Ο Μελανσόν έχει δίκιο. (Όπως άλλωστε είχε και ο Ζαχαριάδης.)
Το ίδιο το Κέντρο μπορεί να ενστερνίζεται καθετί που επιθυμεί από την ακροδεξιά ατζέντα, όποτε το εξυπηρετεί, η Αριστερά όμως οφείλει να αποδεικνύει πως δεν είναι «ακροδεξιά» στηρίζοντας το Κέντρο, κάθε φορά που αυτό θυμάται να φωνάξει ότι κινδυνεύουμε από την Ακροδεξιά.
Ένα διόλου αμελητέο μέρος της συζήτησης που άνοιξε μετά τον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών αφορά την –μέχρι τούδε, τουλάχιστον– απόφαση του Ζακ-Λυκ Μελανσόν να μην τοποθετηθεί υπέρ κανενός από τους δύο εναπομείναντες υποψήφιους – είτε δηλαδή του Εμανουέλ Μακρόν είτε της Μαρίν Λεπέν. Και η σφοδρή κριτική που του ασκείται λέει πως από τη στιγμή που δεν βγήκε να στηρίξει άμεσα και ρητά τον Μακρόν, στηρίζει έμμεσα κι υπόρρητα τη Λεπέν. Από εκεί και πέρα, το επιχείρημα ανθίζει σε πλείστες όσες εκδοχές: η στάση του Μελανσόν δείχνει το χαμηλό του πολιτικό ανάστημα· νομιμοποιεί την ψήφο στην Ακροδεξιά· σημαίνει πως η Αριστερά δεν έχει ιδεολογία· αποδεικνύει ότι η Αριστερά είναι ολοκληρωτική, εχθρός της δημοκρατίας· επιβεβαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων – και πάει λέγοντας. Συνοπτικά, το ζήτημα τίθεται ως εξής: είτε συντάσσεσαι άνευ όρων με τη δημοκρατία εναντίον της Ακροδεξιάς –στηρίζοντας, εν προκειμένω, τον Μακρόν– είτε είσαι, στην καλύτερη περίπτωση, πολιτικά άθλιος, και, στη χειρότερη, ακροδεξιός ο ίδιος.
Καθότι, βέβαια, η συζήτηση αυτή γίνεται –όπως συχνά συμβαίνει– βάσει του τι άκουσε ο καθένας ή τι διάβασε από κάποιον άλλον, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τι ακριβώς είπε ο Μελανσόν το βράδυ του πρώτου γύρου. Είπε λοιπόν τα εξής:
«Το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε από την αρχή της αποψινής βραδιάς δεν είναι αυτό που ελπίζαμε. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα είναι αυτό που έχει ανακοινωθεί, το σωστό. Στην πραγματικότητα, το υπουργείο Εσωτερικών έχει επιφυλαχθεί να βγάλει την ανακοίνωσή του απόψε τα μεσάνυχτα.
»Βέβαια, ήδη οι μηντιοκράτες και οι ολιγάρχες πανηγυρίζουν. Τίποτα δεν είναι καλύτερο για αυτούς από έναν δεύτερο γύρο ανάμεσα σε δύο υποψηφίους που εγκρίνουν και θέλουν να διατηρήσουν επί μακρόν, και οι δύο, τους υπάρχοντες θεσμούς, που δεν εκφράζουν καμιά οικολογική συνείδηση ούτε για τον κίνδυνο που βαραίνει πάνω από τον ανθρώπινο πολιτισμό, που και οι δύο επιδιώκουν για άλλη μια φορά να επιτεθούν στις πιο βασικές κοινωνικές κατακτήσεις της χώρας.
»Ό,τι και εάν είναι και όποιοι και εάν είναι, από τη στιγμή που γίνουν γνωστά τα επίσημα αποτελέσματα θα τα σεβαστούμε.
»Δεν θα μπορούσα ούτε να πω ούτε να κάνω κάτι άλλο αυτή την ώρα. Ο καθένας και η καθεμιά σας ξέρει με τη συνείδησή του ποιο είναι το καθήκον του. Εγώ εδώ στέκομαι. Δεν έχω καμιά εντολή από τους 450.000 ανθρώπους, οι οποίοι αποφάσισαν να παρουσιαστεί η υποψηφιότητά μου, να εκφραστώ στη θέση τους για τη συνέχεια. Θα κληθούν να τοποθετηθούν στην πλατφόρμα και το αποτέλεσμα της έκφρασής τους θα δημοσιοποιηθεί.
