Κουτεντάκης: μονόδρομος η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία
«Το κύριο ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμα και μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η χώρα μας θα πρέπει στο εφεξής να τηρεί αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία», επισημαίνει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης σε συνέντευξή στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αμέσως μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων του ως επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
«Τόσο η σημερινή όσο και οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα με συνέπεια και υπευθυνότητα» αναφέρει ο Φ.Κουτεντάκης, ο οποίος συναρτά την οριστική έξοδο από το μνημόνιο με την επιστροφή στην κανονικότητα της κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας με δανεισμό από τις αγορές. Όσον αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της επόμενης τριετίας αναφέρει ότι ανέρχονται σε 44 δισ. ευρώ, οι οποίες υπερκαλύπτονται από ταμειακά διαθέσιμα, την προγραμματισμένη χρηματοδότηση του ΕSM και τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία αθροίζονται σε 48 δισ. ευρώ.
Ο νέος επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή είναι σαφής απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχουν νέες δεσμεύσεις την επόμενη μέρα. Επισημαίνει ότι: «Φυσικά και θα υπάρχουν. Η χώρα μας είναι μέλος της Ευρωζώνης και οφείλει να εφαρμόζει τους κανόνες που ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη. Πλέον αυτών έχει συμφωνήσει και νομοθετήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν στο επόμενο διάστημα» Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, όπως εξηγεί είναι «διαρθρωτικές και αφορούν τα ρυθμιστικά πλαίσια αγορών, τα χωροταξικά σχέδια, τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, τη δημόσια διοίκηση, κλπ. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν το πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και συνεισφέρουν θετικά στους ρυθμούς μεγέθυνσης».
Σε ερώτηση σχετικά με τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης για την επιλογή του ως επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, δεδομένου ότι μέχρι πρότινος ήταν Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, αναφέρει ότι κατανοεί και σέβεται τις επιφυλάξεις αυτές, αλλά τονίζει ότι «η κριτική σε πρόσωπα και πράξεις πρέπει να γίνεται στα δείγματα γραφής που δίνει ο καθένας και όχι σε υποθέσεις που προκαταβολικά προεξοφλούν το αποτέλεσμα».