Η εξαίρεση της Πλατείας Θεάτρου
Βίντεο κλιπ στην Ευριπίδου, διαφήμιση στη λαχαναγορά και ένα πτώμα στη μέση...
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το περιστατικό ξεκίνησε στις 11:30 το πρωί ενός Σαββάτου του περασμένου Δεκεμβρίου και διήρκησε μόλις λίγα λεπτά. Ένας 38χρονος άνδρας, καταζητούμενος από τις αρχές, άνοιξε πυρ κατά των αστυνομικών που τον καταδίωκαν μέσα στη Βαρβάκειο Αγορά. Προσπαθώντας να διαφύγει, κατάφερε να διασχίσει την οδό Αθηνάς. Φτάνοντας στον υπερυψωμένο χώρο της Πλατείας Θεάτρου, έστρεψε στο κεφάλι του το όπλο που κρατούσε και αυτοκτόνησε. Στις φωτογραφίες, ένα λευκό σάβανο καλύπτει το πτώμα που περιμένει την αποκομιδή του, ενώ ο επίλογος όλων των δημοσιευμάτων αφήνει υπόνοιες για σχέσεις του αυτόχειρα δράστη με τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – κάτι που στον δικαστικό νου των αστυνομικών συντακτών και των θερμότερων αναγνωστών τους αναμένεται να απαλείψει μέρος της συμπόνοιας του κοινού.
Η ώρα και η μέρα της αυτοκτονίας του 38χρονου είναι ασυνήθιστες – αν και μάλλον το ελληνικό φράγμα της ιδιωτικότητας της πράξης έσπασε οριστικά όταν ο Δημήτρης Χριστούλας έβαλε τέλος στη ζωή του τον Απρίλιο του 2012, καταμεσής της Πλατείας Συντάγματος. Για να ανοίξει ωστόσο τις πόρτες του σπιτιού η έσχατη απόφαση και να βγει στο φως της μέρας, πρέπει να συντρέχουν κάποιες εξαιρετικές συνθήκες. Συνθήκες όπως μια αδιέξοδη αστυνομική καταδίωξη στην περίπτωση του -ανώνυμου για το κοινό- 38χρονου ή το ξερίζωμα μιας ολόκληρης κοινωνικής κανονικότητας σ’ αυτή του 77χρονου συνταξιούχου. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι το συχνότερο περιβάλλον της αυτοκτονίας είναι οι ώρες μετά τα μεσάνυχτα στη μοναξιά της κατοικίας, πράγμα που καλλιέργησε και η μυθολογία της αυτοκτονίας, με οδυνηρές συνέπειες που δεν διαμεσολαβούνταν από εικόνες.
Όχι ότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν έχουν προηγούμενο. Καταδιώξεις έχουν σίγουρα καταλήξει και άλλες φορές σε αυτοκτονίες, ενώ οι αυτοκτονίες διαμαρτυρίας -τις οποίες ο Αλμπέρ Καμύ διαχώριζε από τις υπόλοιπες εκδοχές που μελέτησε στη διάσημη πραγματεία του περί του θέματος- από τη στιγμή που έχουν χαρακτήρα δημόσιας παρέμβασης, συμβαίνουν σε πολυσύχναστους χώρους τις ώρες αιχμής. Η διάσημη ασπρόμαυρη φωτογραφία από την αυτοπυρπόληση του βιετναμέζου μοναχού Θικ Κουάνγκ Ντουκ έχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο πλήθος στο φόντο, ενώ οι σκιές της δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το συμβάν έλαβε χώρα μέρα μεσημέρι.
Η περίπτωση της καταδίωξης και κατάληξης του 38χρονου, ωστόσο, είναι αξιοσημείωτη ως εξαίρεση, καθώς λίγους μήνες μετά, μια διαφήμιση και ένα βίντεο κλιπ -πλάσματα της ημέρας- έτυχε να διαλέγουν τις βραδινές και τις πρώτες πρωινές ώρες για να απεικονίσουν την ίδια περιοχή και συγκεκριμένα τους δύο διαδρόμους της λαχαναγοράς που πλαισιώνουν το ύψωμα της Πλατείας Θεάτρου.
