unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - WEB ONLY - ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Οι λαθροχειρίες του Τσίπρα και της Αχτσιόγλου για το δικαίωμα στην απεργία

| 15/1/2018 - 15:21

Ο πρωθυπουργός μιλώντας στη Βουλή υποστήριξε ότι στη διαπραγμάτευση κατάφεραν να αποφύγουν τα χειρότερα όπως η επαναφορά του λοκάουτ και ότι δεν κινδυνεύει το δικαίωμα στην απεργία. Η υπουργός εργασίας προσπάθησε να εξηγήσει ότι δεν αλλάζουν πολλά με την τροπολογία για την απαρτία. Στην πραγματικότητα, Ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η κυβέρνηση θεσπίζει ένα γενικευμένο προκαταβολικό λοκάουτ στη δυνατότητα να κηρύσσουν τα σωματεία απεργία και καταφέρνει το πρώτο μεγάλο θεσμικό πλήγμα στο δικαίωμα στην απεργία. Για την ακρίβεια, είναι η μεγαλύτερη ανατροπή στο δίκαιο περί της απεργίας τις τελευταίες δεκαετίες.


Όπως είναι γνωστό το άρθρο 211 του νομοσχεδίου για την τρίτη αξιολόγηση αναφέρει τα εξής:

«Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Ειδικά για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών”».

Η κυβέρνηση και η αρμόδια υπουργός κ. Έφη Αχτσιόγλου υποστηρίζουν ότι ουσιαστικά η αλλαγή αφορά μόνο την απαρτία που από το ένα τρίτο (1/3) πάει στο ένα δεύτερο (1/2). Το ίδιο υποστήριξε και ο πρωθυπουργός στην ομιλία του κατά τη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου.

Μόνο που εδώ γίνεται η πρώτη λαθροχειρία, μια που δεν ισχύει ότι σήμερα χρειάζεται απαρτία 1/3 για τη συνέλευση. Στην πραγματικότητα το ισχύον καθεστώς για τα πρωτοβάθμια σωματεία ουσιαστικά ορίζει απαρτία 1/5. Η ισχύουσα διατύπωση για την απαρτία είναι η ακόλουθη:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 του Α.Κ. όπως και κάθε άλλης διάταξης µε την οποία προβλέπεται ειδική απαρτία και εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση και για να ληφθεί απόφαση, κατά τις Συνελεύσεις , απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τρίτου (1/3) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση συγκαλείται νέα συνέλευση µέσα σε δύο (2) µέχρι δεκαπέντε (15) µέρες, κατά την οποία απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τετάρτου (1/4) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών. Εάν δεν υπάρξει απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση συγκαλείται µέσα σε δύο (2) µέχρι δεκαπέντε µέρες Τρίτη κατά την οποία είναι αρκετή η παρουσία του ενός πέµπτου (1/5) των οικονοµικά τακτοποιηµένων µελών».

Βλέπουμε ότι το ισχύον καθεστώς δεν όριζε το 1/3 όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά το 1/5, έναν αριθμό που και η εμπειρία όποιας/ου έχει περάσει έστω και από συνέλευση δείχνει ότι είναι ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικός (δηλαδή όντως σημαίνει ότι συμμετέχει η ίδια βάση του σωματείου) και τεχνικά εφικτός (δηλ. καλύπτει και τις απουσίες λόγω εργασίας ή δέσμευσης ως προσωπικό ασφαλείας και όλα τα πρακτικά προβλήματα που μπορεί να υπάρξουν ως προς τη συμμετοχή των μελών μιας ενός μαζικού σωματείου στη συνέλευση). Αντίθετα, τώρα η κυβέρνηση φέρνει αυξημένη πλειοψηφία για τις αποφάσεις για απεργία, καθώς ορίζεται ως απόλυτο όριο η παρουσία του 1/2 των ταμειακώς τακτοποιημένων μελών.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει εξασφαλίσει ότι η ρύθμιση δεν αφορά τα πανελλαδικά σωματεία ή τα σωματεία που εκπροσωπούν εργαζομένους επιχείρησης ή κλάδου σε ευρύτερη περιφέρεια. Για την ακρίβεια αυτό δεν το εξασφάλισε η κυβέρνηση αλλά υπήρχε ως διατύπωση από ήδη στο άρθρο 20, παρ. 1 του ν. 1264/1982: «Η απεργία στις πρωτοβάθµιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται µε απόφαση του διοικητικού συµβουλίου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά.»

