Δεν έχω ήχο. Δεν έχω υλικό
Μην ξεγελιέστε όσο παρατηρείτε. Μην προσπαθείτε να αποφύγετε το μέρος στο οποίο πάει αμέσως ο νους –αυτές τις ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ που δεν δείχνει η εικόνα– κι ούτε και το ουσιαστικό νόημα αυτών των φωτογραφιών. ΜΗΝ ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΟΘΟΝΗ. Κοιτάξτε ξανά και ξανά, και σκεφτείτε τον χαμένο χρόνο. Γιατί, πολύ απλά, για τις ΤΡΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ, που κουλουριάζονται ανάμεσα στις φωτογραφίες, υπεύθυνοι δεν είναι οι σωφρονιστικοί τα πρόσωπα των οποίων αχνοφαίνονται στο δημοσιευμένο υλικό. Για τις τρεις αυτές ώρες ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ.
Έχουμε πλέον την εικόνα από τις κάμερες των φυλακών Νιγρίτας. Ο Ιλία Καρέλι ντυμένος, «ενώ τέσσερις σωφρονιστικοί υπάλληλοι και ο διευθυντής τον έχουν σε κλοιό», όπως λέει και η εφημερίδα που τις φέρνει στο φως. Η ώρα είναι 15.47, ο Καρέλι, πιο μικρόσωμος από όλους τους γύρω του, φοράει μαύρη φόρμα και φανελάκι. Ένας από τους σωφρονιστικούς φοράει γάντια χειρουργικά. Λίγες ώρες μετά, ο Ιλία Καρέλι γυμνός από τη μέση και πάνω. Τον σέρνουν. Η φόρμα είναι κατεβασμένη. Οι τρεις σωφρονιστικοί που φαίνονται πια στο πλάνο φορούν τώρα όλοι γάντια· ο ένας φοράει μπουφάν (!). Λεπτά αργότερα, οι ίδιοι άνθρωποι, πετάνε τον κρατούμενο στο κελί του – κάποιος γυρίζει και φτιάχνει πρόχειρα ένα στρώμα, χωρίς σκεπάσματα ή κουβέρτα. Η ώρα είναι 18.32. Από τις 15.47 στις 18.32. Τρεις, σχεδόν, ώρες.
Μην ξεγελιέστε όσο παρατηρείτε. Μην προσπαθείτε να αποφύγετε το μέρος στο οποίο πάει αμέσως ο νους –αυτές τις ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ που δεν δείχνει η εικόνα– κι ούτε και το ουσιαστικό νόημα αυτών των φωτογραφιών. ΜΗΝ ΚΛΕΙΝΕΤΕ ΤΗΝ ΟΘΟΝΗ. Κοιτάξτε ξανά και ξανά, και σκεφτείτε τον χαμένο χρόνο. Γιατί, πολύ απλά, για τις ΤΡΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ, που κουλουριάζονται ανάμεσα στις φωτογραφίες, υπεύθυνοι δεν είναι οι σωφρονιστικοί τα πρόσωπα των οποίων αχνοφαίνονται στο δημοσιευμένο υλικό. Για τις τρεις αυτές ώρες ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ.
