Τηλεοπτικές άδειες: Όπως στρώσατε, θα κοιμηθείτε
Στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών η κυβέρνηση κατάφερε να χάσει μια μάχη που θα μπορούσε να κερδίσει. Και την έχασε εξαιτίας μιας πολιτικής που συνδύαζε τη διγλωσσία και την αλαζονεία.
Από πολλές πλευρές το θέμα των τηλεοπτικών αδειών ήταν προνομιακό για την κυβέρνηση. Το κύρος των τηλεοπτικών καναλιών έχει καταβαραθρωθεί, με αποκορύφωμα τη μετατροπή τους σε μηχανισμούς ωμής προπαγάνδας τις μέρες του δημοψηφίσματος, ενώ η συνολική τηλεθέαση υποχωρεί καθώς πολλοί θεατές στρέφονται προς το διαδίκτυο. Η μεγάλη υποστήριξη στο αίτημα να ανοίξει ξανά η ΕΡΤ είχε δείξει ότι μεγάλο μέρος του κοινού στηρίζει το αίτημα μιας μη εμπορικής ραδιοτηλεόρασης. Το καθεστώς των τηλεοπτικών καναλιών ήταν ένα χάος ασυδοσίας, με τις διαβόητες προσωρινές άδειες και την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής ρύθμισης ή ελέγχου ως προς την ποιότητα της ψυχαγωγίας και την εγκυρότητα της ενημέρωσης, την ίδια ώρα που όχι μόνο η παρουσία των «βασικών μετόχων» αλλά και ο χαριστικός δανεισμός από τις τράπεζες επιβεβαίωναν ότι αποτελούσαν πρωτίστως μηχανισμό πίεσης από τη μεριά της οικονομικής εξουσίας. Η ωμή προπαγάνδα τις μέρες του δημοψηφίσματος ήταν το αποκορύφωμα μιας κατάστασης που έκανε μεγάλο μέρος της κοινωνίας θετικό για μια παρέμβαση που όντως θα «έβαζε τάξη» σε αυτό το τοπίο.
Ωστόσο, η στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ειδικά του Νίκου Παππά και της ομάδας γύρω από αυτόν εξαρχής έδειχνε ότι πέραν μιας επίφασης θεσμικής αλλαγής στόχο είχε να χτυπήσει κάποια κομμάτια της παλιάς διαπλοκής, να βρει ισορροπίες με άλλα και να ενισχύσει κάποιες νέες επιχειρηματικές μερίδες που διεκδικούσαν ρόλο στα ΜΜΕ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τις παλινωδίες όσο και τις «διπλές αναγνώσεις» σε κάθε βήμα της κυβέρνησης, με αποκορύφωμα την απόφαση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα.
Η άποψη ότι τα εθνικής εμβέλειας κανάλια πρέπει να είναι βιώσιμα μέσα σε μια δραστικά μειωμένη διαφημιστική πίττα και επομένως να μην χρειάζεται να εξαρτώνται από χαριστικά δάνεια ή άλλες μορφές διαπλοκής είχε σίγουρα βάση. Όμως, από την μεριά του κυβερνητικού επιτελείου εξαρχής ειδώθηκε και ως μηχανισμός για να ασκηθεί έλεγχος στο τοπίο και να διαμορφωθούν νέες ισορροπίες, κοινώς πρώτα έγινε μια εκτίμηση ποια κανάλια έπρεπε να εκπέμπουν, παλιά και νέα, και μετά ορίστηκε ότι αυτός είναι ο «βιώσιμος» αριθμός. Επιπλέον, όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν θεσμικά να το περάσουν –μια που θα υπήρχαν προσφυγές ενάντια στον περιορισμό στην πρόσβαση σε μια αγορά– προσπάθησαν να το νομιμοποιήσουν «τεχνικά» μέσα από τη διαβόητη έκθεση του «Ινστιτούτου της Φλωρεντίας» που υποστήριξε ότι χωρούν μόνο 4, σε μια στιγμή που η τεχνολογική εξέλιξη πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες εκπομπής.
Ως προς το ΕΣΡ, πράγματι χρειαζόταν συμπλήρωση για να αποκτήσει πλήρη σύνθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχε νόμιμη σύνθεση. Η συμπλήρωση του ΕΣΡ απαιτούσε όντως μια δύσκολη διαπραγμάτευση με την αντιπολίτευση, εξαιτίας του χαρακτήρα του ως Ανεξάρτητης Αρχής. Αντ’ αυτού, όμως, η κυβέρνηση όχι μόνο καθυστέρησε να το αντιμετωπίσει, αλλά και έδειξε ότι στην πραγματικότητα δεν επεδίωκε να λύσει το θεσμικό ζήτημα αλλά να απαλλαγεί από ενοχλητικές κατά τη γνώμη της παρουσίες μέσα στο ΕΣΡ (π.χ. από τη Λίνα Αλεξίου, μητέρα της Ζωής Κωνσταντοπούλου), ακόμη και εάν νομίμως είχε παραταθεί η θητεία της. Αντίθετα, η κυβέρνηση επέλεξε η ίδια, με νομοθετική ρύθμιση, να παύσει τα μέλη του ΕΣΡ (και των άλλων Ανεξάρτητων Αρχών) που είχε λήξει η αρχική θητεία τους, πράγμα που σήμαινε ότι πρακτικά πλέον ΕΣΡ δεν υπήρχε.