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι, γιατί και σε αυτό το επίπεδο ακούστηκαν διάφορα. Η έννοια της ευρύτερης περιφέρειας του 1982 αναφερόταν σε σωματεία που κάλυπταν σημαντικό μέρος της χώρας π.χ. σωματεία που είχαν αναφορά στη «Βόρεια Ελλάδα» ή «Αττική και νήσοι». Δεν αναφερόταν στην Αττική και γενικά στα όρια ενός νομού ή μιας περιφέρειας. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να επαναλαμβάνει ο πρωθυπουργός της χώρας ότι δεν αφορά η ρύθμιση για την αλλαγή απαρτίας τα “σωματεία της Αττικής”, όταν γνωρίζει ότι στο πρώτο δικαστήριο που θα κρίνει παράνομη την απεργία που προκήρυξε το ΔΣ ενός σωματείου που καλύπτει την Αττική, η “ερμηνεία” αυτή θα καταπέσει.

Από κυβερνητική πλευρά η ρύθμιση αυτή έχει γίνει προσπάθεια να ωραιοποιηθεί μέσα από αναφορές στην ανάγκη να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι, να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

Ας δούμε καταρχάς ποια σωματεία αφορά πραγματικά η ρύθμιση. Λέμε λοιπόν ότι η ρύθμιση αυτή δεν φτιάχτηκε για ένα επιχειρησιακό σωματείο σε μια επιχείρηση με 200 εργαζομένους όπου ψηφίζουν (και άρα καταβάλουν εισφορές και άρα είναι ταμειακώς τακτοποιημένοι) 100 εργαζόμενοι το οποίο μπορεί να έχει απαρτία με 51 εργαζομένους και απόφαση με 26. Ο λόγος είναι ότι ένα τέτοιο σωματείο ούτως ή άλλως είχε πάντα άλλα προβλήματα να αντιμετωπίσει σημαντικότερα από το θέμα της απαρτίας: την εργοδοτική τρομοκρατία και το γεγονός ότι θα κινδύνευαν να βρεθούν απολυμένοι, ούτως ή άλλως, οι συμμετέχοντες. Ένα τέτοιο σωματείο από μόνο του θα επεδίωκε πολύ μεγάλη συμμετοχή στη συνέλευση, δέσμευση ότι θα υπάρξει πλειοψηφική συμμετοχή, θα ζητούσε στήριξη από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα. Ούτε φτιάχτηκε η ρύθμιση αυτή για ένα κλαδικό σωματείο των 200 ψηφισάντων σε έναν κλάδο 5000, όπου θα αρκούσε απαρτία 101 μελών και ψήφοι υπέρ 51. Και εδώ, εάν το σωματείο δεν θα ήθελε να είναι σφραγίδα, η έγνοια θα ήταν για ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή, για στήριξη από την ομοσπονδία ή ο εργατικό κέντρο.

Nikos Libertas / SOOC

Nikos Libertas / SOOC

Ποια σωματεία αφορά αυτή η ρύθμιση και γιατί σε πείσμα των όσων λένε ο κ. Τσίπρας και η κ. Αχτσιόγλου αποτελεί πλήγμα για τη συνδικαλιστική δράση;

Πλήττει μεγάλα κλαδικά σωματεία του ιδιωτικού τομέα στην Αττική κυρίως, που προσπαθούν να κάνουν μια μαζική δουλειά και να ανασυνθέσουν συνδικαλιστικές πρακτικές, σωματεία που ορισμένες περιπτώσεις έχουν αρκετές εκατοντάδες ή και παραπάνω ενεργά μέλη και αυτά δυσκολεύονται να κηρύξουν απεργία ή υποχρεώνονται να ζητήσουν κάλυψη από τις ομοσπονδίες (να προκηρύξουν απεργία για λογαριασμό τους), παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοια σωματεία φτιάχτηκαν ακριβώς για να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις των ομοσπονδιών και των εργατικών κέντρων.

Πάνω από όλα, η αλλαγή αυτή χτυπά μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ σωματεία στα οποία όχι μόνο υπάρχει μαζική συμμετοχή στις εκλογές αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οι εισφορές στα συνδικάτα εισπράττονται από όλους τους εργαζομένους κάθε αντίστοιχου κλάδου ή επιχείρησης, μέσω της μισθοδοσίας. Σε αυτά τα σωματεία «ταμειακώς τακτοποιημένοι» μπορεί να είναι το σύνολο των εργαζομένων, αφού τους παρακρατείται εισφορά υπέρ του σωματείου. Σε αυτά τα σωματεία είναι πρακτικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί συνέλευση με το 50%+1 των εργαζομένων για τη λήψη απόφασης.

