Οι παράδοξες Ολλανδικές εκλογές
Οι Ολλανδικές εκλογές φέρνουν στο προσκήνιο τα υπαρκτά σημάδια μιας πολιτικής κρίσης που υλικό υπόβαθρο έχει τις επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των αναδιαρθρώσεων στην αγορά εργασίας...
Οι Ολλανδικές εκλογές είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που ανοίγει τον εκλογικό χορό στις χώρες τις ΕΕ για το 2017. Μάλιστα τα οικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι κανονικά θα έπρεπε όλα να πήγαιναν ρόδινα τόσο για τον κυβερνητικό συνασπισμό, όσο και για το πολιτικό σύστημα. Η τελευταία πενταετία έχει βρει την Ολλανδία σε έναν κύκλο αναιμικής αλλά υπαρκτής ανάκαμψης. Η οικονομία διανύει το ενδέκατο συνεχόμενο τρίμηνο ανάπτυξης, με τις κρατικές δαπάνες να ανακάμπτουν κατά 0,6% και να φτάνουν στο 1,2% του ΑΕΠ, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας έκλεισε θετικά, καθώς οι εξαγωγές σημείωσαν άνοδο 1,4% από 1,1% του τέλους του 2015. Επίσης, η ανάπτυξη ανέβηκε μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα, πιάνοντας έναν ρυθμό 2,1% και αυτό οδήγησε μεταξύ άλλων σε συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου και στην κατανάλωση των νοικοκυριών. Δικαιολογημένα η παρούσα κυβέρνηση συνασπισμού του πρωθυπουργού Ρούτε προβάλλει τη θέση ότι η κρίση αποτελεί παρελθόν κι ότι η Ολλανδία μπορεί να βάλει φρένο στον λαϊκισμό και την απογοήτευση.
Από την άλλη υπάρχει το Κόμμα Ελευθερίας του «Ολλανδού Τραμπ», του Γκεερτ Βίλντερς, το οποίο διεκδίκησε την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις με συνθήματα όπως «από-ισλαμοποίηση τώρα» και «θα κάνουμε την Ολλανδία δική μας», ποντάροντας πάνω σε μια αντι-προσφυγική και ισλαμοφοβική ρητορική.
Τα διεθνή ΜΜΕ αναλύουν την Ολλανδική κατάσταση μέσα από τρεις παράγοντες: τον λαϊκισμό, την αυξανόμενη ξενοφοβία και τον ευρωσκεπτικισμό. Εδώ εγείρεται ένα σοβαρό ερώτημα. Είναι απλώς μιας αλλαγή νοοτροπίας ή πρόκειται για κάτι βαθύτερο; Τι ακριβώς συμβαίνει τελικά με τους Ολλανδούς; Γιατί δεν νιώθουν «ευχαριστημένοι» παρότι η οικονομία τους πάει καλά;
Θα ήταν λάθος, όμως, να θεωρήσουμε τα παραπάνω ως τα αίτια για την κρίση του ολλανδικού πολιτικού συστήματος. Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω είναι συμπτώματα της βαθιάς ήττας ενός (αν)ορθολογικού πολιτικού συστήματος και του μείγματος νεοφιλελεύθερων πολιτικών των τελευταίων ετών. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα καθαυτό, η Ολλανδία ήταν από παλιά με τέτοιο τρόπο οργανωμένη ώστε να βγάζει κυβερνήσεις συνεργασιών. Το εκλογικό σύστημα είναι τέτοιο ώστε τελευταία φορά που η Βουλή των Αντιπροσώπων με τις 150 έδρες έβγαλε μονοκομματική κυβέρνηση πρέπει να αναζητηθεί έναν αιώνα πίσω (1918). Έκτοτε οι κυβερνήσεις προκύπτουν από συνεργασίες δύο ή και περισσότερων κομμάτων. Μάλιστα η πιο ισχυρή πρωτιά κόμματος συναντιέται το 1989 με το υψηλό 35.4%, το οποίο εξασφάλισε το 1/3 των απαιτούμενων εδρών στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Ρούουντ Λούμπερς.
Μετά τη δεκαετία του 1990 η λογική των συνεργασιών λειτούργησε ως μοχλός πίεσης για συναίνεση γύρω από πολιτικά προγράμματα πιο «τεχνοκρατικά» και νεοφιλελεύθερα. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Ρούτε είναι συνεργασία Συντηρητικών και Εργατικών. Αυτό σήμερα έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο και το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μεγάλος σκεδασμός στο εκλογικό σώμα, στο οποίο αναζητούνται διάφορες εναλλακτικές: από το ριζοσπαστικό αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το SP (μαοϊκές καταβολές), ως μονοθεματικά κόμματα (Πειρατές, Κόμμα των Ζώων κλπ) που περισσότερο δίνουν την εικόνα μιας θολής ιδεολογικά κοινωνίας σε μεγάλη σύγχυση, παρά αυτό που περιγράφεται διεθνώς ως συνδυασμός δυσαρέσκειας, αντιπαγκοσμιοποίησης και προστατευτισμού. Είναι σαφώς άλλη η περίπτωση Τραμπ, άλλη η περίπτωση Brexit και εντελώς άλλη η ολλανδική κοινωνία.
