Η κυνική και ένοχη σιωπή της Έφης Αχτσιόγλου
Η απροθυμία της Έφης Αχτσιόγλου να αρθρώσει έστω και μία φράση για να εξηγήσει την κυβερνητική θέση για τις αλλαγές στο δίκαιο περί απεργίας συγκεφαλαιώνει την ένοχη παραδοχή ότι αυτή η κυβέρνηση όντως ετοιμάζεται να ακυρώσει το εργατικό δίκαιο όπως το γνωρίζαμε.
Χάζευα το βίντεο από την σημερινή παρέμβαση του ΠΑΜΕ στο υπουργείο Εργασίας. Μου έκανε εντύπωση η απροθυμία της υπουργού Έφης Αχτσιόγλου να αρθρώσει μια πειστική απάντηση ή εξήγηση για αυτό που ετοιμάζεται να νομοθετήσει η κυβέρνηση, πέραν αυτού του «δεν θα το πάρουμε πίσω» που ακούγεται προς το τέλος. Ούτε καν στους δημοσιογράφους δεν θέλησε να κάνει μια δήλωση.
Και ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Στην πραγματικότητα η Έφη Αχτσιόγλου δεν έχει να πει κάτι. Πέραν ίσως από ένα προκαταβολικό mea culpa, όχι ως αυτοκριτική αλλά ως παραδοχή ότι όντως η ενοχή της είναι πραγματική. Αυτή, η νεαρή δικηγόρος, με το αντικείμενο της διδακτορικής της διατριβής να αφορά το πώς περιορίζονται τα συνδικαλιστική δικαιώματα στο όνομα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, έρχεται τώρα ως αρμόδια υπουργός να νομοθετήσει σε αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή να περιορίσει ένα συνδικαλιστικό δικαίωμα, αυτό της απεργίας, στο όνομα της απελευθέρωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Γιατί μικρή σημασία έχει εάν η κυβέρνηση φέρνει μια πιο περιορισμένη έκταση της εφαρμογής του κανόνα της απαρτίας 50% από ό,τι αρχικά. Η ουσία παραμένει: η κ. Αχτσιόγλου εκκινεί τη διαδικασία αποδόμησης του πυρήνα των διατάξεων του Ν. 1264 που αφορούν τη δράση των σωματείων. Εάν μπορεί να αλλάξει κάτι που αφορά το ζήτημα της απεργίας, επόμενο είναι σε επόμενες φάσεις να ανατραπούν και άλλες κατακτήσεις. Για να καταλήξουμε σε μια συνθήκη όπου κατά βάση το εργατικό δίκαιο θα ορίζεται ως μηχανισμός προστασίας των εργοδοτών και όχι των εργαζομένων.
Και η κ. Αχτσιόγλου έχει πλήρη επίγνωση ότι κάνει αυτό ακριβώς. Έχει μελετήσει το σχετικό ζήτημα και στην ευρωπαϊκή του διάσταση και γνωρίζει πολύ καλά ποιες επιπτώσεις έχει η διαδικασία αναμόρφωσης του εργατικού δικαίου σε αυτή την κατεύθυνση.
Θα μπορούσε, βέβαια, να δοκιμάσει να πει, όπως κατά καιρούς έχουν κάνει και άλλες κι άλλοι μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ ότι «αναγκάζεται» να πάρει αυτά τα μέτρα. Όμως, το «αναγκάζομαι» να κάνω κάτι, ενώ «δεν το θέλω», στην πραγματικότητα αποτελεί απλώς ένα μηχανισμό διαχείρισης. Οι άνθρωποι κατά βάθος είμαστε αυτό που κάνουμε, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που «αναγκαζόμαστε» να κάνουμε. Και από ένα σημείο αυτό που «θέλουμε» είναι αυτό που κάνουμε. Η απόσταση ανάμεσα σε «θέλω» και «αναγκάζομαι» μπορεί να μας φαίνεται παρήγορη, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Έτσι και η κ. Αχτσιόγλου συνειδητοποιεί ότι δεν «αναγκάζεται να…» αλλά «απλώς είναι» νεοφιλελεύθερη. Η σιωπή της απλώς υπογραμμίζει, σαν τις μουσικές παύσεις, το αμετάκλητο της μετάβασης. Και ο εκνευρισμός της την επιθυμία να ξεμπερδεύει με μια ενοχλητική διακοπή από τη δουλειά που θέλει να φέρει σε πέρας.