Η Σώτη και η ελευθέρως ρέουσα διανόηση
Σε πρόσφατο κείμενό της στην Αthens Voice, η Σώτη Τριανταφύλλου κατακεραυνώνει την έκπτωση του διανοητικού επιπέδου που επιφέρει ο λαϊκισμός και την επίθεση στη διανόηση που αυτός εξαπολύει...
Σε πρόσφατο κείμενό της στην Αthens Voice, η Σώτη Τριανταφύλλου κατακεραυνώνει την έκπτωση του διανοητικού επιπέδου που επιφέρει ο λαϊκισμός και την επίθεση στη διανόηση που αυτός εξαπολύει. Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο κείμενο (όπως για παράδειγμα το πώς γίνεται μια ανάλυση που κατηγορεί τον λαϊκισμό για υπεραπλούστευση να προσλαμβάνει εξίσου μεροληπτικά και υπεραπλουστευτικά τον λαϊκισμό – τοποθετούμενη de facto στη θέση του ελιτισμού που βάσει του επιχειρήματος εχθρεύεται αυτός ο λαϊκισμός), θέλω να σταθώ σε μια θέση περί της σχέσης διανόησης και πολιτικής που λόγω της διάδοσής της στο χώρο του ακραίου κέντρου αξίζει, θαρρώ, της εκ νέου προσοχής μας:
«Μια από τις συνιστώσες του σημερινού ριζοσπαστισμού –δεξιού και αριστερού– είναι η παλαβή ιδέα ότι “όλα είναι πολιτική” κι ότι η γνώση έχει ταξικό χαρακτήρα. Έτσι, οι ριζοσπάστες αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον την κοινωνικά ωφέλιμη γνώση, εκείνη που μπορεί να συμβάλει στους πολιτικούς τους στόχους. Και, κατ’ επέκταση, αναγνωρίζουν και σέβονται μόνον τους “διανοουμένους” που προωθούν τους ίδιους στόχους, απορρίπτοντας τους υπολοίπους ως “κοινωνικά παράσιτα”».
Η ιδέα πως η διανόηση δεν είναι μια ελευθέρως ρέουσα διαδικασία, όπως θα ήθελε ο Καρλ Μανχάιμ, αλλά πως αποτελεί, ταυτόχρονα με τον όποιο άλλο ειδικό χαρακτήρα της, όπλο στον αγώνα για την ιδεολογική ηγεμονία, όπως ο Γκράμσι πρώτος έδειξε αναλυτικά, χαλάει μία βολική λήψη θέσης που επαναλαμβάνει από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός την ανάγκη για περισσότερο πολιτισμό ως πανάκεια, αρνούμενη όμως να αποδώσει στον πολιτισμό αυτόν ιδιότητες που να τον συσχετίζουν με τον κοινωνικό σχηματισμό εντός του οποίου παράγεται.