Μα συνέντευξη από τον Μάκη Βορίδη ρε παιδιά;
Πολλοί αναγνώστες, συνομιλητές και φίλοι επιδοκίμασαν την απόφασή μας να φιλοξενήσουμε συνέντευξη με τον υπουργό Υγείας Μάκη Βορίδη στο UNFOLLOW Νοεμβρίου που κυκλοφορεί, κι επιπλέον βρήκαν την ίδια τη συνέντευξη ενδιαφέρουσα. Σ΄ αυτό το σημείωμα, ωστόσο, θα ήθελα να διατυπώσω μερικές σκέψεις γι΄ αυτά που μας είπαν όσοι δεν συμφωνούν - την κριτική που κυμάνθηκε από την επιφύλαξη ως την απογοήτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις ως την αγανάκτηση: Μα τον Βορίδη ρε παιδιά; Έλεος!
Είναι μια κριτική που έχουμε δεχτεί κι άλλες φορές. Συνεπώς, πρώτα απ΄ όλα πρέπει να υπενθυμίσω -αν και οι παλιοί και τακτικοί αναγνώστες ασφαλώς το γνωρίζουν και, πιστεύω, μας διαβάζουν και γι΄ αυτό- πως το UNFOLLOW έχει φιλοξενήσει πολλές συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων κυκλοφορίας του, από τις οποίες προκύπτει πλέον ξεκάθαρα μια συνολική θέση: δεν παίρνουμε συνεντεύξεις μόνο από πρόσωπα της πολιτικής ζωής με τα οποία συμφωνούμε ή με τα οποία, εν πάση περιπτώσει, κάποιοι από εμάς ομονοούμε σε βασικά πολιτικά ζητήματα. Κάθε άλλο. Παίρνουμε συνεντεύξεις από όποιους τη δεδομένη στιγμή ορίζουν σε κάποιον υπολογίσιμο βαθμό τον δημόσιο λόγο ή έχουν υπάρξει καθοριστικοί για την εξέλιξη της πολιτικής ζωής. Μια παράθεση ορισμένων προσώπων από τα οποία έχουμε πάρει συνέντευξη αρκεί: Αλέκος Αλαβάνος, Άδωνις Γεωργιάδης, Μανώλης Γλέζος, Νίκος Δένδιας, Γιάννης Δραγασάκης, Πάνος Καμμένος, Λιάνα Κανέλη, Φώτης Κουβέλης, Ζωή Κωνσταντοπούλου, Ανδρέας Λοβέρδος, Ραχήλ Μακρή, Στέφανος Μάνος, Αλέξης Τσίπρας, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης…
Η θέση αυτή είναι για μας αυτονόητη. Καταλαβαίνουμε ότι η πόλωση των τελευταίων ετών καθιστά πολλές διακρίσεις δυσδιάκριτες αλλά επιθυμούμε να επιμείνουμε στο εξής: Είμαστε πολιτικό και δημοσιογραφικό περιοδικό· γεγονός που σημαίνει ότι έχουμε βέβαια πολιτικές απόψεις που διαμορφώνονται από το ρεπορτάζ μας και την ανάλυσή μας και αποτυπώνονται στην αρθρογραφία μας – αλλά δεν συμμετέχουμε στην πολιτική αντιπαράθεση με όρους παρατάξεων. Αυτό μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κάθε καλοπροαίρετος συνομιλητής από το γεγονός ότι η δημοσιογραφική κριτική μας έχει στραφεί προς όλες τις κατευθύνσεις, όσο αναλογεί στην κάθε πλευρά σε σχέση με την εξουσία που κατέχει. Μ΄ άλλα λόγια, θεωρούμε ότι για κάθε δεδομένο θέμα δουλειά μας είναι να το καταγράψουμε και να το περιγράψουμε, να το εξηγήσουμε, να αποκαλύψουμε πλευρές του που δεν είναι γνωστές, ενίοτε να το καταγγείλουμε και μάλιστα με επιθετικό τρόπο – αλλά όχι να το χειραγωγήσουμε πολιτικά με τρόπους άλλους από την ευθεία διατύπωση ερωτημάτων και θέσεων. Δεν είμαστε κόμμα, δεν είμαστε πολιτική οργάνωση, δεν είμαστε ομάδα πίεσης. Είμαστε περιοδικό.
