Περί τρομοκρατίας και στραβισμού
Δεν αποτελούν οι τζιχαντιστές «υπαρξιακή απειλή» για την Δύση, όχι μόνο για τα συμφέροντα αλλά και για τις αξίες της; Αν ήταν έτσι, θα είχαν εξαχθεί κάπως μονιμότερα συμπεράσματα, αφότου οι «μαχητές της ελευθερίας» του Αφγανιστάν μετατράπηκαν το 2001 σε «απειλή για τον παγκόσμιο πολιτισμό». Συμβαίνει όμως τα τελευταία χρόνια να έχουν και πάλι αναγεννηθεί σε «μαχητές της ελευθερίας», με δυτική υποστήριξη, στη Λιβύη, τη Συρία και αλλού. Η απεξάρτηση από τις υπηρεσίες που προσφέρουν φαντάζει ανέφικτη – όσο και αν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυτοί αποδεικνύονται επιβλαβείς και ανεξέλεγκτοι.
Πώς μπορεί κανείς να καταπολεμήσει την τζιχαντιστική τρομοκρατία; Μια καλή ιδέα, για αρχή, θα ήταν πάψει να πάψει κανείς να την στηρίζει και να την τροφοδοτεί – όχι μόνο “αντικειμενικά”, λ.χ. δια παραλείψεων, αλλά και συνειδητά δια των πράξεών του, όπως πράττει η Δύση με επιμονή εδώ και αρκετά χρόνια.
Η ιδέα αυτή αρκεί για να εξασφαλίσει κανείς την κατακραυγή των ευυπόληπτων κύκλων – μεταξύ άλλων διότι την διατύπωσε στο πλέον επίσημο φόρουμ του κόσμου ο αρχέκακος Βλαντίμιρ Πούτιν.
Στην ομιλία του προ διμήνου στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ο Ρώσος πρόεδρος διερωτήθηκε ρητορικά, απευθυνόμενος προς υπονοούμενους αλλά μη κατονομαζόμενους συνομιλητές: «Πιέζομαι να ρωτήσω όσους δημιούργησαν αυτή την κατάσταση: έχετε τουλάχιστον συνειδητοποιήσει τι έχετε κάνει; Φοβάμαι, ωστόσο, ότι η ερώτηση αυτή θα μείνει αναπάντητη, διότι δεν εγκατέλειψαν ποτέ την πολιτική τους, που βασίζεται στην αλαζονεία, την λογική της εξαίρεσης και την ατιμωρησία».
Ειδικότερα, ο ένοικος του Κρεμλίνου είχε να παρατηρήσει τα εξής:
«Το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος έχει στις τάξεις του δεκάδες χιλιάδες μαχητές, συμπεριλαμβανομένων Ιρακινών πρώην στρατιωτών, που πετάχτηκαν στο δρόμο μετά την εισβολή του 2003 (…). Τώρα στις ριζοσπαστικές ομάδες προσχωρούν μέλη της λεγόμενης “μετριοπαθούς” συριακής αντιπολίτευσης που υποστηρίζεται από τη Δύση. Λαμβάνουν όπλα και εκπαίδευση και μετά λιποτακτούν προς το Ισλαμικό Κράτος. Στην πραγματικότητα, το Ισλαμικό Κράτος δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Αναπτύχθηκε αρχικά ως όπλο απέναντι σε ανεπιθύμητα κοσμικά καθεστώτα. Και αφού απέκτησε τον έλεγχο τμημάτων της Συρίας και του Ιράκ, τώρα επεκτείνεται επιθετικά προς άλλες περιοχές. Αποζητά την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο και πέραν αυτού. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη».
«Στις συνθήκες αυτές, είναι υποκριτικό και ανεύθυνο να διακηρύσσει κανείς πόσο μεγάλη είναι η απειλή της τρομοκρατίας και την ίδια στιγμή να κάνει τα στραβά μάτια στα δίκτυα χρηματοδότησης και υποστήριξης των τρομοκρατών. Είναι εξίσου ανεύθυνο να χειραγωγείς τις εξτρεμιστικές ομάδες για να πετύχεις τους πολιτικούς σου στόχους, με την ελπίδα ότι στη συνέχει θα βρεις έναν τρόπο για να απαλλαγείς από αυτούς ή με κάποιο τρόπο να τους εξολοθρεύσεις. Σε όσους το κάνουν αυτό, θα ήθελα να πώ: Κύριοι, οι άνθρωποι με τους οποίους συναλλάσσεστε είναι βάναυσοι αλλά όχι χαζοί. Είναι όσο έξυπνοι είστε και σεις. Και το μεγάλο ερώτημα είναι: ποιος χειρίζεται ποιόν εδώ; (…)»
Συνωμοσιολογία για να κερδηθούν μερικοί επικοινωνιακοί πόντοι εις βάρος της Δύσης; Όχι, απτή πραγματικότητα που ξετυλίγεται εις το φως της ημέρας και καταγράφεται στην ειδησεογραφία. Ο Όσκαρ Ουάιλντ θα έλεγε ότι «το μυστήριο του κόσμου δεν είναι το αόρατο, αλλά το ορατό».
