Τα “Brain Drain” μας πολλά και ατέλειωτοι «προδότες»
Οι δηλώσεις όπως «φταίνε αυτοί που φεύγουν απ’ τη χώρα» και «δεν κάθονται να παλέψουν» υπονοούν ένα εξιδανικευμένο, ανύπαρκτο υποκείμενο που είχε χρέος να υπερασπιστεί την ελληνικότητα, αλλά «μας πρόδωσε και μας εγκαταλείπει», εντείνοντας έτσι μια διαγενεακή σύγκρουση εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, μιας και δομούνται στην υπόθεση πως όσοι έχουν επιλέξει να μείνουν στη χώρα δεν θα είναι ποτέ αρκετά καλοί ή ικανοί να σηκώσουν το βάρος της ελληνικότητας. Το "brain drain" και οι σύγχρονοι «εθνοπροδότες» κατασκευάζονται ως συγκάλυψη μιας νοσταλγικής επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο παρελθόν «ελληνικής, πατριαρχικής ομοιογένειας»...
Λίγη αμφιβολία χωράει στο ότι τα τελευταία εφτά χρόνια της κρίσης η ελληνική κοινωνία μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς. Το τέλος της μεταπολιτευτικής λογικής του διπολισμού και δικομματισμού καταγράφηκε με την εκλογική νίκη ενός αριστερού κόμματος που δεν άργησε να υιοθετήσει δεξιά οικονομική πολιτική (από εκεί που σκίζαμε τα μνημόνια με ένα νόμο, τα υπογράφουμε χωρίς τελειωμό) αδρανοποιώντας οποιαδήποτε πιθανότητα για αριστερή ή δεξιά αντιπολίτευση.
Στη διάλυση του παραδοσιακού ελληνικού δικομματισμού —τότε που ξέραμε ποιος ανήκει που, ρε παιδί μου— έχει συμβάλει και η δημογραφική μεταβολή του ελληνικού πληθυσμού, είτε μέσω των μουσουλμάνων μεταναστών και μεταναστών δεύτερης γενιάς που διεκδικούν ορατότητα στον κοινωνικό χώρο, είτε μέσω της αυξημένης μετανάστευσης Eλλήνων σε χώρες του εξωτερικού. Μιας και η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων έχει καταντήσει πλέον μπανάλ, το πολυπόθητο κοινωνικό αλληλοφάγωμα επεκτείνεται με μεγάλη επιτυχία προς τους μετανάστες εντός και εκτός των συνόρων.
Η μετανάστευση των «νέων» στο εξωτερικό έχει αρχίσει να διαφαίνεται ως συγκροτησιακό ζήτημα για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας. Σ’ αυτό τον ρυθμό χορεύει πλέον η ελληνική συντηρητική παράταξη, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να επισκέπτεται πρόσφατα το Λονδίνο με σκοπό να ρωτήσει τους Έλληνες μετανάστες «τι θα σε έκανε να γυρίσεις» για να ανατραπεί αυτό το “brain drain”. Και η πρόσφατη δήλωση του ηθοποιού και βουλευτή του ΚΚΕ, Κώστα Καζάκου, για να μας υπενθυμίσει πως όσοι φεύγουν στο εξωτερικό είναι «προδότες που εγκαταλείπουν τη χώρα». Οι δύο δηλώσεις τέμνονται από μια συγκεκριμένη μορφή ιδεολογικού συντηρητισμού, όπου o όρος παίρνει την κυριολεκτική του σημασία: η προσπάθεια να συντηρηθεί μια κατάσταση (κοινωνία) ως έχει. Μ’ άλλα λόγια, αυτό που κρύβεται πίσω από τα φοβικά σχόλια περί “brain drain” είναι ένα συντηρητικό αντανακλαστικό στη δημογραφική κοινωνική μεταβολή: το τέλος της μεταπολίτευσης, σηματοδοτεί και το τέλος της λευκής, ετεροκανονικής, ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Τα τελευταία δύο χρόνια, είδαμε ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στους Σύριους πρόσφυγες