Παρόμοια με τη στάση που καθορίζει την οπτική μας σε κάθε δημοσιογραφικό και πολιτικό θέμα είναι και η στάση μας ως προς τα πρόσωπα: Πιστεύουμε ότι οφείλουμε να μιλήσουμε με κάποιον που ορίζει τον δημόσιο λόγο, έστω κι αν η πολιτική του θέση μάς βρίσκει αντίθετους ή την βρίσκουμε απεχθή ή και επιζήμια. Ίσως μάλλον, ακόμη περισσότερο τότε. Διότι, πολύ συχνά, αυτά τα πρόσωπα απολαμβάνουν απολύτως ευνοΐκή μεταχείριση από τα περισσότερα ΜΜΕ, τα οποία ποτέ δεν θέτουν ερωτήματα που εμείς θέτουμε. Βρίσκουμε ότι προσφέρουμε περισσότερα στους αναγνώστες μας καταγράφοντας τις απαντήσεις σε ερωτήματα που σχεδόν κανένας άλλος δεν θέτει – παρά αν απλώς αγνοούσαμε τα πρόσωπα αυτά. Και, φυσικά, ένα περιοδικό είναι ένα σύνολο: η δημοσιογραφική μας ομάδα δεν αρκείται στις απαντήσεις που παίρνει στις συνεντεύξεις μας· απεναντίας, η δράση των προσώπων από τα οποία παίρνουμε συνεντεύξεις έχει ερευνηθεί κι έχει αποτυπωθεί εκτενέστατα στις σελίδες μας. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το UNFOLLOW δεν έχει εξετάσει με ρεπορτάζ και δεν έχει τοποθετηθεί με άρθρα για τις πολιτικές όλων.
Επειδή, όμως, οι γενικές θέσεις δεν είναι πασπαρτού και χρειάζονται εξειδίκευση, θα ήθελα να συνοψίσω σε ορισμένα ερωτήματα την κριτική στην οποία αναφέρομαι και να προσπαθήσω να τα απαντήσω:
Γιατί δίνετε βήμα σε έναν ακροδεξιό;
Ας πούμε ότι ο ισχυρισμός πως το UNFOLLOW «δίνει βήμα» σε κάποιον που κόντευε προ μηνών να γίνει συμπαρουσιαστής του Γιάννη Πρετεντέρη δεν μας φαίνεται ιδιαίτερα πειστικός. Τα πρόσωπα από τα οποία παίρνουμε συνεντεύξεις έχουν ήδη βήμα. Και μάλιστα πολύ μεγάλης εμβέλειας και πολύ φιλικό. Γι’ αυτό και πιστεύουμε πως είναι σημαντικό να υπάρχουν οι θέσεις τους καταγεγραμμένες και αλλού, υπό διαφορετικές συνθήκες.
Ο Μάκης Βορίδης είναι γνωστός, όλοι ξέρουμε ότι είναι ο τραμπούκος της ΕΠΕΝ με το τσεκούρι που «έβαλε τα καλά του» και το παίζει δημοκράτης.
Αν σε κάποιους αρκεί να ξέρουν αυτό για τον Μάκη Βορίδη, δικαίωμά τους. Σε εμάς δεν αρκεί. Μας ενδιαφέρει να ξέρουμε πώς τοποθετείται ο Μ. Βορίδης για την πολιτική του διαδρομή, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με συγκεκριμένα ερωτήματα. Όχι μόνο επειδή τον ψήφισαν πολλοί πολίτες, είναι υπουργός και θα παίξει απ΄ό,τι φαίνεται ρόλο στη Νέα Δημοκρατία. Αλλά και επειδή το πώς διαμορφώνεται ο λόγος του ο ίδιος -πέραν του απλοϊκού καταφυγίου να τον αποκαλέσει κανείς «υποκριτή»- οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα για την κατάσταση του πολιτικού λόγου στη χώρα: Είναι, ας πούμε, εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι αντιμέτωπος με μια σειρά ερωτήματα για τις δημοκρατικές ελευθερίες ή τους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα, ο Μάκης Βορίδης όχι μόνο δεν δίνει την ακροδεξιά αλλά ούτε καν την δεξιά απάντηση· δίνει την φιλευθεροδημοκρατική, την «κεντρώα» απάντηση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα της κρίσης. Ακόμη περισσότερο, ξεδιπλώνει σε όλο της το μεγαλείο την επιχείρηση αποκατάστασης της ελληνικής Δεξιάς μέσω της φιλελευθεροδημοκρατικής ρητορικής, μια επιχείρηση που έχει απολαύσει την ανοχή και συχνά την ενεργητική στήριξη των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «κεντρώων» ή «μετριοπαθών» φιλελευθεροδημοκρατών – γεγονός που σημαίνει ότι η αποστροφή «ταυτότητα της Δεξιάς είναι η υπεράσπιση της ελευθερίας» δεν μπορούσε παρά να είναι ο τίτλος της συνέντευξης. Ας μην κρύψουμε, άλλωστε, ότι ο τίτλος αυτός σε ένα περιοδικό σαν το UNFOLLOW προσλαμβάνει από το πλαίσιο μια υπόρρητη διάσταση αυτοϋπονόμευσης – παιχνίδι για ιδιαίτερα κειμενικά γούστα, μάλλον, αλλά πάντως σίγουρα όχι κάτι που θα έπρεπε να φοβίζει όποιον νιώθει ασφαλής με τη δική του πολιτική ανάλυση. Σε κάθε περίπτωση, το να ταυτιζόταν ο λόγος του Μάκη Βορίδη με τον λόγο της ΕΠΕΝ ή της Χρυσής Αυγής θα ήταν λιγότερο ενδιαφέρον από το γεγονός ότι ταυτίζεται με τον λόγο των «μεταρρυθμιστών» που περιλαμβάνουν τους πρώην εκσυγχρονιστές της συγκυβέρνησης αλλά και νεοπαγείς σχηματισμούς όπως το Ποτάμι. Αυτό αποτελεί πρωτογενή πηγή για το πώς ο «κεντρώος», «μετριοπαθής», «μεταρρυθμιστικός» λόγος έχει στην Ελλάδα της κρίσης αποτελέσει τη συνθήκη πιθανότητας για τη δραματική περιστολή της δημοκρατίας που παρατηρούμε. Εμάς μας ενδιαφέρει να καταγραφεί.
