Η κοινωνική πολιτική ως μέσο κοινωνικού ελέγχου
Ποιες είναι οι επιδιώξεις των κοινωνικών πολιτικών στον καπιταλισμό; Είναι η δημιουργία μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας, όπως οι άρχουσες τάξεις του υποστηρίζουν, ή η εξασφάλιση των απαραίτητα ελαχίστων παροχών που αδρανοποιούν και επί της ουσίας χειραγωγούν τις μάζες; Στην Ελλάδα, έπαιξε το ΠΑΣΟΚ τον ρόλο του αναχώματος για το εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1980; Ή, για να θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά, οι μετασχηματισμοί της δεκαετίας του 1980 στην κοινωνία και στην οικονομία (παραγωγική διαδικασία) χρειάζονταν ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία;
To 1973, o James O’Connor, στο έργο του The Fiscal Crisis of the State, υποστήριζε ότι το καπιταλιστικό κράτος καλείται να επιτελέσει δυο βασικές λειτουργίες που συχνά είναι αντιφατικές: αυτή της «συσσώρευσης» και αυτή της «νομιμοποίησης». Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου επιχειρήματος, επέρχεται συνειρμικά ένα εύλογο ερώτημα: οι κοινωνικές λειτουργίες του κράτους εξυπηρετούν αποκλειστικά τη νομιμοποίηση του υπάρχοντος οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου; Με άλλα λόγια, ποιες είναι τέλος πάντων οι επιδιώξεις των κοινωνικών πολιτικών στον καπιταλισμό; Είναι η δημιουργία μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας, όπως οι άρχουσες τάξεις του υποστηρίζουν, ή η εξασφάλιση των απαραίτητα ελαχίστων παροχών που αδρανοποιούν και επί της ουσίας χειραγωγούν τις μάζες;
Στο κείμενο μας, με τον όρο χειραγώγηση δεν εννοούμε μόνο τις ενέργειες που ασκεί το κράτος με τα κατασταλτικά του όργανα ως κάτοχος του μονοπωλίου της βίας (αστυνομία, στρατός, ποινική δικαιοσύνη, κ.α.). Θεωρούμε επίσης τις κοινωνικές πολιτικές ελαχίστων, όπως την εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού στον άστεγο, το επίδομα των διακοσίων ευρώ στον εξαθλιωμένο, την καταβαράθρωση της αξιοπρέπειας του ανέργου, την παροχή ανεπαρκούς και κακής ποιότητας ιατρικής φροντίδας στον ασθενή, την ύπαρξη υποχρηματοδοτούμενων σχολείων και πανεπιστήμιων για τα παιδιά των εργατικών οικογενειών που διεκδικούν το δικαίωμα στη γνώση και, κατά προέκταση, σε μια ζωή με νόημα. Άλλωστε, μια κοινωνική πολιτική ελαχίστων είναι μια παρέμβαση κατασταλτικής χροιάς και επιδιώξεων. Χωρίς αυτά τα ελάχιστα, όπως η ίδια η ανθρώπινη ιστορία έχει αποδείξει, οδηγούμαστε σε ανομία, αναταραχές, ίσως εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Η κοινωνική πολιτική λοιπόν, σε αντιδιαστολή με την ακαδημαϊκή της υπόσταση που αποζητά μεθόδους αναδιανομής με σκοπό την κοινωνική δικαιοσύνη, στην πολιτική της διάσταση αξιοποιείται κατά βάση με δύο τρόπους: αφενός ως μηχανισμός συσσώρευσης και ανάπτυξης, αφετέρου ως μέσο κοινωνικού ελέγχου. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον καγκελάριο της Γερμανίας Otto von Bismarck. Ο Bismarck ανέπτυξε ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικού ελέγχου προσφέροντας τα ελάχιστα απαιτούμενα, προκειμένου να μην υποστεί ολοκληρωτική απώλεια της εξουσίας του αυταρχικού του καθεστώτος.1
Ωστόσο, μετά την πολυτάραχη εποχή των παγκοσμίων πολέμων, διαμορφώθηκε ένας πρωτόγνωρος ευρωπαϊκός χάρτης. Το ανατολικό του τμήμα βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης εκκινώντας για την δημιουργία ενός «σοσιαλιστικού κόσμου». Στο δυτικό του τμήμα, το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα βρίσκονταν σε διαρκή άνοδο κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πολλά κόμματα της Αριστεράς επέλεξαν να ενσωματωθούν στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μέσα από τον πειρασμό του δυναμικά αναπτυσσόμενου μεταπολεμικού κράτους ευημερίας (welfare state). Τα κομμουνιστικά κόμματα (γαλλικό, ιταλικό, κ.ά.) συμμετείχαν στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Η στρατηγική της πενταετίας 1945-50 αποδείχθηκε, εκ των υστέρων, λανθασμένη. Η επιρροή τους σταδιακά εξασθένησε ακριβώς εξαιτίας της άνθισης του κράτους ευημερίας εντός των ορίων του καπιταλισμού.
