Ο Ντοστογιέφσκι στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Από τη μια, ένας ευρωπαϊσμός που βλέπει στην παράδοση του Ιδρύματος στα χέρια του Δημοσίου το αποκαλυψιακό τέλος. Από την άλλη, οι ενθουσιώδεις αποδέκτες της δωρεάς, που πανηγυρίζουν για την ανάληψη από το Δημόσιο μιας τεράστιας περιουσίας. Ταυτόχρονα μνημείο, εμπόρευμα και φιλόδοξος πόλος που θα συγκεντρώσει το φιλοθέαμον κοινό, το ΚΠΙΣΝ έρχεται να διεκδικήσει την ηγεμονία σε μια εποχή που αφενός η σπάνη των χρημάτων και αφετέρου η δειλή πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης δημιουργούν στον πολιτισμό ενα κενό...
«Εκείνα τα χρόνια πολύ εύκολα καταφέρναμε να παριστάνουμε τους Ευρωπαίους — εξωτερικά βέβαια, διότι για τα υπόλοιπα χρειάζονταν μαστίγωμα. Φορούσαν οι δικοί μας μεταξωτές κάλτσες, περούκες, κρεμούσαν από πίσω τα σπαθάκια και… ορίστε ο Ευρωπαίος! Ωστόσο όλα αυτά όχι μόνο δεν ενοχλούσαν κανέναν, αλλά αρέσανε κιόλας. Κατά τ’ άλλα τα πάντα μένανε όπως παλιά».
– Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Χειμερινές σημειώσεις πάνω σε καλοκαιρινες εντυπώσεις¹
Το καλοκαίρι του 1862 ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι θα το αφιερώσει σε ένα μακρύ ταξίδι στην Ευρώπη. Διατρέχοντας την ήπειρο και τις πολιτιστικές της πρωτεύουσες, ο ρώσος συγγραφέας θα συλλέξει πλούτο παρατηρήσεων που θα τις μετατρέψει κατόπιν, αφού επιστρέψει στα πάτρια, σε μια σειρά άρθρων με το γενικό τίτλο Χειμερινές σημειώσεις πάνω σε καλοκαιρινές εντυπώσεις. Σ’ αυτές τις σημειώσεις θα αποτυπωθεί ο αντιδυτισμός του, ο οποίος αφορά κατά έναν μεγάλο βαθμό και τον τρόπο που η επίδραση της ιδέας της Ευρώπης έχει διαβρώσει ιδεολογικά το ρωσικό περιβάλλον — όπως φαίνεται και από το μότο αυτού εδώ του κειμένου.
Στην αρχή του βιβλίου, στο πρώτο κιόλας άρθρο, ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει σκωπτικά την επίσκεψή του στη Γερμανία. Το πέρασμα του από το Βερολίνο, ακολούθως απο τη Λειψία και, τέλος, στην Κολωνία. Εκεί, ο μεγάλος συγγραφέας έρχεται κατά πρόσωπο, για πρώτη φορά στη ζωή του, με τον μεγάλο Καθεδρικό της πόλης — τον οποίο μάλιστα λάτρευε εξ αποστάσεως. Περιγράφοντας την απογοήτευσή του από την πρώτη αυτή συνάντηση με τον ναό, ο Ντοστογιέφσκι θα σταθεί σε δυο χαρακτηριστικά του περίγυρου: την εταιρεία αρωμάτων του Ζαν Μαρία Φαρίνα και την καινούρια γέφυρα της πόλης, η οποία του φάνηκε πομπώδης. Εδώ, η συνύπαρξη των τριών αυτών στοιχείων προκαλεί το βραχυκύκλωμα στο αισθητήριο όργανο του παρατηρητή: το μνημείο, το εμπόρευμα που θεμελιώνει αισθητική διάκριση: η κολόνια, η σύγχρονη μνημιακή απόπειρα των κατοίκων που συναρθώνει τη συνάντηση του μνημειακού και του εμπορευματικού: ως άρση τους η γέφυρα θα συμβολίσει την εμπορευματοποίηση του μνημειακού που συνιστά η αστικοποίηση της ζωής: εξού και τα χρήματα για την χρήση της γέφυρας βρίσκονται στο ντοστογιεφσκικό κείμενο πλάι στην αγορά εντέλει του αρώματος.