Εγώ τα ξέρω όλα αυτά, δεν χρειάζομαι να διαβάζω Βορίδη για να τα μάθω, και στο κάτω κάτω δεν γουστάρω να βλέπω έναν ακροδεξιό σε ένα περιοδικό που εκτιμώ.
Πρώτα από όλα, ακόμη και αν κάποιοι τα «ξέρουν όλα αυτά», υπάρχουν άλλοι που δεν τα ξέρουν. Στα περιοδικά πηδάμε και σελίδες, δεν θα μας εξετάσει κανένας. Όμως, πέραν του ότι για κάθε αναγνώστη που θέλει κάτι, υπάρχει ένας άλλος που θέλει κάτι διαφορετικό, εδώ υπάρχει μια αντικειμενική διάσταση: Έστω κι αν «τα ξέρετε», έστω κι αν «τα ξέρουμε», κάποια πράγματα πρέπει να καταγράφονται. Αν μας εκτιμάτε, εκτιμήστε και το ότι πολλές φορές για μας η σημασία αυτής της καταγραφής θα βαραίνει περισσότερο από το τι γουστάρουν ορισμένοι αναγνώστες μας. Το ξέρουμε ότι έτσι μπορεί και να τους χάσουμε. Αλλά είναι ένα ρίσκο που παίρνουμε από το πρώτο τεύχος και θα συνεχίσουμε να το παίρνουμε.
Γιατί ξεπλένετε τον Μάκη Βορίδη;
Πιστεύουμε ότι η κατηγορία του «ξεπλύματος» δεν πρέπει να ξεχειλώνει, διότι χάνει την ακρίβειά της. Έχουμε δημοσιεύσει πλειστάκις κείμενα που τεκμηριώνουν την πολιτική συγγένεια της Ακροδεξιάς με την κυβερνώσα Δεξιά. Έστω κι αν δεν είναι ιδιαίτερα σεμνό να το λέμε οι ίδιοι, το UNFOLLOW είναι μάλλον το μέσο που κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει επιμείνει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στο πώς η διαδρομή του καθενός καθορίζει το παρόν του, έχει υπερασπιστεί την πολιτική μνήμη, κι έχει περιγράψει τον ζόφο των σημερινών πολιτικών συμπράξεων. Το ξέπλυμα της Ακροδεξιάς, αν είμαστε ειλικρινείς, έχει ήδη γίνει – από το Πρώτο Θέμα, από την Καθημερινή, από τον ΣΚΑΪ, από το Βήμα, από το Mega, από τις lifestyle εκπομπές και περιοδικά. Ακόμη περισσότερο -κάτι για το οποίο έχουμε επανειλημμένα γράψει-, το μεγαλύτερο ξέπλυμα ήταν το πώς οι «κεντρώες δυνάμεις», οι «μετριοπαθείς», ο «μεσαίος χώρος», έφεραν και νομιμοποίησαν την ατζέντα της Ακροδεξιάς στο προσκήνιο της δημοκρατικής συζήτησης. Αν λοιπόν, αντιμέτωποι με αυτά τα δεδομένα, αποφασίσουμε ότι δεν ρωτάμε και δεν ζητούμε απαντήσεις, είμαστε διπλά χαμένοι. Διότι όλη η καταγραφή, όλο το «πρώτο σχεδίασμα της Ιστορίας», γίνεται ερήμην μας.