Στις Ολλανδικές εκλογές ο ευρωσκεπτικισμός για παράδειγμα, θα εκπροσωπηθεί από την ακροδεξιά (Βίλντερς), την Αριστερά (SP), τμήματα μονοθεματικών κομμάτων (Κόμμα των Ζώων) ως και πιο κεντρώες απόψεις που θέλουν μια σαφώς δημοκρατικότερη ΕΕ (λχ. Πειρατές, Εργατικοί κοκ). Επίσης να πούμε ότι για να προκύψουν οι τελικοί 28 υποψήφιοι συνδυασμοί που θα αναμετρηθούν αύριο, κατατέθηκαν 81 (!) κάτι που αποτελεί αριθμό-ρεκόρ για τον ολλανδικό κοινοβουλευτισμό και ενδεικτικό της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης που επικρατεί.
Από εκεί και πέρα, η ολλανδική κοινωνία είναι μια κοινωνία η οποία βιώνει τις συνέπειες της κρίσης και των νεοφιλελεύθερων επιλογών στο πετσί των πιο αδύναμων στρωμάτων της. Σε αναλογίες που έχουμε ακούσει πρόσφατα και στην Ελλάδα, προωθήθηκε τα τελευταία χρόνια μια «ταξική μεροληψία» στην πολιτικές για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την εργασία. Αποτέλεσμα ήταν να πληρώνουν οι φτωχότεροι περισσότερα για μειωμένες παροχές –ειδικά στην υγεία– ενώ μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις ήρθαν να αλλάξουν το χάρτη στην αγορά εργασίας, στην ενέργεια, τις συγκοινωνίες και εντέλει το κοινωνικό κράτος.
Την ίδια στιγμή, η ελαστικότητα στην εργασία στην Ολλανδία έκανε μεγάλα άλματα σε όλη την περίοδο της δεύτερης διακυβέρνησης Ρούτε. Από το 2012 ως σήμερα η Ολλανδία απολαμβάνει «προνομίων» όπως είναι τα «συμβόλαια ανοιχτών ωρών εργασίας» (δηλαδή να εργάζεται κανείς όσο θέλει ο εργοδότης του χωρίς να λογίζονται οι πέραν του οκτάωρου ώρες ως υπερωρία). Σε όλη την περίοδο της κρίσης χάθηκαν 222.000 θέσεις εργασίας μόνιμης και σταθερής απασχόλησης. Αυτές αντικαταστάθηκαν από προσωρινά συμβόλαια, από άλλες ελαστικές μορφές απασχόλησης κι από μια ιδιότυπη μορφή ελεύθερου επαγγέλματος. Την τελευταία διετία αυτή η τάση (που μοιάζει με το ελληνικό «μπλοκάκι») διευρύνθηκε φέρνοντας στην αγορά 94.000 «νέες» θέσεις εργασίας. Διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, όπου η μονιμότητα έχει πέσει πλέον κάτω από το 70% στην ολλανδική κοινωνία και οι ελαστικές μορφές ξεπερνούν το «ψυχολογικό όριο» του 15% των εποχών της ευημερίας και φτάνουν ως το 30% σε κάποιους τομείς.
Αυτές οι αλλαγές έφτασαν μάλιστα στο να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας μαζί με μια σειρά από διαρθρωτικές τομές: επένδυση στις νέες τεχνολογίες, ΙΤ και αυτοματισμός (ειδικά στην βιομηχανία οπλικών συστημάτων), μεγάλωμα της τάσης του outsourcing ειδικά όσον αφορά υπηρεσίες και βέβαια η δοκιμασμένη λύση του offshoring για πολλές κερδοφόρες εταιρίες. Αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές έφεραν μείωση της ανεργίας τον τελευταίο χρόνο, όμως αυτό δεν μπορεί να το πιστωθεί θετικά ο κυβερνητικός συνασπισμός. Η ανεργία πριν την κρίση ήταν στο 3,2% για να εκτιναχθεί στο 7,4% το 2014 και να αρχίσει να μειώνεται πέρσι. Ο κυβερνητικός συνασπισμός θα χρεωθεί όλες τις κοινωνικές επιπτώσεις από την αλματώδη αύξηση της ανεργίας και των αναδιαρθρώσεων στην εργασία.