Όπως είμαστε, επιτέλους, υπεύθυνοι και για όλα τα αντίστοιχα που βλέπουμε την τελευταία διετία. Κι είναι καιρός να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε, στην ολότητα, στην βαθειά και οργανωμένη του συστηματικότητα, στην βίαιη επιβολή του, τη δουλειά που κάνει αυτό το σμάρι όχι μόνο εναντίον μας, αλλά και στο όνομά μας, στο όνομα της ασφάλειας, της βιοπολιτικής μας επιβίωσης, της κοινωνικής ισορροπίας. Αυτές οι τρεις χαμένες ώρες, για σας που δεν μπορείτε να τις σκεφτείτε καν, έχουν γίνει ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ. Έχουν γίνει για σας. Για την αξιοπρέπειά σας. Για τα παιδιά σας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πόσο πολύ τις μέρες αμέσως μετά την ανακάλυψη του θανάτου του Καρέλι σε εκείνο το κελί, στις φυλακές της Νιγρίτας, οι ανακοινώσεις γέμισαν με την οικογενειακή κατάσταση των σωφρονιστικών υπαλλήλων – όχι μόνο του μοιραίου θύματος του Καρέλι στις φυλακές Μαλανδρίνου («πατέρας δύο παιδιών»), αλλά και όσων υπαλλήλων τώρα βρίσκονταν υπό διερεύνηση για τις συνθήκες θανάτου του ίδιου του Καρέλι. Ήταν, όλοι τους, οικογενειάρχες. Ήταν, όλοι τους, υπεύθυνοι άνθρωποι, άνθρωποι μεροκαματιάρηδες με τις καθημερινές τους πιέσεις και τις καθημερινές τους ευθύνες, άνθρωποι που μετράνε καθημερινά το νοίκι, το σχολείο των παιδιών, το χρώμα της σημαίας, το κόστος της εξασφάλισης, το άγχος της ασφάλειας, τα νέα του μνημονίου. Άνθρωποι σαν ΚΙ ΕΜΑΣ, και λειτουργούντες στο ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ. Αυτό ακριβώς ήταν το μήνυμα και των πρώτων ανακοινώσεων των ενώσεων σωφρονιστικών, και πολλών περίεργων «ρεπορτάζ», αλλά και των πρώτων ανακοινώσεων των αρμόδιων υπουργείων, που υπογράμμιζαν τεχνηέντως πόσο όλοι αυτοί οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, σε αντίθεση με τον «αλλοδαπό βαρυποινίτη» Καρέλι, είναι ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
Αυτό είναι πάντα άλλωστε, και για να μη γελιόμαστε, το μήνυμα κάθε ανακοίνωσης Δένδια και συναφών κυβερνολογικευτών. Υπάρχουν οι νοικοκυραίοι οι δικοί μας, υπάρχουν και οι άλλοι. Κι υπάρχει ένα σύστημα που μας επαναλαμβάνει ότι είναι εδώ για να προστατεύει με κάθε τρόπο, τους μεν, συχνά και εις βάρος των δε. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σύστημα που είναι εδώ ώστε σ’ άλλους να οργανώνει και να εξασφαλίζει τη ζωή, και σ’ άλλους να προγράφει θάνατο. ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΣΧΟΛΕΙΣΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟ, αλλά μόνο να κοιτάς να είσαι με τους μεν και όχι με τους δε. Για τη βρωμοδουλειά του συστήματος αυτού φροντίζουν άλλοι. Εσύ απλώς πρέπει να σφυρίζεις αδιάφορα και να είσαι με μας. Τα υπόλοιπα γίνονται στο όνομά σου, στο όνομα του νοικοκυραίου, του κυβερνολογικευμένου, του πιεσμένου μεν, φτωχευμένου μεν, σε απόγνωση μεν, πλην όμως δικού μας.