Θα παίρνατε δηλαδή συνέντευξη από οποιονδήποτε; Ό,τι κι αν έχει κάνει; Θα παίρνατε συνέντευξη από τον Νίκο Μιχαλολιάκο;
Η γενική απάντηση είναι ναι. Αν κρίναμε ότι κάποιος ορίζει τον δημόσιο λόγο και ότι έχουμε μια καλή πιθανότητα να βγάλουμε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, που θα προσέθετε κάτι στο πώς καταγράφεται η περίοδος αυτή. Η περίπτωση του Νίκου Μιχαλολιάκου αποτελεί, όμως, καλό παράδειγμα, καθότι είναι η ειδεχθέστερη μάλλον της περιόδου. Θα μπορούσα απλώς να απαντήσω ναι και να τελειώνουμε. Ξέρω, ωστόσο, ότι μια συνέντευξη έχει κανόνες. Δεν είναι μια οποιαδήποτε πολιτική αντιπαράθεση. Από τη στιγμή που επιλέγεις να πάρεις συνέντευξη από κάποιον, οφείλεις να τον ακούσεις. Μπορείς να αμφισβητήσεις την εκδοχή του με τις ερωτήσεις σου και να προσπαθήσεις να αναδείξεις τα προβλήματά της, όμως την καταγράφεις και αυτό είναι που υποστηρίζω εδώ ότι έχει αξία. Θα καθόμουν λοιπόν, συνεπής προς αυτό το επιχείρημα, να ακούω την εκδοχή του αρχιχρυσαυγίτη για τις επιθέσεις στους μετανάστες και για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα; Θα είχα την ψυχραιμία να θυμάμαι ότι εγώ δεν έχω όλους τους ρόλους εκεί -δεν είμαι δικαστήριο, εισαγγελέας, κοινή γνώμη, αντιφασιστικό κίνημα, όλα μαζί- αλλά μόνο ένας δημοσιογράφος που προσπαθεί να καταγράψει, έστω και με αμφισβητήσεις, μια αφήγηση που καθόρισε τη συμπεριφορά μισού εκατομμυρίου πολιτών στην κάλπη; Και θα άντεχα, στη συνέχεια, την κριτική πως ξεπλένω τον Μιχαλολιάκο, έστω κι αν το UNFOLLOW έχει από την αρχή της κυκλοφορίας του δημοσιεύσει πάμπολλα ρεπορτάζ και άρθρα τόσο για τη δράση της Χρυσής Αυγής όσο και για τη διαπλοκή της με τους μηχανισμούς του κράτους και της κυβέρνησης Σαμαρά; Η απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι απλή. Γι’ αυτό και, μολονότι σε τούτο το σημείωμα εξέθεσα τις διαφωνίες μου με όλη την κριτική αυτού του είδους, οφείλω να ομολογήσω ότι η κριτική μού φαίνεται -εκτός από αναπόφευκτη- απολύτως εύλογη. Για να πω την αλήθεια, λοιπόν, δεν είμαι σίγουρος.
Εντούτοις, νομίζω ότι δοθείσης της ευκαιρίας (διότι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκτός από τα πολιτικοηθικά που συζητούμε εδώ, όλο το ζήτημα έχει και κάμποσες πρακτικές παραμέτρους), θα κάναμε συνέντευξη και με τον Νίκο Μιχαλολιάκο και με οποιαδήποτε πιο προβληματική περίπτωση σας έρχεται -αν υπάρχει- στο μυαλό. Επειδή, σε τελική ανάλυση, όλη αυτή η πολιτική κινούμενη άμμος θα μας φαινόταν προτιμότερη από την παραδοχή ότι ως δημοσιογράφοι ορισμένα πρόσωπα και ορισμένες συζητήσεις πρέπει να τα αγνοούμε, όσο επιδραστικά κι αν έχουν υπάρξει, προκειμένου να μην ακούγονται· ότι οφείλουμε, έστω σε κάποιες έσχατες περιπτώσεις, να παρεμβαίνουμε όχι μέσω των ερωτήσεών μας ή της έρευνάς μας ή της ανάλυσής μας, αλλά μέσω της αποσιώπησης στην οποία βρίσκουμε πολιτικό καταφύγιο. Ίσως υπάρχουν κάποιοι ρόλοι στην κοινωνία που να πρέπει να λειτουργούν έτσι – δεν ξέρω, δεν μπορώ τώρα να τους φανταστώ, αφήνω το δυνητικό περιθώριο. Ίσως κάποιων η δουλειά να είναι αυτή. Δεν είναι όμως η δική μας. Εμείς ας κριθούμε από τις ερωτήσεις μας, όχι από τη σιωπή μας.