Λευκές ξεθωριασμένες νύχτες στο Μενίδι
Το ότι η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα αναπτύχθηκαν και οξύνθηκαν τα τελευταία χρόνια σε λαϊκές περιοχές, δεν αποτελεί ούτε τυχαίο ούτε μεμονωμένο γεγονός. Οι ένοχοι της δολοφονίας του μαθητή επιβάλλεται να βρεθούν και να τιμωρηθούν χωρίς καμιά κανιβαλιστική διάθεση απέναντι στην κοινωνική ομάδα των Ρομά, ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι ο όποιος δράστης ανήκει σε αυτή. Όμως, αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών...
Η αλυσίδα αντιδράσεων μετά τον τραγικό θάνατο του μικρού μαθητή στο Μενίδι ήρθε να επιβεβαιώσει τη στερεοτυπική αντίληψη για τις κοινότητες των Ρομά, σε μια κοινωνία που επέλεξε σκοπίμως να τους αφήσει στο περιθώριο, ευνοώντας διακρίσεις σε βάρος τους. Η υποτίμηση της ανθρώπινης άξιας και η δαιμονοποίηση των Ρομά αποτελούν τη φυσική προέκταση του αποκλεισμού τους, της μη ενσωμάτωσης που έχει επιβληθεί με την (εύκολη) δικαιολογία πως οι ίδιοι επιθυμούν να παραμείνουν κοινωνικά ανένταχτοι, εξαιτίας μιας «κοινωνικής παθολογίας». Η απομόνωσή τους -στο πλαίσιο της κοινωνικής απομόνωσης κάθε φτωχού στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης- και η αντιμετώπισή τους ως κοινωνικών αποβλήτων απλώς εντείνει την παραβίαση των πιο στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενισχύοντας τα ταξικά χαρακτηριστικά στην ήδη… διακριτική μεταχείρισή τους.
Τα συστημικά ΜΜΕ βρήκαν πάλι την ευκαιρία να στρώσουν το χαλί της ακροδεξιάς ρητορείας, ξερνώντας ρατσισμό και μισαλλοδοξία, προετοιμάζοντας την περιοχή του τραγικού θανάτου του μαθητή για ένα διαρκές πογκρόμ εναντίον των Ρομά, με χρυσαυγίτικες μεθόδους, που θυμίζουν όσα ζήσαμε μερικά χρόνια πριν στον Άγιο Παντελεήμονα. Το «μέτωπο της λογικής» δηλητηριάζει αυτή τη φορά το Μενίδι με την απλούστευση «για όλα φταίνε οι γύφτοι», επηρεάζοντας και μερίδα κάτοικων που συμμετείχαν στην «εξέγερση» με το σύνθημα: «Να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας».
Το προφανές, ότι εγκληματικότητα και παραβατικότητα δεν είναι φυσικά φαινόμενα αλλά αποτέλεσμα μιας βαθιάς κρίσης, αποτελεί αδιάφορο παράγοντα για όσους βρήκαν ευκαιρία να ενοχοποιήσουν μια κοινωνική ομάδα από την πλευρά του «διαφορετικού». Το «διαφορετικό», όπως παραμένει έκθετο σε συνθήκες κοινωνικού, εργασιακού και εκπαιδευτικού αποκλεισμού, στοχοποιημένο, σε μια διαρκή διαδικασία φτωχοποίησης, κοινωνικού μηδενισμού, αποστερημένο βασικών αγαθών.
Το ότι η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα αναπτύχθηκαν και οξύνθηκαν τα τελευταία χρόνια σε λαϊκές περιοχές, δεν αποτελεί ούτε τυχαίο ούτε μεμονωμένο γεγονός. Οι ένοχοι της δολοφονίας του μαθητή επιβάλλεται να βρεθούν και να τιμωρηθούν χωρίς καμιά κανιβαλιστική διάθεση απέναντι στην κοινωνική ομάδα των Ρομά, ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι ο όποιος δράστης ανήκει σε αυτή. Όμως, αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών.
Οι μορφές ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης οδηγούν τμήματα των λαϊκών στρωμάτων στο περιθώριο, γιατί είναι επιλογή της άρχουσας τάξης να δημιουργήσει μελλοντικές ζώνες γκετοποίησης ή να διευρύνει τις υπάρχουσες, μακριά από τον αστικό ιστό του κέντρου ή των προαστίων του, σε περιοχές που είναι ήδη χαρακτηρισμένες ως υποβαθμισμένα λαϊκά προάστια, όπως το Μενίδι, το Ζεφύρι, ο Ασπρόπυργος, η Φυλή και αλλού. Ο κρατικός μηχανισμός, συνδυαστικά με κάθε μορφής κατασταλτικό μέσο, σε άμεση διασύνδεση –οργανικά πλέον– με χρυσαυγίτικους θύλακες, πιστοποιεί στο Μενίδι ότι «αγανακτισμένοι κάτοικοι» με «ασπίδα προστασίας» φασιστικά τάγματα, μπορούν να στήσουν με χαρακτηριστική ευκολία «νύχτες κρυστάλλων», ορίζοντας το στόχο κατά το δοκούν ή κατ’ επιλογήν.
