Ο δημόσιος δικαστής της Ηριάννας
Πόσον χρόνο άραγε δαπάνησε ο Πάσχος Μανδραβέλης στη μελέτη της υπόθεσης πριν εκφέρει ετυμηγορία;
Πιθανώς το χειρότερο είναι ότι δεν χρειαζόταν ιδιαίτερο κόπο. Αν ο αγαπητός συνάδελφος της Καθημερινής είχε χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό του, προτού αρθρογραφήσει, θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί με μία κάποια άνεση το ιστορικό της υπόθεσης της Ηριάννας Β.Λ.. Θα μπορούσε να βρει με ευκολία την «πραγματολογική πλευρά» που λείπει απ’ τη δίκαιη οργή -τη «συναισθηματική πλευρά», όπως προτιμά να την αποκαλεί- η οποία έχει κυριεύσει φημισμένα ανορθολογικούς και στερημένους από κάθε κύρος ανθρώπους, μεταξύ των οποίων γνωστούς καλλιτέχνες και καθηγητές πανεπιστήμιου που τάχθηκαν στο πλευρό της 29χρονης.
Αν για κάποιο λόγο δεν είναι λάτρης του τηλεφώνου, ο κ. Μανδραβέλης θα μπορούσε να αρχίσει αναζητώντας την υπόθεση στο Google. Με μία πρόχειρη αναζήτηση, δεν θα έβρισκε μόνο τη δική μου αφήγηση της δίκης στη σελίδα του UNFOLLOW. Θα έβρισκε και τα σχετικά ρεπορτάζ της Κατερίνας Κατή στο Documento, η οποία πρώτη ανέδειξε το θέμα, της Άννας Νίνη στο Vice, της Άντας Ψαρρά στην Εφημερίδα των Συντακτών και της Λίνας Γιάνναρου στις γειτονικές σελίδες της Καθημερινής, ανάμεσα σε αμέτρητα ακόμα που μπόρεσαν να εξηγήσουν στο σύνολό τους ενδελεχώς την τρανταχτή περίπτωση κακοδικίας που έχει οδηγήσει την Ηριάννα Β.Λ. στη φυλακή.
Ένα πραγματικό ρεπορτάζ, το οποίο συνήθως προηγείται της άποψης, θα του είχε δημιουργήσει μία σειρά αποριών:
Γιατί ενώ η ΕΛΑΣ είχε ήδη στην κατοχή της το δείγμα DNA που είχε παραχωρήσει οικειοθελώς η Ηριάννα κατά τη σύλληψη του συντρόφου της, χρειάστηκε ενάμιση χρόνο απ’ τη στιγμή που βρέθηκε το υποτιθέμενο κιβώτιο με τα όπλα για να «ταυτοποιηθεί»;
Πόσο αφερέγγυος μπορεί να θεωρείται ένας πανευρωπαϊκά αναγνωρισμένος ειδήμων της εξέτασης DNA, όπως ο Γιώργος Φίτσιαλος, που θεώρησε ανεπαρκές το δείγμα για ταυτοποίηση;
Τι ακριβώς σημαίνει «τελείωσε το δείγμα DNA απ’ τον γεμιστήρα», όπως ισχυρίστηκε ο εγκληματολόγος της ΕΛΑΣ όταν ο Δρ Φίτσιαλος ζήτησε να κάνει τη δική του εξέταση;
Τι ακριβώς επιτρέπει να γίνονται αναφορές στον αμετάκλητα αθωωμένο σύντροφο της Ηριάννας ως «ο ένοχος»/«ο κατάδικος» και τι κλίμα δημιουργεί αυτή η γλωσσική επιλογή για την απόφαση του δικαστηρίου;
Με ποια λογική τα επώνυμα παιδικών φίλων της Ηριάννας που δεν έχουν καμία εμπλοκή σε οποιαδήποτε σχετική υπόθεση και καμία συμμετοχή σε οποιονδήποτε πολιτικό χώρο, αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση ως ενοχοποιητικά στοιχεία;
