Ας μετρηθούν λοιπόν οι συνειδήσεις…
Έφτασε λοιπόν η ώρα που όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ απεύχονταν… Το «αριστερό» Μνημόνιο είναι προ των πυλών. Για την ακρίβεια, το πακέτο των μέτρων έχει ήδη κατατεθεί στη Βουλή. Στα αγγλικά.
Ούτε αυτόν τον συμβολισμό δεν σκέφτηκαν – κι ας φώναζε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ τόσα χρόνια για τα «μνημονιακά κόμματα» που κατέβαζαν και ψήφιζαν τα μέτρα σε ένα άρθρο, με παράρτημα αγγλιστί…
Όσο κι αν φτιασιδώσουν τη «συμφωνία», όσο κι αν κάνουν επίκληση στην εμπιστοσύνη του αριστερού κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ στον Ε. Τσακαλώτο, όσο κι αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν, πρόκειται για ένα τριετές Μνημόνιο. Από αυτά που θα έσκιζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτά για τα οποία το 61% του ελληνικού λαού, μόλις την περασμένη Κυριακή, είπε ένα ηχηρότατο όχι.
Τα Μνημόνια καταπίνουν πρωθυπουργούς. Θα πρέπει να το γνωρίζει πια ο Αλέξης Τσίπρας αυτό. Γιατί το κάνει;
Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, γιατί δεν έχει καμιά άλλη επιλογή. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, γιατί από τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και μετά, η κυβέρνηση δεν προετοίμασε καμία άλλη επιλογή, δεν προετοιμάστηκε για κανένα άλλο ενδεχόμενο, ούτε καν ως σχέδιο επί χάρτου! Τόσο πολύ πίστευαν στις «καλές προθέσεις» των ευρωπαίων εταίρων, που ήδη από τις 20 Φλεβάρη τους είχαν ήδη απειλήσει με Grexit; Τόσο πολύ πίστευαν ότι η δημοκρατία -που επικαλέστηκε ο Τσίπρας πολλές φορές εν όψει δημοψηφίσματος- θα νικούσε το Γιούρογκρουπ; Ή μήπως η ίδια η κυβέρνηση, από τη σύνθεσή της, ήδη είχε βάλει τις βάσεις για αυτό που ζούμε σήμερα;
Στον πόλεμο πας με όπλα. Και τα όπλα αυτά, η κυβέρνηση δεν φρόντισε να τα ετοιμάσει. Αντιθέτως, ήταν πολλοί περισσότεροι αυτοί που ήθελαν να υπογράψουν συνθηκολόγηση πριν καν πολεμήσουν… Από τις 20 Φλεβάρη, τότε που ο Αλέξης Τσίπρας έλεγε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα ότι με τη συμφωνία «κέρδισαν χρόνο», όλοι περίμεναν τουλάχιστον να ξεδιπλωθεί η πολιτική της κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας. Περίμεναν επίσης να γίνουν κάποιες κινήσεις -έστω και ως διαπραγματευτικό χαρτί- που θα έδειχναν ότι, αν μας εκβιάσουν ξανά με grexit, είμαστε έτοιμοι να πάμε συντεταγμένα σε έξοδο από το ευρώ. Ακόμη κι αν δεν θες να χρησιμοποιήσεις αυτό το όπλο, πρέπει οπωσδήποτε να το έχεις στο τραπέζι.
Τι έγινε στο μεταξύ; Ελάχιστα. Ψηφίστηκαν λίγα νομοσχέδια, τα εντελώς βασικά. Αντί να στρωθούν στη δουλειά, οι υπουργοί έγιναν θαμώνες των τηλεπαραθύρων. Αντί να έρθει το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες, δόθηκε η ΕΡΤ στον Λάμπη Ταγματάρχη. Αντί να κυνηγάει το λαθρεμπόριο για να φέρει έσοδα, όπως είχε υποσχεθεί, ο αρμόδιος υπουργός κ. Μάρδας ασχολιόταν με τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις και τη διαφωνία του για το δημοψήφισμα. Άλλωστε, ήταν προφανές ότι η ηγετική ομάδα του Μαξίμου, οι στενοί συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα, όχι μόνο δεν ήταν έτοιμοι να κάνουν οποιαδήποτε ρήξη στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας είχαν βολευτεί στις καθημερινές συνομιλίες τους με τους μεγαλοεπιχειρηματίες της χώρας. Ο Σ. Σαγιάς, ο Γ. Δραγασάκης, ο Γ. Σταθάκης, ο Δ. Μάρδας και ο Γ. Πανούσης δεν ήταν απλώς αυτοί που διαφώνησαν με την επιλογή του δημοψηφίσματος και ζητούσαν «συμφωνία πάση θυσία». Είναι πολύ περισσότερο αυτοί που εκπροσωπούν μέσα στην κυβέρνηση εκείνο το αφανές σύστημα εξουσίας που συνεχίζει να υπάρχει στη χώρα και επιμένει να κινεί τα νήματα με κάθε κυβέρνηση. Μόνο που αντί να φύγουν αυτοί, την επομένη του δημοψηφίσματος, στο βωμό των «θεσμών» θυσιάστηκε ο Γ. Βαρουφάκης. Το σύστημα καλά κρατεί…
Φτάσαμε στο και πέντε, πλέον, με κλειστές τράπεζες, πάγωμα της ρευστότητας από τον ELA, με τη Γερμανία να κρατά σκληρή στάση και να διοχετεύει απειλές για Grexit. Πολύ περισσότερο, η προηγούμενη βδομάδα ήταν και ένα crash test για τη δυνατότητα της ΕΕ να μετριάσει τις απώλειες -ή να δείξει ότι μπορεί να τις μετριάσει- από ένα πιθανό Grexit. Από τη μέρα που αναγγέλθηκε το δημοψήφισμα μέχρι τη διεξαγωγή του, η «δημοκρατική» ΕΕ έριξε τόσα δις για να στηρίξει το ευρώ στις διεθνείς χρηματαγορές, όσο θα κόστιζε να «σώσει» την Ελλάδα και όλες τις χώρες του νότου μαζί. Αποδεικνύοντας ότι δεν είναι οικονομία, πολιτική είναι.
Ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε τον λαό να διατρανώσει τη θέλησή του. Στην επιλογή αυτή συγκρούστηκε με το εγχώριο σύστημα και τους εκπροσώπους του μέσα στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, αν και ίσως το ΟΧΙ πήρε λίγο περισσότερο τα πάνω του από ότι και ο ίδιος θα ήθελε… Βγήκε κερδισμένος, διαλύοντας ταυτόχρονα την αντιπολίτευση και όλα τα σενάρια για «ανακτορικό πραξικόπημα» που θα οδηγούσε σε δοτή κυβέρνηση, που σχεδίαζαν τα επιτελεία των Βρυξελλών στα δείπνα τους με τον Σταύρο Θεοδωράκη.
Μόνο που την επόμενη ακριβώς μέρα ο Αλέξης Τσίπρας δεν έκανε το επόμενο βήμα. Για την ακρίβεια, έκανε όλα εκείνα τα βήματα που έδειχναν ότι μάλλον είχε κερδίσει το ΝΑΙ. Αντί να στραφεί στο 61% και να του θέσει ανοιχτά το ερώτημα της ρήξης, στράφηκε ξανά στο περιβάλλον του μέσα στο Μαξίμου. Αυτούς που δεν στήριξαν το δημοψήφισμα, αυτούς που δεν πιστεύουν σε καμιά εναλλακτική από την διαχείριση από τους ίδιους του προηγούμενου συστήματος. Και ανακάλυψε το προφανές: ότι δεν υπάρχει plan B. Ούτε στο κόμμα, ούτε στην κυβέρνηση. Δεν υπάρχει καν ένα σενάριο για το πώς μπορεί να επιβιώσει η χώρα, πώς μπορεί να κόψει νόμισμα, πώς μπορεί να κανονίσει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της. Όχι γιατί δεν το «θέλει ο κόσμος», που επέδειξε αξιοθαύμαστη ως τώρα ψυχραιμία και υπομονή ακόμη και με τις κλειστές τράπεζες. Αλλά γιατί δεν το θέλει το σύστημα και οι εκπρόσωποί του.
Γυρίσαμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε λοιπόν: το μπαλάκι είναι ξανά πίσω στους «θεσμούς». Τα μέτρα που κατατέθηκαν δεν συνιστούν «έντιμο» συμβιβασμό, συνιστούν άτακτη υποχώρηση. Κι όμως, το ερώτημα είναι αν, ακόμη κι αυτά, θα τα δεχτεί ο Σόιμπλε!
Είναι όμως αυτό το ερώτημα; Γιατί υπάρχει κι ένα άλλο ερώτημα, που μπορεί να ανατρέψει το παιχνίδι. Και το ερώτημα αυτό είναι πόσοι από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι διατεθειμένοι να βάλουν την υπογραφή τους (διά της ψήφου τους) στο πρώτη φορά αριστερό Μνημόνιο. Πόσοι είναι διατεθειμένοι να αποδείξουν ότι τελικά και η αριστερά μπορεί άλλα να λέει προεκλογικά κι άλλα να κάνει μετεκλογικά. Πόσοι είναι διατεθειμένοι να προσυπογράψουν ότι ακόμη και η Αριστερά δεν μπορεί (δηλαδή δεν θέλει) να τα βάλει με το σύστημα. Πόσοι είναι διατεθειμένοι, πριν αλέκτωρ λαλήσει,να προδώσουν την εμπιστοσύνη του 61%.
Κι αυτό το ερώτημα ξεπερνά κατά πολύ τα συγκεκριμένα μέτρα και καταλήγει αξιακό, για την ίδια την ύπαρξη της Αριστεράς. Άρα και το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο. Ας μετρηθούν λοιπόν οι συνειδήσεις…