Όταν κατέρρευσε ο κλιντονισμός
Γιατί η Χίλαρι Κλίντον κατάφερε να ηττηθεί ακόμα κι απ’ τον Ντόναλντ Τραμπ; Ανίκανος να αντιμετωπίσει υπαρκτά επίδικα των εκλογών, αλλά και να δημιουργήσει ευρεία και πολυσύνθετα εκλογικά ακροατήρια, ο κλιντονισμός ως υπερατλαντικό αντίστοιχο του μπλαιρισμού στη Βρετανία (ο οποίος διανύει τη δική του κατάρρευση), μοιάζει να έχει εφαρμογή μόνο σε αναπτυξιακές συνθήκες.
Αν εκ των υστέρων έπιανε κανείς τα δημοσιεύματα του αμερικάνικου – και ιδίως του προοδευτικού – τύπου, πιθανώς να μην αναγνώριζε τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ στη νικητήρια ομιλία του. Με ασυνήθιστα ήρεμη φωνή, ο Ντόναλντ Τραμπ αφού συνεχάρη την προεκλογική του αντίπαλο, έτεινε χείρα φιλίας στον αμερικάνικο λαό και στα μέλη του ρεπουμπλικάνικου κόμματος που δεν συμφώνησαν με την υποψηφιότητά του, καλώντας τα για να ακούσει τις συμβουλές τους ως προς το κυβερνητικό έργο. Υποσχέθηκε δε δημοσίως να φτιάξει «μια κυβέρνηση που θα υπηρετεί τον λαό», δρώντας ως «πρόεδρος όλων των Αμερικάνων».
Μιλώντας ρητά πια για τους κατοίκους των υποβαθμισμένων πόλεων των παλαιών βιομηχανικών περιοχών της χώρας που μαστίζονται από την ανεργία και την κατάρρευση των υποδομών, ο 45ος αμερικάνος Πρόεδρος εξήγγειλε μια ισχυρή παρέμβαση στον παραγωγικό ιστό και μέριμνα για τους «ξεχασμένους» ανθρώπους των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και οι βετεράνοι μιας απ’ τις μεγαλύτερες πολεμικές μηχανές στον κόσμο.
Στις πρώτες προεδρικές του ώρες, ελάχιστα μοιάζει με αυτόν που χαρακτηρίστηκε ως «ασταθής» και «επικίνδυνος» καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Όχι ότι δεν είναι: η ατομική του ιδιοσυγκρασία δείχνει πράγματι προς έναν εριστικό άνθρωπο που συσπειρώνει τις χειρότερες συμπεριφορές σε διαπροσωπικό επίπεδο. Όμως η πορεία του καθενός στον πολιτικό στίβο ουδέποτε ορίστηκε από την ψυχοσύνθεσή του. Ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσε μορφή σε υπαρκτούς προβληματισμούς, τους οποίους ακόμα και ο λαοφιλής Μπαράκ Ομπάμα δεν κατάφερε να εντάξει στην πολιτική του πορεία. Όμως η εκλογή του Τραμπ πάτησε ακριβώς στα κενά που άφησε η διακυβέρνηση Ομπάμα, στις υπαρκτές κρίσεις με τις οποίες αδιαφόρησε να καταπιαστεί: παρά τις μαζικές δολοφονίες μαύρων και την ένταση της καταπίεσης στις φυλακές, παρείχε κατ’ ουσία ασυλία στην αστυνομία και το σωφρονιστικό σύστημα· το σύστημα απελάσεων και κακομεταχείρισης των λατινοαμερικάνων και ασιατών μεταναστών, αν δεν επιδεινώθηκε όπως ισχυρίζονται κάποιοι ακτιβιστές, τουλάχιστον παρέμεινε το ίδιο· τέλος, σχεδόν μηδαμινή ήταν η προσπάθειά του να αποκατασταθεί η σχέση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας με τα μεσαία και κατώτερα λευκά (και όχι μόνο) στρώματα, τα προβλήματα των οποίων εντάθηκαν μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς. Αν ο Ομπάμα είχε μεριμνήσει γι’ αυτά τα θέματα, ίσως σήμερα ο Τραμπ να μην είχε ανοιχτό το πεδίο να χαράξει ριζοσπαστική ρατσιστική πολιτική εντός των αμερικάνικων συνόρων.
Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αποτελέσει το μεγάλο αντίστοιχο της μάχης του Βατερλό στον 21ο αιώνα, είναι αναμφίβολα η αποτυχία ενός πολιτικού να σταθεί εκλογικά απέναντι σε μία υποψηφιότητα σαν του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό όμως που καθιστούσε τη Χίλαρι Κλίντον τη χειρότερη δυνατή επιλογή των Δημοκρατικών είναι αναμφίβολα το γεγονός ότι επανέφερε ένα μοντέλο εντός του προοδευτικού κόμματος των ΗΠΑ, το οποίο είχε δοκιμαστεί στο αντίπαλο κόμμα και οδηγήθηκε σε χρεοκοπία ήδη με την εκλογή Μπους το 2000. Ανίκανος να αντιμετωπίσει υπαρκτά επίδικα των εκλογών, αλλά και να δημιουργήσει ευρέα και πολυσύνθετα εκλογικά ακροατήρια, ο κλιντονισμός ως υπερατλαντικό αντίστοιχο του μπλαιρισμού στη Βρετανία (ο οποίος διανύει τη δική του κατάρρευση), μοιάζει να έχει εφαρμογή μόνο σε αναπτυξιακές συνθήκες, όπου οι δυνατότητες για ταξική ανέλιξη πληθαίνουν, ενώ η δημοσιονομική ευημερία επιτρέπει την αναπλήρωση των πληγμάτων που δέχονται απερχόμενοι κλάδοι της παραγωγής με επιδόματα. Σε μία οικονομία που έχει κατασπαραχθεί επί 15 χρόνια από στρατιωτικές δαπάνες και απανωτές υφέσεις, η απεύθυνση στον μεσοαστό εκλογέα της «νέας παραγωγικής τάξης» μοιάζει να χάνει τη δυνατότητα να συσπειρώσει μεγάλα σώματα ψηφοφόρων. Η δε αναπλήρωση αυτού του ελλείμματος με τη ρητορική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μοιάζει μάλλον αναιμική όταν ακόμα και ο σαφέστατα πιο δυναμικός και προοδευτικός σημερινός Πρόεδρος, αδυνατεί να αποσυμφορήσει έστω και στοιχειωδώς τις απειλές που υφίστανται οι μειονότητες των ΗΠΑ.
Η συμφιλιωτική και οικουμενική γραμμή Τραμπ μετά τις εκλογές που έφτασε να έχει μηνύματα προς όλους τους πολιτικούς, «ρεπουμπλικάνους, δημοκρατικούς και ανεξάρτητους», αλλά και τους ψηφοφόρους «ανεξαρτήτως χρώματος, φύλου και θρησκευτικών πεποιθήσεων», μοιάζει εκ πρώτης όψεως να ομαλοποιεί τα πιο επίφοβα στοιχεία της εκλογής του. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο αμερικάνικος δικομματισμός θα χρειαστεί να προβεί σε μεγάλες ανακατατάξεις στο βάθος της τετραετίας, ιδίως απ’ τη στιγμή που η ουσιαστική αντιπολίτευση γίνεται εσωκομματική, χάριν της μεγάλης ισχύος των ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχεδόν καθολική αποδοχή του νέου Προέδρου σε επίπεδο διεθνών ηγετών, ιδίως σε μία τεταμένη συνθήκη που πολλοί θα εκτιμούσαν ως προοίμιο ενός νέου παγκοσμίου πολέμου.
Το απρόσμενο της εκλογής μοιάζει να αποδεικνύει τις παραμορφωτικές ικανότητες των opinion makers κάθε είδους: από τις δημοσκοπικές εταιρίες και τους πολιτικούς αναλυτές, μέχρι τους δημοσιολογούντες απόφοιτους των ανθρωπιστικών επιστημών, μοιράζεται μία συνολική αποτυχία να χαράξουν μία αποδοτική και πειστική αφήγηση για την υποψηφιότητα Κλίντον. Μαζί με την δημοκρατική υποψήφια, μοιάζει επιτακτικό να χρεοκοπήσει και η επίμονη άρνηση της ίδιας της πολιτικής υπόστασης συγκεκριμένων πληττόμενων στρωμάτων του σημερινού κόσμου. Εξάλλου, ακολουθώντας το Brexit, τις αντιπολιτεύσεις και κυβερνήσεις που αναδεικνύονται στην Ευρώπη, αλλά και τη σταθερή ήττα των «συστημικών» επιλογών στα δημοψηφίσματα και τις εκλογές ανά τον κόσμο, φαίνεται μάλλον καθαρά ότι η προσπάθεια να συντηρηθούν τα κυρίαρχα μοτίβα, θα συνεχίσει να αποβαίνει άκαρπη, ενίοτε με τραγικά αποτελέσματα σαν τα σημερινά.
Όσο για τη βαθιά σκέψη που φτάνει να απορεί για το πώς γίνεται σε μία ημι-κατεστραμμένη Αμερική να εκλεγεί ένας άξεστος δισεκατομμυριούχος που ξυπνάει τον αμερικάνικο φασισμό από τον λήθαργο, τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον μεσοπολεμικό φασισμό της Ευρώπης είναι κάτι παραπάνω από επαρκή ως απάντηση: «Η έκπληξη για το πως τα πράγματα που ζούμε είναι “ακόμα” και στον εικοστό αιώνα δυνατά, δεν είναι φιλοσοφική. Δεν είναι η απαρχή μιας γνώσης – εκτός κι αν πρόκειται για τη γνώση πως η αντίληψη της ιστορίας από την οποία κατάγεται δεν ευσταθεί.».