Μενού εξορίας…
...ή η ιστορία του Κυριάκου και της Βασιλικής
Σκεφτόμουν την ιστορία των – ας τους πούμε Βασιλική και Κυριάκο. Η Βασιλική ήταν όμορφη κοπέλα. Και τυχερή. Από καλή οικογένεια η ίδια, παντρεύτηκε γόνο από ακόμη πιο καλή. Ζούσαν στο αρχοντικό της οικογένειάς του στην πόλη της Κέρκυρας. Έκαναν τέσσερα παιδιά. Η ζωή τους έχει πολλά και συναρπαστικά κεφάλαια, δεν είναι εδώ ο χώρος για να τα εξιστορήσουμε όλα, σιχαίνονταν πάντως τους κομμουνιστάς κι αγαπούσαν τους Ιταλούς -είναι να μην τους αγαπάει κανείς;-, αγάπη για την οποία πλήρωσαν, ως όφειλαν, μετά τον πόλεμο.
Ο Κυριάκος, την ίδια πάνω κάτω περίοδο, δεν ήταν τόσο τυχερός. Αν και Μανιάτης, γνώρισε τη γυναίκα του στην Ήπειρο όπου τον είχαν στείλει ως μέλος της Βασιλικής Χωροφυλακής να πιάσει έναν ληστή. Ζούσαν στην Κυψέλη, σ΄ ένα δωμάτιο με φουφού στη γωνία και χώμα στο πάτωμα. Έκαναν έξι παιδιά αλλά τα τρία πέθαναν μωρά. Έχει κι η δική τους ζωή πολλά και συναρπαστικά κεφάλαια, και δεν είναι εδώ ο χώρος για να τα εξιστορήσουμε όλα, πάντως ο Κυριάκος έγινε κομμουνιστής στο Αφιόν Καραχισάρ -είχε κίνημα τότε μέσα στον στρατό- και γύρισε κουτρουβαλώντας μαζί με τους υπόλοιπους στη Σμύρνη, όπου κατόρθωσε να μπει σ’ ένα καράβι.
Το 1943 η τύχη, θα έλεγε κανείς, κατά κάποιον τρόπο γύρισε. Στάθηκε ο Κυριάκος τυχερός γιατί, φυλακισμένος καθώς ήταν στην Ακροναυπλία, έτυχε να τον στείλουν στις φυλακές του Λαζαρέτου κι όχι στο Χαϊδάρι. Η Βασιλική, πάλι, ατύχησε εκείνη τη χρονιά: με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, παραμονή του Σταυρού, οι Γερμανοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα κι έκαψαν την πόλη, μαζί και το αρχοντικό της οικογένειας του άντρα της. Κόσμος πολύς -«ροές», που λέμε σήμερα- έφυγε εκείνο το βράδυ από την πόλη της Κέρκυρας, με τα σπίτια τους πίσω να καίγονται, μαζί κι η Βασιλική, ο άντρας της, τα τρία μεγάλα της παιδιά, και τυλιγμένη σε μια κουβέρτα στην αγκαλιά της γκουβερνάντας της η νεογέννητή της κόρη – ας την πούμε Αναστασία.
Ο Κυριάκος, την ίδια πάνω κάτω ώρα, κοίταζε να βρει τρόπο να περάσει απέναντι από το Λαζαρέτο στην Κέρκυρα. Οι Ιταλοί τούς είχαν αφήσει να φύγουν, όπως είναι γνωστό, σε αντίθεση με τους Έλληνες που φρουρούσαν τους συντρόφους του Κυριάκου στο Χαϊδάρι. Τελικά, πέρασαν απέναντι, κι ενώθηκαν με το πλήθος που έφευγε από την Κέρκυρα. Ο μικρός γιος του Κυριάκου, που σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα μόδα των κομμουνιστών της εποχής τον είχε βαφτίσει Λένιν, δεν είχε βέβαια ιδέα για όλα αυτά, καθόταν τρομαγμένος, παιδάκι, κάπου στην Κυψέλη με τη μάνα του και κοίταζαν τι θα φάνε.
Δεν συναντήθηκαν τότε ο Κυριάκος με την Βασιλική -τι σχέση είχαν άλλωστε οι ζωές τους;- παρότι πρέπει να περπάτησαν πολύ κοντά για να φύγουν από την πόλη που καιγόταν. Η Βασιλική πήγε στο κτήμα της οικογένειας, όπου τους φρόντισαν οι δουλευτές τους. Ο Κυριάκος έκανε για λίγο τον κηπουρό σ’ ένα κτήμα παραδίπλα -ο ιδιοκτήτης τον είχε καταλάβει αλλά δεν μίλησε- κι ύστερα έφυγε, πέρασε στην Αλβανία και μετά πίσω στο αντάρτικο. Πολέμησε, τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισε στην Αθήνα, πολέμησε στα Δεκεμβριανά. Κάπου εκεί τον πιάσανε πάλι: πρώτα Ικαρία, μετά Λήμνο, μετά Άη Στράτη, μετά Μακρόνησο.