Η πιο πρόσφατη διαφήμιση της μπίρας Άλφα οικειοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό την ελληνική γραφικότητα ώστε να βρεθεί πολύ βαθιά στην επικράτεια της γελοιότητας. Ο γιός ενός μανάβη αποφασίζει μεγαλώνοντας να εγκαταλείψει εξοργισμένος την δουλειά στην επιχείρηση του πατέρα του. Γρήγορα εναλλασσόμενα πλάνα τον δείχνουν να μελετάει σκληρά και να καταλήγει καλοντυμένο στέλεχος μιας επιχείρησης, όσο ο πικραμένος πατέρας μαραζώνει μόνος του. Στο τέλος της διαφήμισης, ο απολωλός αμνός εμφανίζεται με τα νέα ρούχα της δουλειάς του να βοηθήσει τον πατέρα του να βάλει τα καφάσια στο βαν. Η συμφιλίωση των γενεών σφραγίζεται με μια μπίρα. Η διαφήμιση προσέφερε απλόχερα αφορμές για κοροϊδία: από τη μελό απεικόνιση του οικογενειακού δράματος μέχρι τη χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ταξική ανέλιξη του υιού κι όλο αυτό βωβό, συνοδεία ενός τραγουδιού του Δημήτρη Μητροπάνου, μια παρωδία φολκλόρ που ελάχιστα θα μπορούσε να αγγίξει κάποιον σήμερα. Η παραβολή του ασώτου επέστρεφε γελοιοποιημένη και με χαλαρότερους συμβολισμούς, παραδομένη στις ανάγκες του τμήματος πωλήσεων της δημοφιλούς μπίρας. Η ατμοσφαιρική πινελιά της λαϊκότητας ήταν ο διάδρομος της λαχαναγοράς προς την πλευρά της Σοφοκλέους, κατάφωτη στη μέση της νύχτας για τις ανάγκες της διαφήμισης.
Ομολογουμένως, η διαδρομή της Μαρίνας Σάττι και των χορευτριών της στο βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Μάντισσα», απ’ την Ευριπίδου μέσα στη λαχαναγορά και η απόληξή τους στην οδό Αθηνάς έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον – και όχι μόνο για τις 360.000 προβολές που μάζεψε σε ένα εικοσιτετράωρο στο YouTube, ούτε για το ήδη πολυσυζητημένο μονοπλάνο του. Η τραγουδίστρια και μουσικός περιέγραψε την επιλογή της να κινηθεί στην περιοχή: «Είχα την ιδέα για το βίντεο καιρό τώρα και ήθελα να βγούμε στην Αθηνάς. Όλοι μου έλεγαν ότι δεν μπορούμε να βγούμε στην Αθηνάς…αλλά να που όλα γίνονται…δε θα πω λεπτομέρειες ακόμα γιατί φοβάμαι μη μπούμε φυλακή, αλλά η φάση είναι guerrilla. Πάμε το κάνουμε, το γυρνάμε και τρέχουμε!». Το δε κομμάτι που έδωσε την αφορμή χαρακτηρίζεται από «κάποια στοιχεία της παράδοσης, στοιχεία της κουλτούρας μας -τα οποία ίσως για μερικούς να γράφουν πια ως “υποκουλτούρα”- και στοιχεία της urban ζωής που ζούμε σαν νέοι στο 2017».
Το υπογάστριο της οδού Αθηνάς είναι πράγματι “urban” κι αυτό εκτίμησαν αμφότεροι οι σκηνοθέτες της διαφήμισης και του βίντεο κλιπ. Αντιστεκόμενη στις απόπειρες στο δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας να συμμορφωθεί στα πρότυπα της Πλατείας Καρύτση, η περιοχή γύρω από την Πλατεία Θεάτρου είναι σήμερα αισθητά διαφορετική από οποιοδήποτε άλλο αθηναϊκό τοπίο. Το Guru Bar και το Soul που πήγαν να ανοίξουν τον δρόμο για την «ανανέωση» έκλεισαν νωρίς, αντίθετα με το Δίπορτο, την Κληματαριά, τα Καραμανλίδικα και τα μαγαζία μπαχαρικών και αλλαντικών. Τα τελευταία χρόνια, αντί να γεμίσουν μπαρ, οι δρόμοι εμπλουτίστηκαν με φαγάδικα μεταναστών από αραβικές -κυρίως- χώρες, κάποια απ’ τα οποία προσελκύουν αρκετά συχνά και τον hipster κόσμο της πόλης. Η Διπλάρειος Σχολή σήμερα φιλοξενεί κάθε είδους καλλιτεχνική δράση του πολιτισμού των Ιδρυμάτων, παρότι η αναβίωση του χώρου στην υπηρεσία του πνεύματος φέρει το τραύμα ότι ξεκίνησε με τις βίαιες επιχειρήσεις-σκούπα του 2011 γύρω της, πριν τα εγκαίνια της 3ης Μπιενάλε της Αθήνας. Η τάση ομογενοποίησης των γειτονιών της Αθήνας που επιχείρησε βίαιη εισβολή στην Πλατεία Θεάτρου αποβλήθηκε σαν ξένο σώμα, αφήνοντας πίσω ένα τελευταίο τετράγωνο με χαρακτήρα που οριοθετείται συμβολικά απ’ την κεντρικότερη πλατεία της πρωτεύουσας, την πολιτισμική νησίδα της Βαρβάκειου Αγοράς, το απότομα τουριστικοποιημένο Ψυρρή και τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στην Πλατεία Κουμουνδούρου.
Τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων μαρτυρούν ότι το βίντεο κλιπ γυρίστηκε ξημερώματα. Η χορογραφία του σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική επιλογή παραπέμπει ανοιχτά σε flash mob και έτσι μάλλον αντιμετωπίζεται από τους περαστικούς. Η χορευτική ομάδα είναι μόνο έμφυλα προσδιορισμένη· καταφάσκει κατά τ’ άλλα σε διάφορες εθνότητες, τύπους σωμάτων και στυλ. Κοινή συνισταμένη της ενδυματολογίας είναι μόνο το «ατημέλητο» που προέκυψε απ’ την τομή στα περιοδικά μόδας κατά τη δεκαετία του 2000. Το δε τραγούδι που δίνει την αφορμή είναι ένα εύθυμο υβρίδιο της παραδοσιακής μουσικής, όπως την ενσωμάτωσε το έντεχνο, με κάτι ακαθόριστα ηλεκτρόνικο.
Στο βίντεο, η περιοχή της Πλατείας Θεάτρου είναι μια πολιτισμική σταθερά, ένα αναγνωρίσιμο στοιχείο οικείοτητας. Τα υπόλοιπα συστατικά του μπολιάζουν τα σημερινά δεδομένα με γραμμές φυγής ή προοπτικές ανανέωσης. Αποτυπώνεται, άλλοτε παραστατικά κι άλλοτε μέσα απ’ τις λεπτομέρειες, η αντιφατική μετατροπή της Αθήνας σε σύγχρονη μεγαλούπολη. Απ’ τη μία, μια διογκούμενη θετικότητα ενάντια στους πολιτισμικούς διαχωρισμούς και τις ιεραρχήσεις. Απ’ την άλλη, μία πόλη που αποξενώνει όλο και περισσότερο, παραχωρόντας μόνο νησίδες στην αυθεντικότητα. Ένα «βρώμικο» κάδρο για να αντισταθμίσει την καθαρότητα της αρμονικής χορογραφίας. Μία εξαίρεση για την ποπ μουσική να βγει στον δρόμο τα ξημερώματα. Μία αναλαμπή του παλιού για να υποδεχθεί το καινούργιο, ως ομοίωμα πια, ως μία “urban” επιλογή που θα αλατίζει αισθητικά βίντεο κλιπ, διαφημίσεις και αστυνομικά ρεπορτάζ κατά το δοκούν, καθώς έξω από τα σύνορά της καταργούνται τα παλιότερα περάσματα ανάμεσα σε γειτονιές, κουλτούρες και χαρακτήρες, αφήνοντας ένα άχρωμο, άγευστο και άνευρο μίγμα που έχει αφομοιώσει τη μεγάλη προφητεία του εκσυγχρονισμού ότι «τα καφενεία θα γίνουν πια καφετέριες».
Δεν είναι εύκολο να φύγει από τη μνήμη πόσο διαβρώθηκε -μεταξύ πολλών άλλων- η εμπειρία της Αθήνας από την έφοδο της Χρυσής Αυγής στις γειτονιές. Αναμφίβολα, το γεγονός και μόνο ότι η ποπ μουσική του σήμερα έχει να δείξει πολυσυλλεκτικές εικόνες απ’ τα σπλάχνα της Αθήνας, παρά την ελαφρότητά του είδους, είναι ένας καλός οιωνός για το μέλλον της. Άλλωστε, με τη σταδιακή ενηλικίωση των δεύτερης γενιάς μεταναστών έχει έρθει η πρώτη φορά που η συνύπαρξη ντόπιων και μεταναστών δεν είναι παράλληλη, αλλά οργανική. Το επόμενο βήμα είναι υλικό· να σταματήσει η Αθήνα να αποτελεί κάτι ανάξιο απεικόνισης και να γίνει αντικείμενο οικειοποίησης, ώστε να μην περιορίζεται σε ειδικές ζώνες που περισώζουν μια ζωντάνια. Να μπορεί να βρεθεί ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας σε πλάνα από κάθε αθηναϊκή γωνία και όχι μόνο στο ένα και μοναδικό μέρος της πόλης που γλίτωσε από τη λαίλαπα του ανασχεδιασμού του.