που σε πολλές περιπτώσεις αναπλήρωσε την έλλειψη κρατικών δομών, είδαμε την είσοδο της έννοιας «πολιτικής ορθότητας» στο δημόσιο διάλογο, τη δημόσια συζήτηση για το σεξισμό και την κατακραυγή της προώθησης ενδοοικογενειακής βίας (με την απόσυρση της περσινής, Πασχαλινής διαφήμισης του Jumbo). Πλέον, τρεις πόλεις της Ελλάδας φιλοξενούν διοργανώσεις Gay Pride, ενώ το δικαίωμα συμβίωσης έχει πλέον κατοχυρωθεί και νομικά για τα ομόφυλα ζευγάρια. Δράσεις και πορείες ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού πλαισιώνουν ένα ανερχόμενο φεμινιστικό κίνημα που αναδεικνύει ενεργά την πολυπλοκότητα του φύλου και της σεξουαλικότητας ως πεδίο εξουσίας. Η ιστορία της ελληνικής διανόησης ξαναγράφεται αναδεικνύοντας τα ακανθώδη ζητήματά της, όπως για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία του εθνικού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Από τη Μαρίνα Σάττι, μέχρι τον Γιάννη Αντετοκούμπο η ελληνική κοινωνία αρχίζει να μαθαίνει πως να περιέχει υποκείμενα που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της λευκής, ετεροκανονικής, ελληνικής εθνικής της ταυτότητας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναπαράσταση της μεταναστευτικής ροής Ελλήνων στο εξωτερικό και το πρόβλημα του brain drain αποκτά άλλη σημειολογία. Οι δηλώσεις όπως «φταίνε αυτοί που φεύγουν απ’ τη χώρα» και «δεν κάθονται να παλέψουν» υπονοούν ένα εξιδανικευμένο, ανύπαρκτο υποκείμενο που είχε χρέος να υπερασπιστεί την ελληνικότητα, αλλά «μας πρόδωσε και μας εγκαταλείπει». Αυτή η λογική αφενός τροφοδοτεί ξενοφοβικές ρητορικές του στυλ «οι ξένοι μας κλέβουν τα καλύτερα μυαλά» και αφετέρου αναθέτει κοινωνική και πολιτική ευθύνη σε εκείνους που μεταναστεύουν, διαστρεβλώνοντας τις πραγματικές αιτίες του φαινομένου. Επιπλέον, η έννοια του «brain drain» όπως και οι δηλώσεις σαν αυτή του Καζάκου, εντείνουν μια διαγενεακή σύγκρουση εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, μιας και δομούνται στην υπόθεση πως όσοι έχουν επιλέξει να μείνουν στη χώρα δεν θα είναι ποτέ αρκετά καλοί ή ικανοί να σηκώσουν το βάρος της ελληνικότητας.
Έτσι λοιπόν, οι ρητορικές περί «προδοσίας των νέων» και «brain drain» ουσιαστικά συνιστούν μια συναισθηματική λύση για να πλαισιωθεί η ανησυχία και ο φόβος για τον χαμό μιας αόριστης ελληνικότητας: αυτοί που φεύγουν «είναι προδότες», αυτοί που μένουν «είναι άχρηστοι». Η συντηρητική φοβικότητα και ο πανικός απέναντι στις σύγχρονες δημογραφικές μεταβολές εγκλωβίζουν τον πολιτικό διάλογο σε κοντόφθαλμα διαγενεακά blame-games και προάγουν έναν αχρείαστο ανταγωνισμό, σε γενιές που κολυμπάνε στα απόνερα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το “brain drain” και οι σύγχρονοι «εθνοπροδότες» κατασκευάζονται ως συγκάλυψη μιας νοσταλγικής επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο παρελθόν «ελληνικής, πατριαρχικής ομοιογένειας», που δεδομένης της μακράς μεταναστευτικής παράδοσης και πολιτισμικής αλληλεπίδρασης του ελληνικού έθνους, δεν υπήρξε και ποτέ.