Πώς γίνεται ένας ανακριτής και ένας εισαγγελέας να συμφωνούν ότι δεν συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη η απελευθέρωση ενός ατόμου με περιοριστικούς όρους, τους οποίους αίρουν χωρίς πρόβλημα προσωρινά, όχι ένα, αλλά δύο δικαστικά συμβούλια, προκειμένου να μεταβεί η υπόδικη τότε Ηριάννα στο εξωτερικό για συνέδρια, αλλά η καταδικαστική απόφαση να αρνείται κάθε σενάριο αναστολής;
Ποια καταδικαστική απόφαση θα μπορούσε να παραγνωρίσει κάθε είδους ελαφρυντικό μεταγενέστερου έντιμου βίου σε έναν άνθρωπο με τέτοιες ακαδημαϊκές επιδόσεις, ακόμα κι αν επέμενε στην ενοχή του;
Πού ακούστηκε υπόθεση με τόσο αμφιλεγόμενα στοιχεία να καταλήγει σε ομόφωνη καταδίκη χωρίς κανένα απ’ τα τρία μέλη της έδρας να αφήνει -έστω για τυπικούς λόγους- ένα περιθώριο αμφιβολίας;
Το δε σκεπτικό ότι θα έπρεπε να περιμένουμε να καθαρογραφεί η απόφαση προτού εκφέρουμε άποψη για τα πεπραγμένα της δίκης, μαρτυρά μόνο την ελλιπή ενασχόληση του δημοσιογράφου με δικαστικά ζητήματα. Με τη δίκη να είναι δημόσια, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι συντελέστηκε εντός της αίθουσας, κάτι που δεν προσφέρει καμία καθαρογραμμένη δικαστική απόφαση, η οποία δεν περιλαμβάνει το μεγαλύτερο –και συνήθως σημαντικότερο- μέρος της διαδικασίας, καθώς πάγια τακτική είναι να μην τηρούνται μαγνητοφωνημένα πρακτικά σ’ αυτές τις υποθέσεις, παρά μόνο χειρόγραφα και «συνοπτικά» στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του γραμματέα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από τη δίκη του Τάσου Θεοφίλου, όπου μάταια θα αναζητούσε κανείς στα πρακτικά την κατάθεση του στελέχους της αντιτρομοκρατικής Ελευθέριου Χαρδαλιά ότι «μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος (σ.σ.: ο κατηγορούμενος) στη ληστεία».
Αν ο κ. Μανδραβέλης είχε παιδευτεί να μελετήσει την υπόθεση μέσα απ’ τα εκτενή ρεπορτάζ που έχουν γραφτεί -ή πιθανώς απ’ το ρεπορτάζ που θα διεξήγαγε ο ίδιος- θα είχε μία πεντακάθαρη εικόνα της συντελεσμένης κακοδικίας. Αντ’ αυτού, προτίμησε να καταπιαστεί μόνο με επιμέρους δηλώσεις αλληλέγγυων δημοσίων προσώπων, απ’ τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στον Νίκο Φίλη κι απ’ την Έλενα Ακρίτα στην Ιωάννα Καρυστιάνη, οι οποίες προφανώς και θα είναι «συναισθηματικές», χωρίς να μπαίνουν σε λεπτομέρειες.
Έτσι, το τεκμήριο αθωότητάς της θυσιάζεται δημοσίως στον βωμό της κακής δημοσιογραφίας, πνιγμένο κάπου ανάμεσα στην ιδεοληψία και την εμμονή του αρθρογράφου της Καθημερινής. Αντί να προσπαθεί να χαλιναγωγήσει την αγανάκτηση των ανθρώπων που βρέθηκαν στο πλευρό της Ηριάννας, θα είχε προσφέρει πολύ περισσότερα στην υπεράσπιση του κράτους δικαίου αν διερευνούσε τον μηχανισμό που την έβαλε στη φυλακή για 13 χρόνια απ’ το πουθενά.