»Η όμορφη χώρα μου, η όμορφη πατρίδα μου και όλοι εσείς οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό που επιχειρήσαμε και πετύχαμε. Είμαστε μια συνειδητή και ενθουσιώδης δύναμη. Σας καλώ να παραμείνετε συσπειρωμένοι, να μείνετε σε κίνηση και να είστε ένα κίνημα, γιατί οι προκλήσεις που ονοματίσαμε χωρίς να κρύψουμε από κανέναν και από καμιά τις δυσκολίες που θα προκύψουν για να τις αντιμετωπίσουμε, αυτές τις προκλήσεις πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε. Και αυτοί που σήμερα υποκρίνονται την τιμή να μας εκπροσωπήσουν, όλοι αυτοί έχουν ήδη αποδείξει ότι ήταν ανίκανοι οι ίδιοι να τις σκεφτούν.
»Οι ώρες που έρχονται και οι μέρες που έρχονται θα είναι ώρες και μέρες χαρακτήρα και συνείδησης. Όλοι εσείς οι άνθρωποι, πολυαγαπημένη πατρίδα, είστε μια ολοκαίνουργια αυγή που τώρα μόλις χαράζει.
»Πιστοί στην προμετωπίδα της Δημοκρατίας: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα.
»Ζήτω η Δημοκρατία. Ζήτω η Γαλλία».
Δείτε και το video:
Όντως, ως τη Δευτέρα διεξάγεται ψηφοφορία στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της «Ανυπότακτης Γαλλίας» – με τρεις επιλογές: λευκό, άκυρο ή ψήφος στον Μακρόν. Το μήνυμα που απεστάλη στα μέλη, τόνιζε ότι το κίνημα εξ ορισμού εκφράζεται από το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» και συνεπώς η ψήφος στην Ακροδεξιά δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή.
Εμείς, λοιπόν, λέμε πως ο Μελανσόν έχει δίκιο. Και ότι έπραξε πολύ σωστά δηλώνοντας όσα δήλωσε και χειριζόμενος το ζήτημα του Β΄ γύρου με τον τρόπο που το χειρίζεται. Πολλές είναι οι διαφωνίες που θα μπορούσε να έχει κανείς με την πολιτική πορεία του Μελανσόν – αλλά όχι αυτή.
Λέμε, επίσης, πως εδώ έχουμε να κάνουμε μ΄ ένα κατεξοχήν ακροκεντρώο επιχείρημα, του οποίου κάνουν χρήση ποικίλες πλευρές, η καθεμιά με δικά της κίνητρα.
Το επιχείρημα είναι ακροκεντρώο επειδή λειτουργεί μετασχηματιστικά στη δημόσια συζήτηση, προσπαθώντας να παρουσιάσει μια αντιπαλότητα μεταξύ της νεοφιλελεύθερης, τεχνοκρατικής, ευρωπαϊστικής μεταδημοκρατίας και της νεοφιλελεύθερης, ρεπουμπλικανικής, ευρωσκεπτικιστικής Ακροδεξιάς, ως κάποιου είδους μάχη για την προάσπιση των αξιών της Δημοκρατίας ενάντια στον φασισμό. Στόχος του επιχειρήματος δεν είναι η απαξίωση της Λεπέν. Είναι η έμμεση, δια της απαγωγής, αναγόρευση της σημερινής ΕΕ σε δημοκρατικό ίνδαλμα.
Αναλυτικότερα, πρώτον, το επιχείρημα «να σώσουμε τη Δημοκρατία από την Ακροδεξιά» είναι παραπλανητικό. Σκοπίμως γίνεται εδώ η πονηρή ταύτιση ανάμεσα σε μια Ακροδεξιά που απειλεί τους αδύναμους, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τις πάσης φύσεως μειονότητες, τους αντιφρονούντες, με μια Ακροδεξιά που επιδιώκει την κατάλυση του πολιτεύματος και την εγκαθίδρυση ενός φασιστικού κράτους με την ιστορική έννοια. Διότι, βέβαια, όπως γνωρίζουμε και από τα δικά μας, η ταύτιση μεταδημοκρατικού Κέντρου και Ακροδεξιάς όσον αφορά συγκεκριμένες ρατσιστικές και αυταρχικές πολιτικές είναι μεγάλη. Και στη Γαλλία, ο σκληρότερος πολέμιος της Λεπέν –αλλά και του Κέντρου και της Δεξιάς– επί των πολιτικών αυτών ήταν – ποιος άραγε; Ο Μελανσόν. Έτσι, λοιπόν, η λήψη θέσης υπέρ του Μακρόν δεν θα ήταν μια στηριξη του πυρήνα της Δημοκρατίας, στον οποίο όλοι -πλην Λακεδαιμονίων- υποτίθεται πως μετέχουμε. Στη συνθήκη της μεταδημοκρατικής νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, αυτός ο πυρήνας δεν υπάρχει. Η συναίνεση δεν είναι μια σταθερά, αλλά κάτι τι που διεκδικείται για να αποκρύβει την κοινωνική διαπάλη.