Αυτή η πρώιμη κριτική της καπιταλιστικής νεωτερικότητας με αισθητικούς όρους μου ήρθε στον νου μετά την θριαμβευτική παράδοση του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου στο Δημόσιο. Πέραν από το ίδιο το θέαμα (κυριολεκτικά θέαμα: με σκοπό το εμπορευματικό σοκ), το οποίο παρέταξε υψηλή και χαμηλή κουλτούρα σε μια δήλωση αισθητικής ανεξιθρησκίας που ωστόσο πλαισιώνεται από ένα φαραωνικό κτίσμα μνημειακών αξιώσεων, είναι αυτή τούτη η πρόσληψη του γεγονότος που σχηματίζει στον νου το μειδίαμα του ρώσου συγγραφέα.
Από τη μια, ένας ευρωπαϊσμός που βλέπει στην παράδοση του Ιδρύματος στα χέρια του Δημοσίου το αποκαλυψιακό τέλος. Το αφήγημα του κακού κράτους που έρχεται να ακυρώσει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αφήγημα που παραγνωρίζει πως εδώ, σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη περίπωση, το κράτος λειτουργεί ως ο πατροπαράδοτος φρουρός της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μη ξεχνούμε τον ενεργό ρόλο του Ιδρύματος Νιάρχου στη «δημόσια» περίοδο που θα εισέλθει το Ίδρυμα, τα ενοίκια που θα πληρώνουν Λυρική Σκηνή και Εθνική Βιβλιοθήκη, τον τρόπο που το Ίδρυμα πήρε την άδεια να αναπλάσει ένα κομμάτι-φιλέτο της Παραλιακής. Στοιχεία που συνηγορούν στο ότι το Ίδρυμα κατέφυγε στο Δημόσιο όχι για λόγους αγαθοεργίας, αλλά για να του μεταβιβάσει το κόστος της λειτουργίας ενός μεγαθηρίου, διατηρώντας προνόμια επί των αποφάσεων.
Από την άλλη, οι ενθουσιώδεις αποδέκτες της δωρεάς, που πανηγυρίζουν για την ανάληψη από το Δημόσιο μιας τεράστιας περιουσίας. Με δεδομένη την κακή αρχή της λειτουργίας του ΚΠΙΣΝ, αυτοί οι υπερασπιστές, προτάσσοντας μια λογική του μη χείροντος βέλτιστου, βλέπουν εδώ τις ευκαιρίες τύπου Μεγάρου που αναδύονται. Εντούτοις, παραβλέπουν μάλλον αισιόδοξα τον τρόπο που η δημιουργία επηρεάζει προφανώς και τη συνέχεια: με δεδομένο ότι τα ιδρύματα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, αγοράζοντας είτε άμεσα είτε έμμεσα (μέσω χορηγιών π.χ.) το δικαίωμα μιας ντε φάκτο χάραξης πολιτιστικής πολιτικής, η προσαρμογή της κυβέρνησης στο παιχνίδι τους δεν προοιονίζεται τα καλύτερα για το μέλλον.
Ταυτόχρονα μνημείο, εμπόρευμα και φιλόδοξος πόλος που θα συγκεντρώσει το φιλοθέαμον κοινό, το ΚΠΙΣΝ έρχεται να διεκδικήσει την ηγεμονία σε μια εποχή που αφενός η σπάνη των χρημάτων και αφετέρου η δειλή πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης δημιουργούν στον πολιτισμό ενα κενό.
Το ΚΠΙΣΝ δείχνει να καλύπτει αυτό το κενό με αξιώσεις. Πόσο όμως μπορεί να διαρκέσει μια κολόνια, όσο καλή κι αν είναι; Κι ο Ντοστογιέφσκι εξάλλου μας λέει: «Νευρίασα για τα καλά, κι αγοράζοντας ένα μπουκάλι κολόνια (δεν υπήρχε τρόπος να γλυτώσω) το έσκασα χωρίς καθυστέρηση».
___
¹ Μτφρ. Αναστασία Μεσσήνη, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 40.