Προς επιβεβαίωση αυτών -και βάζοντας στο τραπέζι μια αντίστροφη λογική- να αναφέρουμε το εξής: στη Μεγάλη Βρετανία δεν υπήρξε ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα ούτε πριν αλλά και ούτε και μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά το γεγονός της ύπαρξης μεγάλων βιομηχανικών κέντρων με έντονη παρουσία προλεταριάτου. Γεγονός που εν μέρει εξηγείται από το ότι η βρετανική αστική τάξη γρήγορα αντιλήφθηκε ότι οι παροχές στα εργατικά στρώματα μπορούν να λειτουργήσουν ως μέσο κοινωνικού ελέγχου. Για παράδειγμα, όταν το Εργατικό Κόμμα ξεκίνησε προπολεμικά να εφαρμόζει ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική, παρέχοντας κατοικία στα εργατικά στρώματα, η αστική τάξη επέδειξε στρατηγικής σημασίας πολιτική ανοχή.
Σε νεο-μαρξιστικές αναλύσεις σχετικά με το θέμα, όπως του Frank Parkin2 και του Ralph Milliband3, υποστηρίζεται ότι στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες δημιουργήθηκε μια κυρίαρχη/κανονιστική πολιτική κουλτούρα στη βάση των σημαντικών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεσμών, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στη διατήρηση και αναπαραγωγή της καθεστηκυίας τάξης σε αυτές. Θεωρούν παράλληλα ότι η αποτυχία των σοσιαλιστικών κομμάτων στη δυτική Ευρώπη να αναδιανείμουν ριζικά τον πλούτο οφείλεται στο γεγονός ότι αποδέχονται την κυρίαρχη κουλτούρα. Η εργατική τάξη και οι «μη ελίτ», εξαιτίας της εσωτερίκευσης αυτών των κανόνων, βρίσκονταν συνεχόμενα μακριά από τη δημιουργία προϋποθέσεων συστημικής αμφισβήτησης.
Ωστόσο, η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά και σε συνδυασμό με την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ μια δεκαπενταετία αργότερα, όπως και οι επιπτώσεις που επέφερε η οικονομική παγκοσμιοποίηση, καλλιέργησαν το κατάλληλο έδαφος για την σταδιακή αποδιάρθρωση του κράτους ευημερίας. Το δυτικό στρατόπεδο δεν είχε πλέον λόγο να αντιπροτείνει ένα κοινωνικό μοντέλο, απλούστατα γιατί δεν υπήρχε πια ο αντίπαλος. Κάτι που αρχικά επιχειρήθηκε με την μετάβαση προς το ρυθμιστικό κράτος (regulatory state) και, γενικευμένα στη συνέχεια, μέσω της ιδεολογικά προσανατολισμένης παρείσφρησης της ΕΕ στις εθνικές κοινωνικές πολιτικές των κρατών-μελών.
Κοινωνική πολιτική, κοινωνικός έλεγχος και Ευρωπαϊκή Ένωση
Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι και τη σημερινή δυσμενή συγκυρία, το αντιφατικό δίπολο μεταξύ υποχρεωτικής οικονομικής εναρμόνισης και προαιρετικής κοινωνικής σύγκλισης είχε (αν όχι άρρητη επιδίωξη) ως βασική κατάληξη την διαρκή κοινωνική οπισθοχώρηση. Οι ασφυκτικές δεσμεύσεις στο οικονομικό πεδίο ευνόησαν συστηματικά την επικράτηση ενός λόγου περί μεταρρυθμίσεων με διάχυτη την αίσθηση της ιδεοληπτικής μεροληψίας. Η επίκληση στα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών-μελών, τα οποία εν πολλοίς προκύπταν από τις προαναφερθείσες δεσμεύσεις, κατασκεύαζε μια εικόνα περί αναγκαιότητας «εξυγίανσης» και «εξορθολογισμού» των συστημάτων κοινωνικής προστασίας.