Γι’ αυτό, άλλωστε, η επισήμανση από τον Μελανσόν των ομοιοτήτων ανάμεσα σε Μακρόν και Λεπέν χτυπάει την καρδιά της ακροκεντρώας αυτοκατανόησης: η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν είναι ο αέναος εχθρός του φασισμού αλλά κάτι που και τώρα, όπως και ιστορικά, συνδιαλέγεται και συναλλάσσεται μαζί του. Το να διαλέξεις υπέρ του συνεπώς είναι, από προοδευτική-δημοκρατική σκοπιά, ακατατανόητο.
Δεύτερον, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πώς κάποιος που λέει ότι θα ρωτήσει τους εντολείς του τι θέλουν προτούν εκφραστεί αντ’ αυτών, είναι «ολοκληρωτικός» και «εχθρός της δημοκρατίας». Προφανώς, εδώ υπάρχει μια πολύ ιδιότυπη αντίληψη περί δημοκρατίας – μια αντίληψη που ουσιοποιεί μια αφηρημένη έννοια δημοκρατίας, υπό τη μορφή ενός υποτιθέμενου πλέγματος αξιών που τάχα θα υπερασπιστεί ο «εχθρός της Ακροδεξιάς» και η οποία θα πρέπει να γίνει a priori σεβαστή ως τέτοια. Αυτό για το οποίο εγκαλείται εδώ ο Μελανσόν είναι για το ότι αντιπαραβάλλει σ’ αυτήν την δημοκρατία, την ζώσα, ενεργητική δημοκρατία του κινήματος που τον ανέδειξε. Αυτήν την κίνηση την αφήνει ανοιχτή, να μετασχηματιστεί όπως αυτή, ως πληθυντική, θα το κάνει μπροστά στην αλλαγή των συνθηκών. Μια τέτοια κίνηση όχι μόνο είναι δημοκρατική με την πιο εμβληματική έννοια του όρου, αλλά αποτελεί και την ακριβώς αντίθετη από αυτή που κάνουν και οι δύο αντίπαλοι του δεύτερου γύρου: από το να παρουσιάζονται, δηλαδή, ως εάν να εκπροσωπούν ήδη την καθολικότητα, την κυριαρχία επί της οποίας διεκδικούν (ο μεν Μακρόν εκπροσωπώντας μια μη προσδιορισμένη αντι-Ακροδεξιά, η δε Λεπέν παραιτούμενη από την ηγεσία του Εθνικού Μετώπου). Σ’ αυτές τις στρατηγικές κινήσεις, υπαγορευόμενες από την θέληση για κατίσχυση, ο Μελανσόν αντιπαραθέτει μια κίνηση τακτικής, κρατώντας το πεδίο ανοιχτό στη ρευστότητα. Όχι μόνο προστατεύει την δυναμική που τον ανέδειξε στο 19%, αρνούμενος να την κατευθύνει και να την μεταμορφώσει συνεπώς σε ανάθεση (όπως είδαμε να συμβαίνει με τη δυναμική που ανέδειξε τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, η οποία επλήγη ανεπανόρθωτα από τη δήλωση στήριξής του στη Χίλαρυ Κλίντον), αλλά απαγορεύει και στους δύο αντιπάλους του του πρώτου γύρου να παγιώσουν μια κατάσταση ανάθεσης, μετρώντας τα κουκιά για τον δεύτερο.
Η απόλυτη ανάγκη λήψης θέσης απέναντι σε ένα δίλημμα έχει νόημα μόνο εφόσον το δίλημμα είναι αμετάκλητα τέτοιο, μόνο δηλαδή όταν οι άλλες επιλογές έχουν απορροφηθεί απ’ αυτό. Μια εκλογική αναμέτρηση, ωστόσο, δεν έχει τέτοιες δυνάμεις απορρόφησης. Πόσο μάλλον όταν σε λίγες βδομάδες νέες εκλογικές αναμετρήσεις θα ακολουθήσουν την προεδρική. Η απαίτηση των με υψωμένο δάχτυλο, ηθικά πανικόβλητων επικριτών του Μελανσόν να ταχθεί υπέρ του Μακρόν, δεν συνιστά παρά μια απαίτηση ποδηγέτησης της ψήφου των υποστηρικτών του προς το Κέντρο. Η προφανής πολιτική τακτική, που είναι να κρατηθεί η δυναμική που στήριξε τον Μελανσόν ενεργή ως τις βουλευτικές εκλογές και να μην σβήσει μέσα από μια ανάθεση στον Μακρόν, η πολιτική τακτική που λέει το αυτονόητο, το ζωτικό «θα μείνω ζωντανός για να πολεμήσω μια άλλη μέρα», απλώς απαγορεύεται. Αν δεν υποταχθείς στο Κέντρο, είσαι φασίστας.
