Το Ισραήλ προς την κατοχύρωση μιας επιθετικής «λύσης» στο Παλαιστινιακό
Στο φόντο των αλλαγών στο Λευκό Οίκο, το Ισραήλ δοκιμάζει να διαμορφώσει όρους και συσχετισμούς για μια επιθετική λύση, που για τους Παλαιστινίους θα σημαίνει περισσότερη καταπίεση και καταστολή.
Η επίσκεψη, στις 14 Φεβρουαρίου, του πρωθυπουργού του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο και η δήλωσή του πως «η συμμαχία μεταξύ Ισραήλ και Αμερικής ήταν πάντα ισχυρή. Με την ηγεσία σας (σ.σ.: δηλαδή του Προέδρου Τραμπ) είμαι σίγουρος ότι πρόκειται να γίνει ακόμα ισχυρότερη» έδωσαν αφορμή σε πολλά διεθνή ΜΜΕ να μιλήσουν για «αναθέρμανση» των σχέσεων Ισραήλ – ΗΠΑ.
Ακόμα κι αν στο διεθνές πεδίο το Ισραήλ πάντα θεωρούνταν «κράτος-τοποτηρητής» των συμφερόντων των Η.Π.Α στη Μέση Ανατολή, αυτό δε σήμαινε ποτέ απόλυτη ταύτιση συμφερόντων και πολιτικών. Ειδικά στο καυτό θέμα του Παλαιστινιακού, οι Η.Π.Α –κυρίως στα χρόνια διακυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα– αντιμετώπισαν θετικά το ενδεχόμενο μιας λύσης «δύο κρατών», προφανώς με όρους δυσμενείς για τους Παλαιστινίους, στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού που θα εξασφάλιζε την πολυδιάσπαση στην περιοχή αλλά και θα ύψωνε φραγμό στους σχεδιασμούς περιφερειακών δυνάμεων να εκμεταλλευτούν την ανοιχτή αυτή πληγή (όπως, για παράδειγμα, του Ιράν).
Τυπικά, η συνάντηση στην Ουάσιγκτον έγινε κυρίως για να συζητηθεί το θέμα του Ιράν αλλά και το θέμα της συνέχισης του πολέμου ενάντια στο ISIS. Αυτά εξάλλου ήταν τα δύο θέματα στα οποία έδωσαν βάση οι δύο ηγέτες στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε. Ωστόσο, ορθά αρκετά ΜΜΕ έδωσαν βάρος στη συνάντηση μεταξύ του αρχηγού της CIA Μάικ Πομπέο και του ηγέτη της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, ενώ υπήρξαν και δημοσιεύματα που θέλουν την CIA να προειδοποιεί τη Mossad ότι οποιαδήποτε απόρρητη πληροφορία φτάσει στο επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ κινδυνεύει να διαρρεύσει στο Ιράν και τη Μόσχα.
Όμως, στην πραγματικότητα ο Βενιαμίν Νετανιάχου πήγε εκεί διεκδικώντας συναίνεση στους νέους εποικισμούς στα παλαιστινιακά εδάφη και συνολικά σε μια πιο επιθετική στάση στο Παλαιστινιακό. Η απάντηση που πήρε από τον Ντόναλντ Τραμπ στη συνέντευξη Τύπου ήταν σαφής: «Θα ήθελα να σε δω να κρατάς πίσω το ζήτημα των εποικισμών για λίγο. Θα εργαστούμε πάνω σε αυτό. Αλλά θα ήθελα να δω μια συμφωνία». Ο Τραμπ μετάθεσε σε χρόνο μέλλοντα οποιαδήποτε συζήτηση και σίγουρα είπε ότι πρώτα θα έρθει ένα προσχέδιο συμφωνίας για το Παλαιστινιακό, δηλαδή ακολούθησε πιστά την αντίληψη του Ομπάμα για το θέμα. Επίσης, με τον εντελώς χοντροκομμένο τρόπο του, ομολόγησε ότι δεν καταλαβαίνει και πολύ τη διαφορά ανάμεσα στη λύση του ενός από τη λύση των δύο κρατών, οπότε και αρκέστηκε να πει «εγώ θα είμαι χαρούμενος με ό,τι τους (ενν. το Ισραήλ και τους Παλαιστινίους) αρέσει περισσότερο».