Ένας πρώτος βασικός σταθμός συγκαλυμμένης νομιμοποίησης αυτών των αναδιαρθρώσεων συναντάται στη Στρατηγική της Λισαβόνας (2000-2010), στην οποία δεσπόζει η έννοια της ανάπτυξης. Εκεί, η προτεραιότητα στις ενεργητικές κοινωνικές πολιτικές, στις μεταρρυθμίσεις των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης ως μέσου διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων μεταφράστηκε σε μια ατομοκεντρική προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων, σε περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και σε μια πρώτη φάση ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Το ξέσπασμα της κρίσης επιτάχυνε τις κοινωνικές εξελίξεις και προσέφερε το επιζητούμενο πρόσχημα για την ολοκλήρωση του νεοφιλελεύθερου προγράμματος στο κοινωνικό πεδίο. Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» αντικατέστησε αυτή της Λισαβόνας φέρνοντας την αγοραία έννοια της καινοτομίας στο προσκήνιο των κοινωνικών πολιτικών. Η σουμπετεριανή εννοιολόγηση της καινοτομίας, μιας κατεξοχήν οικονομοκεντρικής έννοιας, επιλέγεται ως η προσφορότερη κοινωνικά λύση. Η μεταπήδηση της καινοτομίας από το οικονομικό στο κοινωνικό πεδίο εμπίπτει στο φάσμα αλλαγών στο δημόσιο μάνατζμεντ και δεν αποκόπτεται από ευρύτερες ιδεολογικές συνδηλώσεις. Το αντίδοτο που προκρίνεται, σε συνθήκες αλματώδους αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων, είναι η ανάπτυξη καινοτόμων συμπράξεων με την «κοινωνία των πολιτών» και τον ιδιωτικό τομέα.
Μακροσκοπικά, οι παραπάνω εξελίξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική πολιτική της ΕΕ λειτούργησε περισσότερο σαν δούρειος ίππος εξυπηρέτησης των οικονομικών στόχων των νεοφιλελεύθερων ελίτ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο σοβιετικός κίνδυνος έπαψε να υφίσταται, παρά ως εργαλείο άμβλυνσης των διαρκώς αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων στις ευρωπαϊκές χώρες. Η πρόσφατη γεύση κυνισμού από την στάση της ΕΕ στο Προσφυγικό το επιβεβαιώνει.
Κοινωνική πολιτική και κοινωνικός έλεγχος στην Ελλάδα: Στιγμιότυπα ενός διαχρονικού φαινομένου
Η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες νότιες χώρες, δεν συγχρονίστηκαν ιστορικά με τα υπόλοιπα δυτικοευρωπαϊκά κράτη στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στον καπιταλισμό. Μεταξύ άλλων, οι λόγοι ήταν και πολιτικοί. Η κοινωνική πολιτική, κατά τα πρότυπα του δυτικού κόσμου, απαιτούσε την ενίσχυση της ιδιότητας του πολίτη και όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή – αναφερόμαστε πάντοτε σε επίπεδο διακηρύξεων. Άρα, η συζήτηση για κοινωνικά δικαιώματα στις προαναφερθείσες χώρες αποκτά νόημα μετά από τις μεταβάσεις στην αστική δημοκρατία που έλαβε ουσιαστικά χώρα, με διαφορετικούς τρόπους, τη δεκαετία του 1970.4 Στην Ισπανία με τη μορφή των ημι-ελεύθερων εκλογών που σταδιακά απομάκρυναν το καθεστώς Φράνκο. Στην Πορτογαλία παρατηρούνται ιδιαιτερότητες: το δικτατορικό καθεστώς ανετράπη από μια ομάδα στρατιωτικών και από τη λαϊκή κινητοποίηση κατά την λεγόμενη «επανάσταση των γαρυφάλλων»· αλλά η τροπή που πήρε η μετάβαση στην Πορτογαλία, με τον Ψυχρό Πόλεμο σε εξέλιξη, ανησύχησε αρκετά το δυτικό στρατόπεδο, καθώς οι πρώτες κυβερνήσεις που πρόεκυψαν είχαν αρκετά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο σημερινό κοινωνικό πρόσημο του Συντάγματος της Πορτογαλίας. Στην Ιταλία η θεμελίωση του κοινωνικού κράτους είχε αρχίσει νωρίτερα, καθώς με την ήττα του Μουσολίνι και με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε σε καθεστώς αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα με την περίφημη Μεταπολίτευση.