Η Βασιλική σιχαινόταν πάντα τους κομμουνιστάς, αλλά πλέον σιχαινόταν περισσότερο τους Γερμανούς. Ίσως να βοήθησε κι αυτό όταν, μετά από χρόνια στην Αθήνα, η μικρή της κόρη, που την είπαμε Αναστασία, γνώρισε τον μικρό γιο του Κυριάκου, που βέβαια πια δεν τον λέγανε Λένιν – ας τον πούμε Λεωνίδα. Είναι παράξενοι να τους δεις, τον Κυριάκο και τη Βασιλική, στις φωτογραφίες από τη βάφτιση του εγγονιού τους -δεν είναι εκεί ούτε ο άντρας της ούτε η γυναίκα του, είχαν κι οι δυο πεθάνει-, θα μπορούσαν σχεδόν να είναι ζευγάρι. Βέβαια, ο Κυριάκος εκείνη την ημέρα είχε ένα πρόβλημα, που αξίζει ίσως να το πω, κι ας μην έχει τόση σχέση. Καθώς ερχόταν στα βαφτίσια, έπεσε βγαίνοντας από το τρόλεϊ. Είχε μαζί του τη μαγκούρα του και στηρίχτηκε σ’ αυτήν και πέρασε η τελετή. Μετά, πήγε στον γιατρό. Και βρήκαν το πόδι του σπασμένο, κάταγμα κανονικό. Είχε σταθεί αυτός ο εννενηντάχρονος άνθρωπος τρεις ώρες όρθιος πάνω σε σπασμένο πόδι για να μην χαλάσει τα βαφτίσια του εγγονιού του. Αλλά, υποθέτω, για έναν κομμουνιστή εκείνης της γενιάς, το «πονάω» είχε μάλλον άλλη έννοια απ’ ό,τι για μας σήμερα.
Τέλος πάντων, αφού τα παιδιά τους είχαν παντρευτεί, έπρεπε κι ο Κυριάκος κι η Βασιλική κάπως να συνυπάρξουν. Δεν υπήρξε πρόβλημα. Μια φορά, χαρακτηριστικά, ο Κυριάκος μιλούσε γελώντας για το φαΐ που τους έδιναν στη Μακρόνησο. Κάτι λασπιασμένα μακαρόνια, έλεγε, που ήταν σαν να τα είχαν ανακατώσει με γράσο.
Η Βασιλική γέλασε. Μιλούσε πάντα με το «γ», υπόλειμμα μιας καλής, γαλλικής ανατροφής. Είπε: «Ναι, μεγικά γεστωγάν τα κάνουν φγικτά τα μακαγόνια».
Βαρήκοοι κι οι δύο από την ηλικία, συνεννοήθηκαν θαυμάσια.
ΥΓ Στη Μακρόνησο, και στους άλλους τέτοιους τόπους, υπήρξαν βασανιστές και βασανισμένοι. Δεν ήταν «διχασμός», ήταν έγκλημα που διέπραξαν οι βασανιστές με θύματα τους βασανισμένους. Ούτε βέβαια υπάρχει καμιά «κατάρα της φυλής». Αλλά είναι σίγουρα κάποιου είδους κατάρα το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι μιλούν για «διχασμό» εκεί όπου υπήρξαν βασανιστήρια. Ο μόνος «διχασμός» είναι ανάμεσα σε όσους το καταλαβαίνουν αυτό και σε όσους δεν το καταλαβαίνουν. Το «μενού εξορίας» που σέρβιρε το βιβλιοπωλείο free thinking zone στην επίσκεψη που διοργάνωσε, με αφορμή βιβλιοπαρουσίαση, στη Μακρόνησο, είναι μια μικρή χαζομάρα μπροστά στη ρητορική περί «διχασμού» για τον βασανισμό, τη δολοφονία και το ξεκλήρισμα των κομμουνιστών. Δυστυχώς, δεν ζουν ούτε ο Κυριάκος, που απήλαυσε το αυθεντικό μενού, ούτε η Βασιλική, με τα γεστωγάν της, να τους το πω – νομίζω ότι θα γελούσαν. Τα παιδιά τους πάντως, που το άκουσαν, δεν το βρήκαν καθόλου αστείο.