Το ζήτημα των εποικισμών στα Κατεχόμενα έχει υπάρξει από χρόνια αγκάθι στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται το Ισραήλ για την ειρήνη στο Παλαιστινιακό αλλά και σημείο τριβής με την Αμερική. Επί εποχής Τζορτζ Μπους νεότερου είχε επιτευχθεί μια συμφωνία, βάσει της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα διαμαρτύρονταν για την κατασκευή στο εσωτερικό των υφιστάμενων οικισμών, εφόσον οι τελευταίοι δεν επεκτείνονταν προς τα έξω. Το 2010, η κυβέρνηση Ομπάμα, με αφορμή την ανακοίνωση για 500 νέες εποικιστικές άδειες πέντε τετράγωνα από τα σύνορα του 1967, είχε ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών, καθώς οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να επεκταθεί με αυτόν τον τρόπο το Ισραήλ μέσα στην πόλη της Ιερουσαλήμ. Το Ισραήλ τότε είχε αρκεστεί να ανακοινώσει ότι η συγκεκριμένη επέκταση αφορούσε γειτονιά που σε κάθε διαπραγμάτευση και απόφαση θα παρέμενε Ισραηλινή.
Δεν ξέρουμε αν τα φτερά του Νετανιάχου κόπηκαν –καθώς σε μια πρώτη ανάγνωση ξαναζεί τα γεγονότα του 2010 με τον Ομπάμα– όμως μπορούμε να τον πούμε προνοητικό. Λίγο μετά τη συνάντηση, στις 19 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα Ha’aretz και o αρχηγός της αντιπολίτευσης και ηγέτης κεντροαριστερής συμμαχίας Σιωνιστική Ένωση, Ισαάκ Χερτζόγκ, αποκάλυψαν ότι ο Νετανιάχου πριν ακριβώς έναν χρόνο (στις 21 Φεβρουαρίου 2016) είχε παρακολουθήσει μια μυστική συνάντηση κορυφής στην πόλη Άκαμπα της Ιορδανίας. Στη συνάντηση αυτή, στην οποία ήταν παρόντες ο Βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπντουλάχ Β΄ και ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ο Τζον Κέρι είχε παρουσιάσει ένα σχέδιο ειρήνης που περιλάμβανε την αναγνώριση του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους και την ανανέωση των συνομιλιών με τους Παλαιστινίους, με την υποστήριξη των αραβικών χωρών. Ως τελική πρόταση, ο Κέρι ζητούσε λύση δύο κρατών, αναγνώριση των συνόρων του 1967, την Ιερουσαλήμ ως κοινή πρωτεύουσα κ.ά. Ο Νετανιάχου δεν έκανε δεκτή την πρόταση Κέρι, μολαταύτα εκείνη η Διάσκεψη Κορυφής υπήρξε η βάση για τις συνομιλίες που ξεκίνησαν δύο εβδομάδες αργότερα μεταξύ Νετανιάχου και Σιωνιστικής Ένωσης για τη δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Σήμερα, η κυβέρνηση του Ισραήλ προσπαθεί να επιβάλει με επιθετικές κινήσεις μια λύση για το Παλαιστινιακό, η οποία –ανεξάρτητα από το αν θα ονομάζεται λύση ενός ή δύο κρατών– θα δίνει τη μερίδα του λέοντος από τα εδάφη και την ιστορική Ιερουσαλήμ στο κράτος του Ισραήλ. Για τον σκοπό αυτό η τωρινή έκδοση αδειών εποικισμού δεν αφορά 500, όπως το 2010, αλλά πάνω από 2.000 κατοικίες και επεκτάσεις υπαρχουσών κατοικιών. Για την ακρίβεια, στις 2 Φεβρουαρίου, ο Νετανιάχου ανακοίνωσε τη σύσταση μιας επιτροπής που θα εργαστεί για να προωθήσει την κατασκευή ενός οικισμού στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ταυτόχρονα την έγκριση 2.500 αδειών για εποικισμούς στη Δυτική Όχθη και 550 στις γειτονιές της Ιερουσαλήμ πέρα από την Πράσινη Γραμμή. Μια εβδομάδα αργότερα, πέρασε έναν νόμο για την νομιμοποίηση 4.000 «αυθαίρετων» σπιτιών που έγιναν πάνω σε ιδιωτική γη Παλαιστινίων. Αυτή τη φορά ήταν οι ακροδεξιοί και υπερ-ορθόδοξοι σύμμαχοι του Νετανιάχου που διαφώνησαν με αυτό το μέτρο, καθώς αντιβαίνει στους συνταγματικούς νόμους για την κατοχή γης, όμως αναμένουμε ακόμα τη συνέχεια καθώς δεν έχει κριθεί αντισυνταγματική η διάταξη.