Εξετάζοντας την εξελικτική διαμόρφωση του κοινωνικού σχηματισμού εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η κοινωνική πολιτική χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως μέσο κοινωνικού ελέγχου της ελληνικής κοινωνίας. Η θεμελίωση των πρώτων κρατικών θεσμών κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα συμβαίνει κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ένα μέρος της αστικής τάξης της εποχής, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο πλαίσιο εκτόπισης του νεοεμφανιζόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος, προχωρά σε μια σειρά εργατικών και κοινωνικών μέτρων. Παρεμβάσεις στα πεδία της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής πρόνοιας, της προστασίας της υγείας και της εργασίας, αποσκοπούσαν στην παροχή κοινωνικών ελαχίστων για τη διαχείριση οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων, συνδυαστικά με την εκδίωξη των φορέων της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Στην ίδια πορεία θεμελίωσης μέτρων κοινωνικής πολιτικής κινείται και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, υλοποιώντας απλώς αποφάσεις που βέβαια είχαν ήδη θεσμοθετηθεί, χτίζοντας το μύθο του φιλεργατικού Μεταξά. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του ΙΚΑ. Ο Ιωάννης Μεταξάς έκοψε μόνο την κορδέλα του ιδρύματος. Τα νομοσχέδια ίδρυσής του είχαν ήδη ψηφιστεί από κυβερνήσεις Βενιζελικών και Λαϊκών.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, υπήρξε για σχεδόν δύο δεκαετίες στην Ελλάδα μια εξαιρετικά ασταθής αστική δημοκρατία και ύστερα ένα επταετές δικτατορικό καθεστώς. Με το κράτος να διαχωρίζει τους πολίτες του σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα» (χαρακτηρισμός των ηττημένων από τους νικητές του Εμφυλίου Πολέμου), ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λάου βρίσκονταν υπό διαρκή κοινωνικό αποκλεισμό σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής: εργασιακή, πολιτική, εκπαιδευτική κ.ο.κ. Σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκονταν μεγάλα τμήματα του ισπανικού και του πορτογαλικού λαού υπό τα δικτατορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ αντίστοιχα. Όπως διατύπωσε και ο T.H Marshall στο γραμμικό θεωρητικό του σχήμα, πρώτα εδραιώνονται τα αστικά δικαιώματα, ακολουθούν τα πολιτικά και ύστερα εμφανίζονται τα κοινωνικά δικαιώματα.
Επιλογές προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ενθάρρυναν και οι εσωτερικοί αλλά και εξωτερικοί (όπως το Σχέδιο Μάρσαλ) παράγοντες διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής, όπως και της παραγωγικής ανασυγκρότησης του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο έργο του Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Μεταπολεμική Ελλάδα, η επιλογή ενίσχυσης των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων εμπεριείχε την αποφυγή διαμόρφωσης μιας ισχυρής ενιαίας εργατικής τάξης όπου θα ελλόχευε ο κίνδυνος προλεταριοποίησης ενός μεγάλο μέρους του πληθυσμού. Με αντίστοιχη ματιά, κατά προέκταση, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και η πολυδιάσπαση στο ασφαλιστικό σύστημα που διήρκησε ως και την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, παρά την εκλογική επιτυχία της συντηρητικής Νέας Δημοκρατίας και την διακυβέρνηση από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Γεώργιο Ράλλη, το νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα βρίσκονταν σε σταθερά ανοδική πορεία. Όσο πλησιάζουμε χρονικά στο ορόσημο των εκλογών του 1981, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις πληθαίνουν (μια γρήγορη ματιά στα σχετικά στατιστικά στοιχειά αρκεί). Η στρατηγική της βίαιης καταστολής από τις συντηρητικές κυβερνήσεις, ακόμα και σε συνδυασμό με τις πολιτικές κάποιων παροχών, φαίνονταν αδύνατο να ανακόψουν αυτή την άνοδο. Υπήρχε μια ιστορική πίεση από αυτούς που έντεχνα ονόμαζε ο Ανδρέας Παπανδρέου «μη προνομιούχους», οι οποίοι ζητούσαν δικαίωση.