Ακόμα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητος από την αντιλαϊκή πολιτική των τελευταίων ετών ο τρόπος που διαχειρίστηκε το προσφυγικό ζήτημα η Ολλανδική κυβέρνηση καθώς και ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να πιέσει τους μετανάστες που προϋπήρχαν στη χώρα, ώστε να αποτελέσουν ένα ο εργατικό δυναμικό σε καθεστώς τρομερής επισφάλειας, μακριά από όποια κοινωνική κινητικότητα ή δυνατότητα πραγματικής ένταξης στην ολλανδική κοινωνία. Έτσι «διαβάζεται» η άγρια αντίδραση των οπαδών του Ερντογάν στο Ρόττερνταμ και οι συγκρούσεις με την Αστυνομία πριν λίγες μέρες. Σαν ένα «ως εδώ και μη παρέκει» απέναντι σε μια κοινωνία που έχει σκληρό αποικιοκρατικό παρελθόν και –μην ξεχνάμε– έντονο ρατσισμό και πριν την εμφάνιση του «φαινομένου» Βϊλντερς.
Λίγες ώρες πριν ανοίξει η κάλπη για την Ολλανδία, ένα είναι σίγουρο. Ότι έχουμε έναν εν δυνάμει πρώτο, τον Γκεερτ Βίλντερς, που αν και σπάει παραδόσεις ετών δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει το προβλεπόμενο 20-22% που παίρνει συνήθως ο πρώτος, συνεπώς θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους για να κυβερνήσει. Εκεί θα κορυφωθεί το κεφάλαιο πολιτική κρίση και κρίση εκπροσώπησης για την ολλανδική κοινωνία. Φαινομενικά, από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, κανένας δεν θέλει –σύμφωνα με τις ως τώρα διακηρύξεις– να συμμαχήσει με τον Βίλντερς, οπότε δύο είναι τα ενδεχόμενα. Είτε τελικά θα δούμε κάποια «συντηρητική» επιλογή από το εκλογικό σώμα, δηλαδή να ψηφίσει «ορθολογικά» για να έχει κυβέρνηση μεθαύριο είτε θα περιμένουμε κάποια συνεργασία-έκπληξη στο τέλος. Οι δημοσκόποι και οι πολιτικοί αναλυτές ως τώρα, λένε ότι θα υπάρξει τέτοιας κλίμακας συγκέντρωση στα μικρά ποσοστά που για να επιτευχθεί το ελάχιστο των 75 εδρών για κυβέρνηση θα πρέπει να συνεργαστούν τουλάχιστον τέσσερα κόμματα, πράγμα που δείχνει ότι πάμε σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας και πολλών συμβιβασμών. Από την άλλη η επιλεκτική «αποχή» του Βίλντερς τους τελευταίους μήνες, από τα ΜΜΕ και τις προεκλογικές εμφανίσεις, ερμηνεύεται είτε ως αδυναμία είτε ως πλεονέκτημα.
Επιπρόσθετα, ένα δεύτερο πράγμα είναι σίγουρο κι αυτό αφορά την Ελλάδα. Όπως κι αν έρθουν τα αποτελέσματα της κάλπης, ο γνωστός μας Γερούν Ντάϊσελμπλουμ μέσα σε λίγους μήνες θα βρεθεί στην ουρά του ολλανδικού ΟΑΕΔ. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών και Πρόεδρος του Eurogroup θα χάσει μάλλον και τη βουλευτική έδρα εκτός από τη θέση του, εφόσον οι Εργατικοί θα πληρώσουν το μάρμαρο για τη συνεργασία με τον Ρούτε και τις νεοφιλελεύθερες επιλογές τους και παράλληλα, από τις αρχές του 2018 θα αντικατασταθεί κι από τη θέση του στο Γιούρογκρουπ.
Ο Ισπανός Υπουργός Οικονομικών Λουίς Ντε Γκιντός που είναι ο επικρατέστερος να αντικαταστήσει τον Γερούν Ντάϊσελμπλουμ, όχι μόνο θα στείλει τον τελευταίο στην ανεργία αλλά θα δείξει ότι η προσπάθεια που έκαναν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές να κερδίσουν θέσεις σε κοινοτικό επίπεδο και η παλιά ισορροπία μεταξύ Συντηρητικών-Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών, που βασιζόταν σε έναν προσεκτικά βαθμονομημένο και έντονα αμυντικό καταμερισμό εξουσίας μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών της ΕΕ, θα αποτελεί πια παρελθόν, οπότε και θα είναι αστήρικτη και τυπικά όποια αφήγηση γίνεται, στην εγχώρια αγορά, ότι υπάρχει ρεύμα αλλαγής προς τα αριστερά.