Ένα, δύο, τρία, λιγότερα Πολυτεχνεία
Δυο λόγια για ένα σύνθημα...
Μιας και μια παρανόηση επαναλαμβάνεται και η επέτειος πλησιάζει: η αλήθεια είναι πως το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73» ακούγεται ανιστόρητο. Το αρχικό σύνθημα όμως δεν είναι αυτό. Είναι «Ένα, δύο τρία, πολλά Πολυτεχνεία, η χούντα δεν τελείωσε το 73», τη χρονιά δηλαδή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Το σύνθημα δήλωνε πως το Πολυτεχνείο δεν θα έπρεπε να είναι μια αναλαμπή εξέγερσης ούτε όσοι συμμετείχαν σε αυτό να επαναπαύονται στις αγωνιστικές τους δάφνες: δεν σημαίνει πως επειδή εκτόνωσαν άπαξ την αγωνιστική τους ορμή, ο αγώνας τελείωσε.
Ήταν ένα σύνθημα που προερχόταν από τον χώρο των αναρχικών και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και είχε ως στόχο του τόσο το αστικό κράτος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που, όπως θεωρούσαν, συνέχιζε τη χούντα υπό τον μανδύα του κοινοβουλευτισμού, όσο και τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ. Που μέρος της είχε καταδικάσει το Πολυτεχνείο ως προβοκάτσια· που μέρος της είχε αρχίσει να το εξαργυρώνει ήδη από τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια· και που μέρος της είχε αρχίσει να ακυρώνει τη δυναμική του, επιδιώκοντας την ένταξή του στο επίσημο, εθνικό, εορτολόγιο. Για την ριζοσπαστική αυτή Αριστερά, το Πολυτεχνείο ήταν η κορύφωση της πολιτικής δράσης και η στιγμή της μεταβίβασης της εξουσίας από τον Φαίδωνα Γκιζίκη στους πολιτικούς: ένας τακτικός ελιγμός του συστήματος.
Στην πραγματικότητα, η εκδοχή «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73» είναι το αποτέλεσμα του συγκρητισμού δύο συνθημάτων. Ενός που ακούστηκε μέσα στο Πολυτεχνείο («Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία») και ενός που αποτελεί μέρος της εκ των υστέρων αφήγησης και ιστορικοποίησης του Πολυτεχνείου. Πολλοί το επικαλούνται κουτσουρεμένο («…η χούντα δεν τελείωσε το 73») κατά κύριο λόγο για να ειρωνευτούν την Αριστερά και να δείξουν πως είναι τόσο ανιστόρητη που δεν γνωρίζει τα στοιχειώδη, ακόμη κι εκείνα που συνέβησαν πριν από σαράντα μόλις χρόνια. Λαθροχειρία βέβαια που στην καλύτερη περίπτωση δείχνει ερμηνευτική προχειρότητα ή άγνοια και στη χειρότερη προδίδει πως κάποιοι από όσους καταφεύγουν σε αυτή στην ουσία θα ήθελαν να συμφωνούν με το σύνθημα: μακάρι να μην είχε τελειώσει η χούντα το 1973.
Από την άλλη, όσοι το υιοθετούν στην αλλοιωμένη του μορφή, ακόμη κι αν το ίδιο το σύνθημα δεν βγάζει πια έτσι μεγάλο νόημα, προσπαθούν να οικειοποιηθούν, όχι βέβαια το Πολυτεχνείο, αυτό το έχουν οικειοποιηθεί τόσοι και με τόσους τρόπους που έχει πλέον καταντήσει ανενεργό σημείο, αλλά την ιστορία της μεταπολιτευτικής Αριστεράς, ιδίως στις πιο εξεγερσιακές και ριζοσπαστικές της εκδοχές. Σαν να εννοούν πως μια γενεαλογία που ξεκινά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και συνεχίζεται στις μεγάλες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, όπου πράγματι η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και ο αναρχικός χώρος έδιναν τον πολιτικό τόνο, φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Είναι πολιτικά και ιστορικά εύλογη παραποίηση: ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ έχει αυτήν την εξωκοινοβουλευτική καταγωγή και εξάλλου το σύνθημα συσπειρώνει, επειδή επικαλείται έναν κοινό τόπο αντίστασης, το Πολυτεχνείο, και μάλιστα στην αποτύπωση των πιο ανθρωπιστικών και σχεδόν αποπολιτικοποιημένων προταγμάτων του.
Για αυτόν όμως ακριβώς το λόγο η παραποίηση αυτή είναι και πολιτικά αδρανής. Γιατί με έναν τρόπο το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το 73», όπως και η πρόθεση να εκπέμψει κάποιου είδους βλαστός της παλιάς ΕΡΤ από το Πολυτεχνείο, επιχειρούν να συναρθρώσουν δύο διαφορετικής τάξης πολιτικές θέσεις. Μια θέση που αναγνωρίζει την ιστορικότητα του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», τον τρόπο με τον οποίον εντάχθηκε στην αφήγηση της Μεταπολίτευσης και λειτούργησε ως αυτονόητη προϋπόθεση, συντακτικού σχεδόν τύπου, του πολιτικού λόγου· και μια θέση που αρνείται αυτήν ακριβώς την αφήγηση και θεωρεί τη διαπίστωση πως η Χούντα δεν τελείωσε το 73 ένα ανοιχτό αίτημα πολιτικής δράσης. Μια θέση δηλαδή που αναγνωρίζει στο Πολυτεχνείο την διαλεκτικά ολοκληρωμένη ιστορικότητά του και την αντίθετή της, η οποία το θεωρεί ακόμη πολιτικά ανοιχτό.
Ο συγκρητισμός αυτός προδίδει τέλος τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο τάσεις τις οποίες ο Νικόλας Σεβαστάκης περιέγραψε πρόσφατα ως δύο μορφές ριζοσπαστισμού: ενός ριζοσπαστισμού ο οποίος επιδιώκει την επιβεβαίωση μέσα από μια ταυτοτική και μάλλον ταυτολογική επανάληψη του φαντάσματος της ρήξης και της σύγκρουσης· και ενός ριζοσπαστισμού που διατυπώνει ρηξικέλευθες θέσεις και τις διεκδικεί μέσα από την πολιτική πράξη και τον πολιτικό λόγο. Η επίκληση του Πολυτεχνείου ως μια ενιαία, διαλεκτικά ενεργή εξέγερση, μάλλον ανήκει στην πρώτη.