Το ΠΑΣΟΚ συνήθιζε να κρύβεται πίσω από τη δικαίωση των (καθόλου ασήμαντων) αιτημάτων δεκαετιών: την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τον τερματισμό της αντιμετώπισης ενός μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων ως «μιασμάτων» εξαιτίας των ιδεολογικών τους καταβολών, τον πολιτικό γάμο, άλλα μέτρα κοινωνικής πολιτικής όπως το συνταξιοδοτικό σύστημα, η θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ο νόμος-πλαίσιο που οδήγησε στον εκδημοκρατισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Έπαιξε το ΠΑΣΟΚ τον ρόλο του αναχώματος για το εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1980; Ή, για να θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά, οι μετασχηματισμοί της δεκαετίας του 1980 στην κοινωνία και στην οικονομία (παραγωγική διαδικασία) χρειάζονταν ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία; Τα μικροαστικά και άλλα ενδιάμεσα (μη προλεταριακά) στρώματα εκείνη την δεκαετία είχαν αρχίσει να διογκώνονται σχηματίζοντας μια μεσαία τάξη, όπως υπήρχε στις περισσότερες δυτικές χώρες, η όποια διατηρήθηκε ως την τρέχουσα οικονομική κρίση. Εκείνη την περίοδο, η αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής ενίσχυσαν αρκετά τη νομιμοποίηση του συστήματος και απομάκρυναν τους τριγμούς που δημιουργούνταν τα προηγούμενα χρόνια από τους εργατικούς αγώνες. Το ΠΑΣΟΚ, ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επιχειρούσε διαρκώς να παρουσιάζεται ως φορέας δικαίωσης της εργατικής τάξης.
Ενδιαφέρον έχει επίσης η πολιτική του κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Αξίζει να σκεφτούμε ότι όπως υπήρξε διαφορά φάσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, έτσι αντίστοιχα υπήρξε και στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που είχαν κάνει την εμφάνιση τους από το γνωστό δίδυμο Ρέιγκαν και Θάτσερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Παρόμοιες πολιτικές βέβαια άρχισαν να εφαρμόζονται από την κυβέρνηση του χριστιανοδημοκράτη καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ και του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιτεράν σε Γερμανία και Γαλλία αντίστοιχα. Μια περιορισμένη απόπειρα εφαρμογής τέτοιων πολιτικών στην Ελλάδα, που τοποθετούσε στο στόχαστρο τα εργατικά στρώματα, γίνεται μετά τις εκλογές του 1985 με τα λεγόμενα σταθεροποιητικά προγράμματα και με υπουργό Οικονομικών τον Κώστα Σημίτη. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια σειρά από αλλαγές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό και διακόπηκε μερικώς.
Η ρητορική του ΠΑΣΟΚ σχετικά με τις παροχές αλλά και η προσπάθεια αύξησής τους στο διάστημα που απέμενε ως τις εκλογές του 1989, αποτύπωνε σε έναν βαθμό την αντίληψή του γύρω από την κοινωνική πολιτική συνολικά. Μια εργαλειακή κατάχρησή της, η οποία ικανοποιούσε τα «χρήσιμα» εκλογικά στρώματα και κατεύναζε προσωρινά ένα τμήμα των εργατικών στρωμάτων. Μια κοινωνική πολιτική που ικανοποιούσε μεν ορισμένες πραγματικές ανάγκες κάποιων τμημάτων του πληθυσμού αλλά ασκούνταν χρησιμοθηρικά για την παραμονή στην εξουσία.
Μπορούμε σαρκαστικά να θυμηθούμε την Αργεντινή του Χουάν Περόν: ο Περόν, έχοντας καταχραστεί μεγάλο μέρος του δημόσιου πλούτου, διακήρυττε τον αγώνα καταπολέμησης της φτώχειας. Ακόμα και την περίοδο της καθόδου του απολάμβανε στήριξη από τα λαϊκά και κυρίως από τα συντεχνιακά οργανωμένα μικροαστικά στρώματα. Το σύνθημα των οπαδών του, που έμεινε στην Ιστορία, συμπυκνώνει αυτή τη λογική: “Ladrón o no ladrón, lo queremos a Perón”.5
___
1 Williamson D. G. (2014), Bismarck and Germany, 1862-1890, London: Routledge
2 Parkin F. (1974), Social Analysis of Class Structure, London: Tavistock Publications
3 Miliband R. (1969), The State in Capitalist Society, New York: Basic Books
4 Ferrera, M. (1996) “The Southern Model of Welfare in Social Europe”, Journal of European Social Policy, 6 (1): 17-37
5 «Μπορεί να είναι κλέφτης αλλά εμείς τον Περόν θέλουμε»