Ο νόμος που έφερε η κυβέρνηση για τον διαγωνισμό κατά βάση επικέντρωνε στα θέματα βιωσιμότητας, μέσα από τις προβλέψεις για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν τα κανάλια και σε έναν διαγωνισμό που κυρίως θα είχε εισπρακτικό χαρακτήρα. Ο νόμος δεν έβαζε μια άλλη λογική και παρέτεινε τα προβλήματα χαμηλής ποιότητας και εγκυρότητας του σημερινού ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, έστω και με νέες ιδιοκτησίες. Δεν ξανάπιανε το νήμα μιας αριστερής πολιτικής με επίκεντρο δημόσια ή μη-ιδιωτικά μέσα, ούτε ενίσχυε μηχανισμούς δεοντολογίας ή κατοχύρωσης της αξιοπρέπειας και της ανεξάρτητης γνώμης των εργαζομένων. Επιπλέον, δεν περιλάμβανε σοβαρές εξασφαλίσεις για τους εργαζομένους, ενέχοντας την απειλή μαζικής ανεργίας για όσους είχαν την ατυχία να εργάζονται σε κανάλια που θα έκλειναν.
Το ζήτημα με το ΕΣΡ ήταν εξαρχής η «αχίλλειος πτέρνα» της όλης διαδικασίας. Τόσο το Σύνταγμα όσο και όλη η νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής εκδοχής του ίδιου του «Νόμου Παππά» έκαναν σαφές ότι η αδειοδότηση εμπίπτει στην ευθύνη του ΕΣΡ. Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι θα μπορούσε να επιτύχει σύνθεση του ΕΣΡ με βάση τη συμφωνία που είχε με την ηγεσία Μεϊμαράκη στην ΝΔ, στο πλαίσιο της συνεργασίας με την «καραμανλική» πτέρυγα. Η εκλογή Μητσοτάκη ανέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς περίπου εξαρχής η νέα ηγεσία έκανε σαφές ότι δεν θα συναινέσει στο νέο ΕΣΡ, εφόσον αυτό θα έκανε διαγωνισμό με βάση το νέο πλαίσιο. Η απάντηση της κυβέρνησης θα ήταν να τροποποιήσει το πλαίσιο, αφαιρώντας από το ΕΣΡ την αρμοδιότητα, κίνηση που από τότε ήταν γνωστό ότι δύσκολα θα πέρναγε σε περίπτωση δικαστικών προσφυγών.
Την ίδια στιγμή, γινόταν φανερό ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να οικοδομήσει νέες ισορροπίες με τη διαπλοκή. Εμφανής ήταν για παράδειγμα η συνεννόηση με τους μεγαλομετόχους του Mega για να κλείσει το συγκεκριμένο κανάλι δημιουργώντας περιθώριο για νέα σχήματα και χώρο για παλαιότερα. Βαρδινογιάννης και Μπόμπολας τραβήχτηκαν πίσω, με τον τελευταίο να αποκτά παράλληλα ξανά προνομιακό ρόλο στα μεγάλα έργα, ενώ η πλευρά Ψυχάρη ήταν γνωστό ότι δεν μπορούσε να σηκώσει όλο το βάρος ιδίως καθώς βρισκόταν σε δικαστική διερεύνηση και καθώς διάφορες πλευρές θεωρούσαν ότι δεν χρειαζόταν πια ο ρυθμιστικός ρόλος του ΔΟΛ.
Ο ίδιος ο διαγωνισμός φαινομενικά ενίσχυσε την κυβέρνηση. Ολοκληρώθηκε, τα ποσά ήταν μεγάλα, κυβερνητικοί κύκλοι επαίρονταν ότι επιβλήθηκαν πάνω στους ολιγάρχες και ταυτόχρονα νέες ισορροπίες αναδείχτηκαν με την είσοδο νέων παικτών χωρίς να μπορεί να χρεωθεί η κυβέρνηση ανοιχτή συναλλαγή. Βέβαια, το μεγάλο ύψος των χρημάτων για τις άδειες σήμαινε ότι οι επιχειρηματίες που τις πήραν δεν επένδυαν στην κερδοφορία –μια επένδυση που ξεκινά με ένα επιπλέον κόστος 40 ή 50 ή 70 εκατομμυρίων ευρώ δύσκολα μπορεί να γίνει κερδοφόρα μέσα στο σημερινό τοπίο – αλλά στην άσκηση επιρροής. Σύντομα, όμως, αποδείχτηκε ότι στο κομμάτι των «νέων παικτών» η κυβέρνηση ατύχησε κάπως, καθώς πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ότι η οικονομική επιφάνεια της πλευράς Καλογρίτσα μάλλον δεν έστεκε, κοινώς ήταν περισσότερο «αέρας», επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα έτσι ότι όντως ήταν ένα «επενδυτικό σχήμα» που κατεξοχήν στήθηκε με την ελπίδα να υπάρξει ένα φιλικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ κανάλι.