Ακόμη και εάν πάμε με τον αριθμό των ψηφισάντων στις τελευταίες αρχαιρεσίες πάλι πάμε σε τεράστιους αριθμούς που καθιστούν ανέφικτη την αυτοτελή κήρυξη απεργιών. Για παράδειγμα η ΕΙΝΑΠ είχε 3870 ψηφίσαντες στις τελευταίες αρχαιρεσίες της που σημαίνει ότι η απαρτία για απόφαση από συνέλευση είναι 1936!

Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια ρύθμιση η οποία στην πραγματικότητα πλήττει είτε τα σωματεία που αντιμάχονται η «συνδικαλιστική έρημο» του ιδιωτικού τομέα είτε τα μεγάλα πρωτοβάθμια σωματεία των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου, που έχουν δείξει ικανότητα να κινητοποιούνται και να δημιουργούν προβλήματα σε κυβερνήσεις και «επενδυτές».

Το γεγονός ότι στο ίδιο νομοσχέδιο έρχεται το «αυτόματο» πέρασμα στο Υπερταμείο όλων των ΔΕΚΟ ουσιαστικά ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους μόνο τυχαίο δεν είναι. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι σύντομα θα υπάρξουν αντιδράσεις από σωματεία που όταν απεργούν κάνουν αισθητή την παρουσία τους (π.χ. αυτά των συγκοινωνιών) σπεύδει να τους απαγορεύσει ουσιαστικά το δικαίωμα στην απεργία.

Όμως, η πιο μεγάλη λαθροχειρία είναι η προσπάθεια να παρουσιαστεί η ρύθμιση ως πίεση προς τα συνδικάτα για να γίνουν πιο δημοκρατικά. Όμως, η δημοκρατία αφορά την προσπάθεια να οργανώνονται συνελεύσεις και να είναι όσο πιο μαζικές και τη διασφάλιση ότι οι διοικήσεις των σωματείων είναι υπόλογες απέναντι στα μέλη και δεν αποφασίζουν ερήμην τους. Αυτό δεν έχει σχέση με τη θέσπιση ορίων απαρτίας που απλώς καθιστούν απαγορευτική την κήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμια σωματεία.

Ο πρωθυπουργός μιλώντας στη Βουλή υποστήριξε ότι στη διαπραγμάτευση κατάφεραν να αποφύγουν τα χειρότερα όπως η επαναφορά του λοκάουτ και ότι δεν κινδυνεύει το δικαίωμα στην απεργία. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η κυβέρνηση θεσπίζει ένα γενικευμένο προκαταβολικό λοκάουτ στη δυνατότητα να κηρύσσουν τα σωματεία απεργία και καταφέρνει το πρώτο μεγάλο θεσμικό πλήγμα στο δικαίωμα στην απεργία.

Η προσπάθεια να περιοριστεί το δικαίωμα στην απεργία, κύρια μέσα από ρυθμίσεις που επιβάλλουν μεγάλες πλειοψηφίες και κάθε λογής υποχρεωτικής διαβουλεύσεις πριν από την κήρυξη, υπήρξε βασική πλευρά των αστικών πολιτικών και διεκδίκηση των εργοδοτικών ενώσεων, σε παγκόσμια κλίμακα, εδώ και δεκαετίες. Εάν περάσει αυτή τη ρύθμιση, ανοίγει ο δρόμος για συνολική αποδόμηση του εργατικού δικαίου. Ανοίγει ο δρόμος για αποφάσεις για επέκταση αυτή της ρύθμισης και στα πανελλαδικά ή «ευρύτερης περιφέρειας» σωματεία (που σημαίνει μεγάλο μέρος των ενεργών σήμερα σωματείων των τραπεζών, των Υπουργείων, ορισμένων ΔΕΚΟ), για ρυθμίσεις καθολικής ψηφοφορίας όλων των εργαζομένων, για επέκταση τέτοιων πρακτικών και στις ομοσπονδίες και συνολικά για ένα τοπίο όπου θα είναι πολύ πιο δύσκολο να απεργήσει οποιοσδήποτε κλάδος.

 


ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Παναγιώτης Σωτήρης


O Παναγιώτης Σωτήρης είναι διδάκτορας φιλοσοφίας. Στο UNFOLLOW αρθρογραφεί και δημοσιεύει ρεπορτάζ για πο...