Η φονική φρενίτιδα των τζιχαντιστών το τελευταίο δεκαπενθήμερο εναντίον των σιιτών κατοίκων της Νότιας Βηρυτού, εναντίον των Ρώσων επιβατών του Airbus που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις συνετρίβη λόγω τρομοκρατικής ενέργειας στη Χερσόνησο του Σινά και τώρα εναντίον του πολύχρωμου πλήθους που αποτόλμησε μια παρασκευιάτικη βραδινή έξοδο στη μποέμικη πλευρά του Παρισιού, έρχεται σε μία συγκυρία κατά την οποία το μόρφωμα του «Χαλιφάτου» δέχεται σημαντικά πλήγματα – αλλά και το ιδεολογικό οικοδόμημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» επίσης.
Άρκεσαν έξι εβδομάδες ρωσικών αεροπορικών επιδρομών σε συντονισμό τις δυνάμεις του Ιράν, του Ιράκ και της Χεζμπολλάχ, και σε χρονική σύμπτωση με την προώθηση των Κούρδων μαχητών, ώστε αναδρομικά να φωτιστούν αποκαλυπτικά οι επιλογές της Δύσης και των Αράβων συμμάχων της στην τραγωδία που ζει η περιοχή.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, εφόσον η Ουάσιγκτον (αποδυναμωμένη σαφώς στην περιοχή, αλλά πάντοτε δεκτική σε «πολέμους δι’ αντιπροσώπου») επιχειρεί εδώ και έναν χρόνο να «ανασχέσει», δηλαδή να διατηρήσει εντός ανεκτών ορίων, έναν αντίπαλο στηριζόμενο και χρηματοδοτούμενο από τους προνομιακούς τους συμμάχους , οι οποίοι δεν θα πρέπει να αποξενωθούν – ενώ ταυτόχρονα αρνείται να παραιτηθεί από τον, αντικειμενικά ασύμβατο με την καταπολέμηση των τζιχαντιστών, στόχο της «αλλαγής καθεστώτος» στη Δαμασκό. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της αναγωγής της ασυναρτησίας σε στρατηγική, που ξεκίνησε να εικονογραφείται από την χαρακτηριστική αναποτελεσματικότητα των χιλιάδων αμερικανικών επιδρομών εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και κατέληξε στον τραγέλαφο της τωρινής διεθνούς διαπραγμάτευσης για το ποιές (δηλαδή, τίνος) ένοπλες οργανώσεις θα χαρακτηρισθούν «τρομοκρατικές» και ποιές «μετριοπαθείς».
Μα δεν αποτελούν οι τζιχαντιστές «υπαρξιακή απειλή» για την Δύση, όχι μόνο για τα συμφέροντα αλλά και για τις αξίες της; Αν ήταν έτσι, θα είχαν εξαχθεί κάπως μονιμότερα συμπεράσματα, αφότου οι «μαχητές της ελευθερίας» του Αφγανιστάν μετατράπηκαν το 2001 σε «απειλή για τον παγκόσμιο πολιτισμό». Συμβαίνει όμως τα τελευταία χρόνια να έχουν και πάλι αναγεννηθεί σε «μαχητές της ελευθερίας», με δυτική υποστήριξη, στη Λιβύη, τη Συρία και αλλού. Η απεξάρτηση από τις υπηρεσίες που προσφέρουν φαντάζει ανέφικτη – όσο και αν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυτοί αποδεικνύονται (π.χ. στο αμερικανικό προξενείο της Βεγγάζης) επιβλαβείς και ανεξέλεγκτοι.
Τις πραγματικά υπαρξιακές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, οι αρμόδιοι τις κατονομάζουν κάπως διαφορετικά και με μεγάλη σαφήνεια – όπως έπραξε λ.χ. στις αρχές του μηνός ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ashton Carter αφιερώνοντας την ομιλία του στο Reagan National Defense Forum στην αμφισβήτηση της αμερικανικής πλανητικής ηγεμονίας από την Κίνα και τη Ρωσία.
Αντιθέτως, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» εμφανίζει μια παράδοξη σχέση μέσων και σκοπών. Για την ακρίβεια χαρακτηρίζεται από την αυτοδιαιώνιση του στρατιωτικού και καταστατικού «μέσου», με την επίκληση ενός «σκοπού» (καταπολέμηση σε απεριόριστο χρονικό και γεωγραφικό ορίζοντα ενός ασύμμετρου και «αόρατου» αντιπάλου) που είναι εξ ορισμού καταδικασμένος σε αποτυχία. Εξ ου και αντλεί την όποια ζωτικότητά του από τις μεγαλύτερες κάθε φορά αποτυχίες του – π.χ. το μακελειό στην πιο φρουρούμενη περιοχή του Παρισιού από δράστες, για άλλη μία φορά, «γνωστούς στις αρχές». Ενώ την ίδια ώρα πορεύεται με μόνιμο «στραβισμό», πλήττοντας στόχους ξένους προς τον διακηρυγμένο αντίπαλο, που ίσα ίσα έτσι αποκτά μεγαλύτερα περιθώρια κίνησης – λ.χ. στο Ιράκ, στη Συρία, στη Λιβύη κ.α.
Θα δώσει το γαλλικό δράμα νέα πνοή σε αυτό το παράδοξο, που μοιάζει να έχει κλείσει τον κύκλο της ζωής του; Ό,τι και αν προδικάσουμε θα είναι παρακινδυνευμένο.