Παράλληλα, έχει προχωρήσει και σε μια σειρά από αλλαγές τόσο στη χαρτογράφηση των περιοχών όσο και στο σύστημα δημόσιων μεταφορών. Ειδικά για τη χαρτογράφηση, εδώ και χρόνια διεξάγεται ένας υπόγειος «πόλεμος» καθιέρωσης ενός επίσημου χάρτη, με όπλο τις νέες τεχνολογίες. Το τελευταίο επεισόδιο κρατάει από το 2014 και την προσπάθεια που γίνεται μέσω του δικτύου χαρτών ανοιχτού κώδικα OpenStreetMap (OSM), το οποίο είναι το open source αντίστοιχο του Google Maps. Εκεί η συνεισφορά των χρηστών από το Ισραήλ είναι ολοένα αυξανόμενη, δυστυχώς προς μια κατεύθυνση «εξισραηλισμού» των αραβικών περιοχών (με αλλαγές τοπωνυμίων λόγου χάρη), ανάδειξης των διεκδικήσεων του κράτους του Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων κ.ο.κ.
Για τις δημόσιες μεταφορές το πράγμα είναι πιο περίπλοκο. Στην πράξη, τα προηγούμενα χρόνια, συν τοις άλλοις λόγω έλλειψης υποδομών και λόγω περιορισμών από το ισραηλινό κράτος, η Ανατολική Ιερουσαλήμ είχε αναπτύξει ένα σύστημα δημόσιων μεταφορών προς τη Δυτική Όχθη και τις άλλες περιοχές. Μέσα σε αυτό το σύστημα ενυπήρχε και η παράνομη μετακίνηση μέσω «πειρατικών» λεωφορείων και ταξί. Με την ένταση των αποκλεισμών, το σύστημα «πειρατείας» γιγαντώθηκε. Από την πλευρά των Ισραηλινών τα προηγούμενα χρόνια έγινε προσπάθεια να στηθεί μια μεγάλη, δημόσια εταιρεία μεταφορών που θα ελέγχει τις μετακινήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Με την αποτυχία του σχεδίου αυτού στη δεκαετία του 1990, η προσπάθεια άλλαξε και γνώμονας έγινε ο τεχνικός εξορθολογισμός και η οικονομική αποδοτικότητα. Όπως λοιπόν και στο Ισραήλ οι δημόσιες μεταφορές ιδιωτικοποιήθηκαν, έτσι και στην περίπτωση της Παλαιστίνης προωθήθηκε η λύση ενίσχυσης των ιδιωτικών εταιρειών. Ο Νετανιάχου σήμερα έχει αδειοδοτήσει περίπου 17 εταιρείες μεταφορών μόνο για την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Τόσες είναι περίπου και όλες οι σχετικές εταιρείες σε όλο το Ισραήλ , ενώ παρόλο που –με πιέσεις των υπερ-ορθόδοξων συμμάχων του– έχει προσπαθήσει να επιβάλει την αργία του Σαββάτου στις μετακινήσεις (με τραγελαφικά αποτελέσματα), εντούτοις αυτό το μέτρο δεν ισχύει για τις αντίστοιχες εταιρείες στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Ξαναγυρνώντας λοιπόν στη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ, βλέπουμε ότι ο Βενιαμίν Νετανιάχου αυτή τη στιγμή χτίζει μια προοπτική με βάθος, καθώς όπως φαίνεται, έχει κάνει μια στρατηγική επιλογή να μην συγκρουστεί με τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως έκανε με τον Μπαράκ Ομπάμα. Ας μην ξεχνάμε ότι τον επαίνεσε για την κατασκευή του τείχους με το Μεξικό, πράγμα που ανάγκασε τον Πρόεδρο του Κράτους του Ισραήλ, Ρεουβέν Ριβλίν, να απολογηθεί εκ μέρους του στους Εβραίους του Μεξικού. Το αν αυτή η στρατηγική επιλογή θα αποδώσει καρπούς, μένει να το δούμε. Με τον Τραμπ να είναι σε συνεχή σύγκρουση στο εσωτερικό με το τμήμα του βαθέος κράτους που θέλει συνέχεια στις πολιτικές, προφανώς τα βήματα που θα γίνονται θα είναι αργά και ως εκ τούτου βασανιστικά. Την ίδια ώρα στο εσωτερικό, οι Παλαιστίνιοι θα βιώνουν αύξηση της καταστολής και της καταπίεσης, ο νεοφιλελευθερισμός θα τους στερεί και τις τελευταίες ικμάδες κανονικότητας. Η λύση των δύο κρατών, με βάση τα τωρινά δεδομένα, ακόμα κι αν έρθει, θα δείχνει περισσότερο την επικυριαρχία του κράτους του Ισραήλ παρά μια συνθήκη ισότιμης αλληλοκατανόησης δύο διαφορετικών πληθυσμών.