Η πρώτη κραυγή
Αναθεωρημένες αναμνήσεις απ’ την έκρηξη των Mary and the Boy
Μαίρη Τσώνη, In memoriam
Η μουσική από πίσω ήταν βίαιη: κοφτά χτυπήματα που με άλλη ενορχήστρωση θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποια σύνθεση για καμπαρέ. Δεν έρχονταν όμως από ακορντεόν, τρομπέτα ή βιολί. Ήταν βρυχηθμοί από εργοστάσιο βαριάς παραγωγής ή πιθανώς ένας χαλασμένος συναγερμός που διάλεγε τόνους κατά βούληση για τον ξεχαρβαλωμένο του ήχο. Από πάνω, η φωνή της Μαίρης Τσώνη ούρλιαζε τους στίχους “fuck me, I am so beautiful tonight”, υμνώντας μια καταπιεστική σεξουαλικότητα που ανήγαγε τα πάντα σ’ ένα επιτακτικό λάγνο αίτημα με ασαφή παραλήπτη· καθημερινή πηγή άγχους για όσους ζούσαν την ευφορία των πρώτων ετών του 21ου αιώνα στους εναλλακτικούς χώρους της Αθήνας, κινούμενοι στον ρυθμό των αναβιώσεων του garage και του ύστερου indie που μυστηριωδώς διέφυγε του φυσικού του θανάτου στα τέλη της δεκαετίας του ’90, λαθροβιώντας ως τα βάθη της επόμενης.
Απελπισία χωρίς αντικείμενο: αυτή ήταν η συναισθηματική τρικυμία που κυριαρχούσε στο πρώτο demo των Mary and the Boy, άλλο αν φαινόταν να την έχουν αλιεύσει από τη συναισθηματική ιδιογλωσσία μίας ολόκληρης φυλής του αστικού κέντρου. Η παγίωση μιας κομφορμιστικής νηνεμίας που κυριαρχούσε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 βάραινε αόρατα τον ψυχισμό μιας γενιάς που περιφερόταν απ’ το Decadance στο Memphis, στο Bios, στο Booze, το Closer, το Odd, το Mad και πλήθος ακόμα νυχτερινών προορισμών, οι θαμώνες των οποίων έτειναν να αποκτούν ένα – συχνά αδικαιολόγητο – αίσθημα υπεροχής απέναντι στις μαζικότερες διασκεδάσεις. Ο γυαλιστερός κόσμος της ευρωπαϊκής πραγματικότητας ήταν μια μπουτίκ των διαφόρων στυλ, τόσο άνευρων και ενδοσκοπικών που είχαν χάσει μέχρι και το κουράγιο να συγκρούονται μεταξύ τους, όπως έκαναν στη δεκαετία του ’80. Στα “alternative” μαγαζιά που οι θαμώνες χόρευαν, συχνά υπό ελάχιστα χορευτικούς ήχους, μια σιωπηλή συμφωνία υπαγόρευε πως πίσω από τις κλειστές πόρτες θα είχε πολύ περισσότερο χώρο η φαντασίωση μιας οδύνης, από τον διάλογο με την ψυχρή πραγματικότητα.
Όταν πρωτοδιαδόθηκε το demo τους, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως ένα «καλτ» αντικείμενο, μια φάρσα με μουσικό προσωπείο. Η αγωνιώδης διασκευή στο “Milkshake” της Kelis, σουξέ του δημοφιλέστατου τότε R’n’B και η επωδός “I wanna fuck you like a bunny” στο “Bobby Peru” ήταν τα πρώτα χιτ που διαδόθηκαν, σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεία γέλιου και ειρωνείας. Ακούγοντας ολόκληρο το demo, εύκολα καταλάβαινε κανείς ότι οι Mary and the Boy δεν αστειεύονταν καθόλου. Ελάχιστα υπερβολικό φαίνεται να πούμε ότι το μουσικό δίδυμο είχε κηρύξει έναν σημειωτικό πόλεμο: σύμβολα θαλπωρής διαστρεβλώνονταν και επέστρεφαν σε εφιαλτική μορφή. Η μουσική τους ήταν κλειστοφοβική. Είχε φτιαχτεί υπό πίεση, όχι χρονική, αλλά ταυτοτική, ψυχική, υπαρξιακή (κάτι που εμμέσως θα παραδεχόταν και η ίδια η φωνή τους λίγα χρόνια μετά). Ήταν μέσα απ’ αυτόν τον σχιζοσυναισθηματισμό – τον πλήρως αδιάφορο για τη λυρική θρηνολογία που τέμνει οριζόντια την εγχώρια κουλτούρα – που αυτό το άκρως πειραματικό και θεατρικό μίγμα κατάφερε να εναρμονιστεί με τις διαθέσεις του εγχώριου κοινού και να κάνει τους δημιουργούς του μαζικής απήχησης.
Η αισθητική επάρκεια των Mary and the Boy αναγνωρίστηκε τόσο γρήγορα που ουδέποτε αναρωτήθηκε κανείς γιατί στις ζωντανές τους εμφανίσεις πλαισιώνονταν από μία χορεύτρια και ένα μουσικό πριόνι. Η καινοτομία τους ήταν τόσο πρόδηλη που ουδέποτε χρειάστηκε να τη δηλώσουν. Κάθε μικρή λεπτομέρεια του ήχου και της παρουσίας τους επικύρωνε τη θέση τους σε μία νέα εποχή ή τουλάχιστον την αποξένωσή τους απ’ την προηγούμενη. Πολλά συλλογικά αισθήματα και αντιλήψεις που τα επόμενα χρόνια θα εξερευνούνταν όλο και πιο συστηματικά και μαζικά, ήταν παρόντα στα δημιουργήματά τους: το σώμα, η σεξουαλικότητα, η ψυχική υγεία αναμφίβολα περιλαμβάνονται όχι μόνο στις επιλογές των στίχων, αλλά και – περισσότερο – στον ίδιο τον τρόπο των συνθέσεων και εκτελέσεων.
Δεν ήταν όμως πανεπιστημιακή σχολή ή κάποιου είδους πρωτοποριακή διατριβή και η κληρονομιά τους δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως τέτοια. Το μείζον κληροδότημα έξω απ’ την ίδια τη μουσική τους, υπήρξε μια συγκεκριμένη αυτοπεποίθηση που δήλωνε ευθαρσώς ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για πρωτογενείς δημιουργίες. Αυτή αντανακλάται μέχρι σήμερα σε δεκάδες δημιουργούς που έχουν πιο ολιστικές προσεγγίσεις στο πώς κατασκευάζουν τα έργα τους – όχι μόνο τα μουσικά, αλλά και τα θεατρικά, κινηματογραφικά και άλλα. Οι Mary and the Boy εφηύραν τις φόρμες, τα εργαλεία και το κοινό τους, χωρίς να πνίγονται από τις πολιτισμικές εξαρτήσεις που προπορεύτηκαν. Το παράδειγμά τους αναμφίβολα συνέδραμε στο να δημιουργηθεί μια ορμή στην πολιτιστική παραγωγή – η οποία όσο κι αν πρέπει να περνάει απ’ τη βάσανο της κριτικής, εξακολουθεί να δίνει ένα φοβερό πλήθος και μια αναγκαία ποικιλία.
Η Μαίρη Τσώνη που υπήρξε ένα απ’ τα πρόσωπα των πρώτων ημερών αυτής της δημιουργικής άνοιξης, έζησε ως τα 30 της χρόνια.