Όταν ξεκίνησε ο κύκλος των δικαστικών προσφυγών ήταν εμφανές ότι η κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, κύρια εξαιτίας του προβλήματος με την παράκαμψη του ΕΣΡ. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή τη φάση υπήρχε μια πραγματική δυνατότητα να επιχειρηματολογηθεί η επίκληση «δημόσιου συμφέροντος» με βάση την εμφανή εμπλοκή στη συγκρότηση του ΕΣΡ με ευθύνη της άρνησης της αντιπολίτευσης να συναινέσει. Όμως, και εδώ πρυτάνευσε μια ορισμένη αλαζονεία από τη μεριά της κυβέρνησης. Επένδυσε πολιτικά στο ενδεχόμενο απόρριψης των προσφυγών ως απαράδεκτων, πατώντας και πάνω στην ευμενή στάση μερίδας του ΣτΕ, όπως του διορισμένου από αυτήν προέδρου του. Θεώρησε ότι μπορεί να ασκήσει πίεση μέσα από την επαναφορά στο προσκήνιο των διαβόητων e-mail, τα οποία ενώ στο παρελθόν αντιμετωπίστηκαν ως «παρανόμως αποκτηθέντα στοιχεία», τώρα διαμέσου μιας «δημοσιογραφικής» δημοσιοποίησης από τον Μ. Τριανταφυλλόπουλο και «κοινουβουλευτικού ελέγχου» από τον Ν. Νικολόπουλο, ανθρώπου που έχουν συμπυκνώσει στα μάτια πολλών τον ορισμό της ανυποληψίας και στην δημοσιογραφία και στην πολιτική, θεωρήθηκαν ικανά για εκκίνηση πειθαρχικού ενάντια σε έναν εκ των βασικών υποστηρικτών της αντισυνταγματικότητας του νόμου. Όταν μάλιστα είδε να κρίνεται ως παραδεκτή η προσφυγή, έσπευσε να ανεβάσει τους τόνους ακόμη περισσότερο. Όλα αυτά την ώρα που γνώριζε και το υπαρκτό νομικό θέμα αλλά κυρίως το υπαρκτό πολιτικό θέμα ότι ούτως ή άλλως θα αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από ένα θεσμό σαν το ΣτΕ, που είχε ουκ ολίγες φιλοσυστημικές και συντηρητικές τοποθετήσεις τα τελευταία χρόνια.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουμε στην απόφαση του ΣτΕ. Οι όψιμες κραυγές της κυβέρνησης, που αντικειμενικά υπέστη πλήγμα, για τον… ταξικό ρόλο της δικαιοσύνης (που καθόλου δεν ενόχλησε την κυβέρνηση όταν π.χ. απέρριψε τις προσφυγές για την ιδιωτικοποίηση των αεροδρομίων) ή για τα χρήματα που δεν θα πάνε για προσλήψεις νοσηλευτών (αν και όλοι γνώριζαν ότι τα έσοδα τέτοιου τύπου κατεξοχήν πάνε για την εξυπηρέτηση του χρέους), δεν αναιρούν ότι η ευθύνη για αυτή την κατάσταση είναι κατεξοχήν δική της.
Η κυβέρνηση ήδη προσπαθεί να αξιοποιήσει την όλη εξέλιξη ως μηχανισμό συσπείρωσης του κομματικού ακροατηρίου. Να δώσει την εικόνα ότι τη χτυπούν ντόπια και ξένα συμφέροντα. Να πείσει ότι είναι «θύμα» επιθέσεων και όχι η κυβέρνηση που εφαρμόζει το από πολλές απόψεις χειρότερο μνημόνιο. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν καλά καλά βγει η απόφαση έκανε προληπτικό damage control με δηλώσεις περί «μη σεβαστών αποφάσεων» κ.λπ.
Όμως, η ουσία είναι ότι ήταν η δική της παλινωδία ανάμεσα στην τομή και την απλή δημιουργία χώρου για νέους παίκτες, οι δικές της υποσχέσεις ταυτόχρονα κάθαρσης και καθησυχασμού της «διαπλοκής» και η δική της αλαζονική «τζάμπα μαγκιά» ως προς τα θεσμικά που οδήγησαν στους αποκρουστικούς πανηγυρισμούς του αντιπάλου μιντιακού στρατοπέδου. Για να έχουμε ένα τηλεοπτικό τοπίο που θα παραμείνει δομικά αρρύθμιστο και στο οποίο έναντι –από ό,τι φαίνεται– φτηνού τιμήματος θα εκπέμπουν «προσωρινά» παλιοί και νέοι καναλάρχες επί της ουσίας ανεξέλεγκτα, αποδεικνύοντας ότι πέραν του κακού υπάρχει πάντα και το χειρότερο.