Το πρόβλημα της ανομίας κλειδώνει πάνω σε αυτό της κρίσης και των μνημονίων, κεφαλαιοποιώντας κάθε μορφή ανασφάλειας -εργασιακή, οικονομική, κοινωνική- και το αστικό πολιτικό σύστημα τα προβάλει όλα αυτά ως τις νέες εκδοχές κανονικότητας. Αρνούμενο να δώσει ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας, αρνούμενο να δεχθεί ομάδες με διαφορετικά συλλογικά χαρακτηριστικά, όμηρος και το ίδιο στο καθεστώς επιτροπείας, ανίκανο να επιλύσει προβλήματα παραβατικότητας, προσφεύγοντας με ευκολία στο νεοφιλελεύθερο δόγμα «νόμος και τάξη» ή στο ακόμα χειρότερο «ένα δύο τρία, παντού αστυνομία». Στο τέλος, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά τους νόμους αυτορρύθμισης του αγοραίου εκμαυλισμού και ενός κατασκευασμένου φόβου, στήνει τις δυνάμεις καταστολής ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, δήθεν για να αποτρέψει το εμφυλιακό κλίμα, έχοντας επιβάλει την κυρίαρχη ιδεολογία αποκλεισμού των ευάλωτων ή αδύναμων κοινωνικών κρίκων.
Τα γεγονότα στο Μενίδι ήρθαν σε μια στιγμή όπου η κοινωνία ψάχνει αφορμή να εκτονωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα νίκης ενός «κοινωνικού survivor», στη λογική ενός αγώνα ανάμεσα σε «διάσημους» και «μαχητές» με έπαθλο τον φασίζοντα ακροδεξιό κανιβαλισμό του πιο αδύναμου. Η «δίκαιη οργή» ή η προσχεδιασμένη «εκτροπή» των ειρηνικών διαμαρτυριών από τους κατοίκους(;) αποτελεί τη νέα θεωρία κάθε συστημικού μέσου ενημέρωσης για να δικαιολογηθούν φαινόμενα όπως το κάψιμο σπιτιών και η πιθανή ύπαρξη αθώων θυμάτων· να χυθεί δηλαδή αίμα, με αποτέλεσμα μια γενικευμένη σύρραξη. Μια καλοστημένη προβοκάτσια επιζητούν, που θα δώσει αφορμή επέμβασης, εκκαθαρίσεων και επίδειξη δύναμης από μια βαριά οπλισμένη κρατική μηχανή καταστολής, συνεπικουρούμενη από χρυσαυγίτικα τάγματα εφόδου αποκατάστασης της «τάξης».
Όσο το κράτος της κεντρικής διοίκησης, των δημοτικών και περιφερειακών αρχών, αγνοεί επιδεικτικά δημοκρατικές διαδικασίες, επιβάλλει λογικές αποκλεισμού, εργαλειοποιεί την κρίση, χρησιμοποιώντας δικαστικές αρχές και κατασταλτικούς μηχανισμούς, με αρωγό το μακρύ χέρι εκκαθαρίσεων του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, τόσο οι Ρομά, οι πρόσφυγες πολέμου, οι μετανάστες και κάθε διαφορετική φυλετική, εθνοτική, θρησκευτική, πολιτισμική ομάδα θα ενοχοποιούνται ανάλογα με την περίσταση, στο όνομα «αποκατάστασης» της οικιακής ειρήνης ή της εθνικής καθαρότητας. Ταυτόχρονα θα ενισχύονται οι μηχανισμοί καταστολής ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Η καταχρηστική άσκηση εξουσίας απέναντι σε κάθε κατοχυρωμένο δικαίωμα θα αλλοιώνει συνειδήσεις, ενώ με βία θα επιβάλετε το απύθμενο νταηλίκι της παραεξουσιαστικής μανίας ως «ντίλερ» ή «βαποράκι» κατακερματισμού κάθε ταξικής διεκδίκησης.
Ενίοτε από μια «στραβή βολή» θα πεθαίνει ένας Μάριος, από μια ευθεία ένας Γρηγορόπουλος κι από μια τεθλασμένη ένα τσιγγανόπουλο δίχως όνομα, ενόσω θα παραμένουμε εμείς ξεθωριασμένοι «μπαλαμοί» και οι άλλοι σκουρόχρωμοι «βρωμόγυφτοι».