη ρητορική «νόμου και τάξης» της May, που άλλωστε πολιτική καριέρα έκανε κυρίως ως Home Secretary, δηλαδή ως η υπουργός που επέβλεπε τους μηχανισμούς ασφαλείας.
Οι Συντηρητικοί όντως κατάφεραν να συντρίψουν το UKIP και να περιορίσουν σημαντικά το σκωτσέζικο εθνικιστικό SNP, ανεβάζοντας το συνολικό τους ποσοστό κατά 5,6% και φτάνοντας το 42,4%, την ίδια ώρα που έμειναν στάσιμοι και με μικρή υποχώρηση οι σύμμαχοί τους στην πρώτη κυβέρνηση Cameron Φιλελεύθεροι Δημοκράτες του Nick Clegg στον οποίο μάλλον αποδείχτηκε γρουσούζικη η στήριξη από το κίνημα Diem25 του Γιάνη Βαρουφάκη, αφού έχασε την έδρα του. Όμως την ίδια στιγμή, η υπεροχή 20 μονάδων που είχαν στην έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας εξανεμίστηκε σε μόλις 2,3%, ενώ έχασαν 12 έδρες και την απόλυτη πλειοψηφία που απολάμβαναν πριν τις κάλπες.
Και ο λόγος που οι Συντηρητικοί υπέστησαν ήττα στις εκλογές, παρά την εκλογική τους άνοδο, ήταν ένας: o Jeremy Corbyn. Ο ηγέτης των Εργατικών, παρότι κατέβηκε στις εκλογές με πλήθος στελεχών απλώς να μετρούν τις μέρες για την ήττα του και την απαλλαγή από αυτόν, και παρότι έκανε τα ακριβώς αντίθετα από όσα συνιστούσαν για πολλά χρόνια οι επικοινωνιολόγοι και οι spin doctors, κατάφερε να κάνει τους Εργατικούς να έχουν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, να περάσουν το 40% και να αυξήσουν τις έδρες τους. Κατοχύρωσε τη θέση του ως ένας πολιτικός που κατεξοχήν στηρίζεται στην ακεραιότητα και την εντιμότητα, όντας το ακριβώς αντίθετο από τον πρωταθλητή του κυνισμού Tony Blair. Έκανε προεκλογική εκστρατεία με το πιο αριστερό εκλογικό πρόγραμμα των Εργατικών από το 1983, το οποίο όμως άγγιζε τους ψηφοφόρους, καθώς μιλούσε για την αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, την επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Επέλεξε θέσεις κόντρα στο ρεύμα, αρνούμενος να συνταχθεί με την προσπάθεια για κλίμα ισλαμοφοβίας και θέτοντας τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, ζητώντας ριζική αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένης της αμφισβήτησης του εκσυγχρονισμού του πυρηνικού οπλοστασίου και της απαίτησης να επανεξεταστούν οι συμφωνίες με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία. Πάνω από όλα, ανοίχτηκε σε κοινωνικές κατηγορίες και ηλικίες, κύρια νεανικές, που όχι μόνο ενίσχυσαν τους Εργατικούς σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες αλλά και προσέφεραν έναν ενθουσιώδη εκλογικό μηχανισμό, την ώρα που η May, μια από τις πιο άχρωμες και «μηχανικές» φιγούρες στην παγκόσμια πολιτική σκηνή (εξ ου και το προσωνύμιο Maybot) στηρίχτηκε κυρίως στη βεβαιότητα της εκλογικής της νίκης.
Όλα αυτά δείχνουν την ίδια την αντιφατικότητα και τη μεταβατικότητα της Βρετανικής κοινωνίας. Το Brexit συγκεφαλαίωσε μια σειρά από αντιφατικές δυναμικές –διεκδίκηση αυτόνομου ρόλου έναντι της ΕΕ από συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου, εθνικιστική αναδίπλωση για μικροαστικά στρώματα, αμφισβήτηση πλευρών του νεοφιλελευθερισμού για εργατικά στρώματα σε περιοχές που πλήρωσαν το τίμημα της «παγκοσμιοποίησης»– και έφερε το βρετανικό πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με την ανάγκη να αρθρώσει το όραμά του για το μέλλον της Βρετανίας, πέραν της διαπραγματευτικής τακτικής ενός Brexit που ήταν πια δεδομένο.
Εκεί φάνηκε η κομβική αδυναμία της May και του μίγματος συντηρητισμού, αυταρχισμού και φιλελευθερισμού που πρότεινε. Όπως και το γεγονός ότι κατάφερε τόσο η ίδια όσο και οι σύμβουλοί της να αυτοϋπονομεύσουν τη θέση τους. Για παράδειγμα, η προσπάθειά της να παρουσιάσει έναν πιο φιλάνθρωπο συντηρητισμό κατέρρευσε μπροστά στην ιδέα της αύξησης του κόστους κατοίκων νοσηλείας για χρονίως πάσχοντες (ο διαβόητος «φόρος άνοιας»), ενώ η «σιδερένια» πυγμή έναντι της τρομοκρατίας συγκρούστηκε με την αμείλικτη πραγματικότητα ότι επί των ημερών της έγιναν στην πραγματικότητα περικοπές ακόμη και στον αριθμό των αστυνομικών.
Και εκεί φάνηκε και η πραγματική δυναμική του Corbyn: επιλέγοντας αντί λειτουργήσει ως εκπρόσωπος του Remain και της αμφισβήτησης του δημοψηφίσματος, όπως θα ήθελε η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών, προτίμησε να σηκώσει το γάντι και μιλήσει για το πώς θα μπορούσε να γίνει καλύτερη, δικαιότερη, ανεκτικότερη και πιο αλληλέγγυα η Βρετανική κοινωνία την επαύριον του Brexit. Και αποδείχτηκε ότι αυτό μπορούσε να αγγίξει ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων, τόσο νέων (ουρές στα εκλογικά τμήματα των πανεπιστημίων), όσο και μεγαλύτερων, είτε ψήφισαν κατά του Brexit (για παράδειγμα στο Λονδίνο) είτε υπέρ (με την May να αποτυγχάνει στο βασικό της υπολογισμό ότι οι Εργατικοί θα έχαναν σε περιοχές της πάλαι ποτέ βιομηχανικής ενδοχώρας που ψήφισαν Brexit πέρσι).
Ανεξαρτήτως του πώς θα διαμορφωθούν οι πολιτικές εξελίξεις, τόσο σε σχέση με την όποια κυβέρνηση συνασπισμού όσο και σε σχέση με το εάν θα αμφισβητηθεί η θέση της May στους Συντηρητικούς, το σίγουρο είναι ότι για άλλη μια φορά αποδείχτηκε ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνονται πιο αντιφατικές από όσο μπορούν να εκτιμήσουν οι εκλογολόγοι, πιο συγκρουσιακές και –σε πείσμα της υποκατάστασης της πολιτικής από την επικοινωνία– πολύ πιο πολιτικές.