Οι μακεδονικές τυφλώσεις μας
Μήπως είναι η ώρα να αναλογιστούμε τις συνέπειες των δικών μας «τυφλώσεων» σε σχέση με το Μακεδονικό;
Εδώ και 30 σχεδόν χρόνια θεωρούμε ότι το όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι αυτό που συμπυκνώνει τον αλυτρωτισμό και την επιβουλή για την εδαφική μας ακεραιότητα, παραβλέποντας ότι απειλή για μια χώρα δεν είναι οι συμβολισμοί αλλά οι πραγματικοί συσχετισμοί και αξιώσεις, στοιχεία που εάν τα εξετάσουμε σε σχέση με τους βόρειους γείτονές μας καταλαβαίνουμε γιατί δεν συνιστούν απειλή.
Το μόνο που καταφέραμε ήταν να αποξενωθούμε από μια χώρα που θα μπορούσε να είναι βασικός μας σύμμαχος στην περιοχή και να δώσουμε την εικόνα διεθνώς ότι δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε από εμμονές του παρελθόντος.
Με τη διαρκή άρνηση να παραδεχτούμε ότι και στο ελληνικό έδαφος υπήρξαν και υπάρχουν «εθνικά μακεδόνες» πιστέψαμε ότι αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του «αλυτρωτισμού», ενώ στην πραγματικότητα απλώς χειριστήκαμε την ένοχη μνήμη των κρατικών μηχανισμών για τη βίαιη άρνηση του δικαιώματος αυτών των πληθυσμών στη δική τους ταυτότητα.
Μόνο που με το να αποφύγουμε να παραδεχτούμε τις αθλιότητες του παρελθόντος, προσπεράσαμε το γεγονός ότι αυτό το «σλαβομακεδονικό» πολιτιστικό υπόστρωμα είναι οργανικό στοιχείο της σύγχρονης νεοελληνικής ταυτότητας αλλά και πολιτισμική γέφυρα με τους άλλους βαλκανικούς λαούς.
Επιπλέον, αντί να επιλύσουμε το θέμα αυτό με τόλμη και επίγνωση των πραγματικών ζητημάτων, προτιμήσαμε για χρόνια να στρουθοκαμηλίζουμε, βολεμένοι σε αυταπάτες ότι ούτως ή άλλως μέσω των ελληνικών επιχειρήσεων θα «αγοράζαμε τα Βαλκάνια» και στη συνέχεια αποφασίσαμε να το συνδέσουμε με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Και αυτός ήταν ο λόγος που επισπεύστηκε και η Συμφωνία των Πρεσπών.
Ξεχάσαμε, όμως, ότι όταν τέλειωσε ο προηγούμενος Ψυχρός Πόλεμος, η αρχική δέσμευση ήταν ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στην Ευρώπη περνάει μέσα από την μη επέκταση των στρατιωτικών συνασπισμών και τη διαμόρφωση άλλων πρακτικών συλλογικής ασφάλειας και σταθερότητας.
Με αυτή την έννοια παράγοντας συνολικής ασφάλειας και σταθερότητας θα ήταν ακριβώς το να μην ενταχθούν όλες οι χώρες των Βαλκανίων στο πλέγμα των σύγχρονων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και ειδικά του νέου «Ψυχρού Πολέμου».
Ακόμη χειρότερα, ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης εθελοτυφλίας μας, ένας συμβιβασμός που το 1992 μπορούσε να ήταν πιο εύκολα αποδεκτός, σήμερα σε μεγάλο μέρος των γειτόνων μας φαντάζει ως άλλη μια οδυνηρή υποχώρηση στην τραυματική μεταγιουγκοσλαβική διαδρομή τους, υπονομεύοντας την ίδια τη διαδικασία εξομάλυνσης.
Και τελικά, αρνούμενοι να συζητήσουμε, χρόνια τώρα, την ουσία του ζητήματος, αναπαράγοντας στερεοτυπικά «εθνικές γραμμές» που ήταν στην πραγματικότητα ρητορικές κατασκευές και αποφεύγοντας να εξασφαλίσουμε ότι η κοινωνία όντως ήταν ενήμερη, καταφέραμε να φτιάξουμε ένα έδαφος στο εσωτερικό μας όπου οποιαδήποτε συμφωνία θα αντιμετωπιζόταν ως μειοδοσία και όπου πολιτικά οφέλη εντέλει θα έχουν μόνο οι δυνάμεις της εθνικιστικής μνησικακίας.
Και ακόμη και τώρα, πιο έτοιμοι είμαστε να συζητήσουμε τον πολιτικό αντίκτυπο με όρους κοντόθωρου κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, παρά το εάν όντως υπάρχει κάποια στρατηγική για το πώς βλέπουμε τη θέση μας σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης.
(πρώτη δημοσίευση εδώ)