Κι εδώ υπάρχει μια λεπτή αλλά ενδιαφέρουσα πτυχή του ζητήματος: αυτό που στην ουσία το ακραιοκεντρώο επιχείρημα αρνείται στον Μελανσόν –ουσιαστικά: στην Αριστερά– είναι η δυνατότητα να έχει πολιτική τακτική. Το ίδιο το Κέντρο μπορεί να ενστερνίζεται καθετί που επιθυμεί από την ακροδεξιά ατζέντα, όποτε το εξυπηρετεί, η Αριστερά όμως οφείλει να αποδεικνύει πως δεν είναι «ακροδεξιά» στηρίζοντας το Κέντρο, κάθε φορά που αυτό θυμάται να φωνάξει ότι κινδυνεύουμε από την Ακροδεξιά. Στα καθ’ υμάς, το έχουμε ζήσει αυτό πρόσφατα και πολύ έντονα, όταν οι δυνάμεις που ευθύνονται για την άνοδο της Χρυσής Αυγής και που εδραίωσαν την ατζέντα της στο μέσον του δημοκρατικού λόγου, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ πρωτίστως και εν συνεχεία η ΝΔ, ξαφνικά έκαναν την τακτική επιλογή να στραφούν εναντίον της – και απαίτησαν να συνταχθούν όλοι με το «μέτωπό» τους κατά του φασισμού.
Τέλος, είναι το δίχως άλλο διασκεδαστική η εμφάνιση σ’ αυτή τη συζήτηση του παραλληλισμού της στάσης του Μελανσόν μ’ αυτή του Νίκου Ζαχαριάδη και του ΚΚΕ πριν από τις περίφημες εκλογές του 1952, όταν αντίπαλοι ήταν ο «δημοκράτης» Νικόλαος Πλαστήρας και ο στρατάρχης του Εμφυλίου Αλέξανδρος Παπάγος. Ο Ζαχαριάδης, σε εκπομπή του στο παράνομο κομματικό ραδιόφωνο, είχε πει τότε το περιβόητο: «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος. Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά».
Έκτοτε, αυτή η άτεγκτη σταση θα γίνει το κόκκινο πανί των δήθεν μετριοπαθών. Είχε όμως άδικο ο Ζαχαριάδης; Σε πολλά ναι, ασφαλώς, όχι όμως σε αυτό. Και ο Πλαστήρας και ο Παπάγος υπηρέτησαν με βαναυσότητα το ίδιο εθνικόφρον, αστικό, αντικομμουνιστικό κράτος των βασανισμών, των εκτοπισμών και των εκτελέσεων. Αν κάτι λέει ο Ζαχαριάδης κι αν κάτι επαναλαμβάνει με τον τρόπο του -και παραδόξως, αν σκεφτεί κανείς τον ήπιο σχετικά τρόπο που πολιτεύθηκε ως τα τώρα- ο Μελανσόν, είναι πως δεν υπάρχει πιο πολιτικά καταστροφικό πράγμα από το να θέτει κανείς στον εαυτό του το λάθος διχοτομικό πρόβλημα. Το Πλαστήρας/Παπάγος, όπως και το Μακρόν/Λεπέν, δεν είναι δύο διαχωρισμένες επιλογές στη βάση μιας ουσιαστικής πολιτικής διαφοράς, αλλά η παραπλανητική διχοτόμηση που συγκαλύπτει τις κύριες αντιθέσεις.
Κι επειδή τις ιστορίες είναι καλό να τις λέμε ολόκληρες, ας θυμηθούμε πως ο πολιτικός που ενσαρκώνει στην πραγματικότητα απολύτως την αλήθεια της φράσης «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» δεν είναι βέβαια ο Ζαχαριάδης. Είναι αυτός που, μολονότι αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πλαστήρα, έστριψε και πολιτεύτηκε με τα ψηφοδέλτια του Παπάγου για να διασωθεί εκλογικά.
Ποιος ήταν; Μα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο «Γέρος της Δημοκρατίας».
Άλλως ειπείν, όλοι οι σκύλοι μια γενιά.