Ξανασκέψου, σε αυτή τη λογική, τον τρόπο με τον οποίο η επίσημη και ανεπίσημη κυβέρνηση, από τον Δένδια στον Μπαλτάκο και τους Άδωνι/Κασιδιάρη, προσπάθεί να γελοιοποιήσει, να υπονομεύσει, κι εν τέλει να φιμώσει, όλους όσοι σήμερα προσπαθούν να μιλήσουν για δικαιώματα, καθεστωτική βία, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σύστημα εγκαθίδρυσης φόβου και βιοπολιτικού ελέγχου. Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική θέση και τα τερτίπια που μεταχειρίζονται κυβέρνηση και οι κυβερνολογικευτές της (με τη δουλειά των τελευταίων να την κάνει, ναι, ΚΑΙ η Χρυσή Αυγή, είτε στο γραφείο του Μπαλτάκου, είτε εκπαιδεύοντας, μαζί του, μέλη των σωμάτων ασφαλείας). Το βαρύ πρόβλημα είναι ο στόχος όλων αυτών να καταστήσουν κάθε αντίδραση απλώς εκτός πραγματικότητας, irrelevant. Το θέμα, δηλαδή, δεν είναι πια το ποιος και πώς χτυπάει έναν κρατούμενο, αλλά το πόσο πολύ υπάρχει ένα σύστημα που θέλει να σε πείσει ότι α) αυτό είναι αναγκαίο, β) ότι αυτό γίνεται για χάρη σου αλλά εσύ δεν πρέπει να ασχολείσαι, και γ) ότι αυτή είναι η πραγματικότητα που πρέπει πλήρως να αποδεχθείς, και κάθε φωνή εναντίον της είναι ταυτόχρονα εναντίον ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΟΥ.
Κι εδώ αξίζει να πάτε πίσω στις φωτογραφίες. Και να πάρετε την ευθύνη όχι μόνο για τις τρεις αυτές χαμένες ώρες, γι’ αυτό το υλικό, αλλά και για τον ήχο του, την άλλη διάσταση που χάνεται στις φωτογραφίες. Σκεφτείτε τις φωνές, οι άντρες αυτοί να φωνάζουν όλοι μαζί, να φωνάζουν ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί εναντίον αυτού που σπρώχνουν μέσα στο δωμάτιο και μετά αρχίζουν να χτυπούν. Σκεφτείτε τι λένε, πώς το λένε, πώς οι λέξεις ξεφεύγουν από τα όριά τους, σκεφτείτε πώς, εκείνη τη στιγμή, ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΕΣΑΣ και την κανονικότητά ΣΑΣ. Τι ήθελες ρε, να μας σκοτώσεις, να μας βιάσεις τις γυναίκες, να μας καταστρέψεις την κοινωνία που σού ’δωσε ένα κομμάτι ψωμί;
Σκεφτείτε πώς συνεχίζουν να βρίζουν και να απειλούν, στο όνομα όχι μόνο της ακεραιότητας αλλά ακριβώς αυτής της κανονικότητας που τώρα του αφαιρούν, τον κρατούμενο. Θα σε γαμήσουμε ρε, κομμάτια θα σε κάνουμε, δεν θα μπορείς να κάτσεις ρε, δεν θα μπορείς να μιλήσεις ρε, θα ντρέπεσαι και να κυκλοφορήσεις, δεν θα βγεις ποτέ από δω μέσα.
Σκεφτείτε τις φτυσιές, τις βρισιές, τις φωνές, τα χτυπήματα, τα νερά στο σώμα, τον ήχο που κάνει ένα σώμα γυμνό σε επαφή με σώματα ντυμένα, τον ήχο που κάνουν τα πλαστικά γάντια όταν χτυπάνε την κοιλιά και το πρόσωπο, τα χέρια στα γεννητικά όργανα, τα όργανα στα γενητικά όργανα, την ενδεχόμενη προσπάθεια βιασμού και τις στριγγές φωνές του, τους λοστούς, τα αυτοχέδια γκλομπς, ξανά τις φωνές, ξανά τα νερά, ξανά τα χέρια σε κάθε τους σώματος άνοιγμα, ξανά τις φτυσιές, τις φωνές, το «ξέσπασμα» που καμώνεται ανάγκη, τη βία που καμώνεται τη δικαιοσύνη, τον βαθειά ριζωμένο βιαστή που καμώνεται τον ανήξερο.
Μην σκεφτείτε άλλο την υπογραφή που φέρει το τρομερό αυτό έργο. Την ξέρετε καλά. Το έργο του βρώμικου μαυροντυμένου αυτού θίασου έχει ΟΛΩΝ ΜΑΣ το όνομα στη μαρκίζα.