Η έκθεση GR80s και το Ακραίο Κέντρο
Μια κριτική για την έκθεση «GR80s – Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» - ή, αλλιώς, το δυστοπικό μέλλον της δεκαετίας του Ογδόντα.
Η επιγραφή στο κιόσκι που στεγάζει τα εκδοτήρια εισιτηρίων στην είσοδο της έκθεσης GR80s – Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη αποτελεί εξαρχής ένα διεισδυτικό σχόλιο για τα όσα ακολουθούν: «Το κατάστημα δεν διαθέτει POS». Η υπόσχεση του μηνύματος της έκθεσης για τα ελληνικά 80s περνάει από την πληρωμή του αντιτίμου μετρητοίς. Πληρωμή που ο υπάλληλος τοποθετεί στο ταμείο, δίπλα στο τασάκι του – προοίμιο για τους πολλούς εθελοντές(;) και υπαλλήλους της έκθεσης που καπνίζουν εν ώρα εργασίας. Μετρητά και τσιγάρο. Σταγονίδια «πραγματικότητας» μιας Ελλάδας που «αντιστέκεται στον εκσυγχρονισμό», τα οποία τρυπώνουν μέσα από την περίφραξη της αναπαράστασης μιας Ελλάδας που «εκσυγχρονίστηκε αντιστεκόμενη». Οι καλύτερες, ίσως, στιγμές μιας έκθεσης είναι τα αενάως διαφεύγοντα μετασχόλια της πραγματικότητας πάνω στην επιμελητική αγωνία σταθεροποίησης του αφηγήματος.
Επιμελητική αγωνία που συνοψίζεται, κατά την διατύπωση της έκθεσης GR80s, στην οικοδόμηση ενός «ραντεβού με την ιστορία μας». Από αυτή τη μικρή φρασούλα αρχίζουν όλα: στην είσοδο του κεντρικού κτηρίου της έκθεσης μπορεί να διαβάσει κανείς, στο γενικό σκεπτικό των επιστημονικών επιμελητών της, δηλαδή του Παναγή Παναγιωτόπουλου (επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ) και του Βασίλη Βαμβακά (επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ), πως η επιλογή των 80s γίνεται ώστε να καταδυθεί κανείς στην ιστορία χωρίς τη δίδυμη απειλή αφενός της νοσταλγίας και αφετέρου της δαιμονοποίησης.
Το Λεξικό της δεκαετίας του 80
Ευθύς εξαρχής, βεβαίως, πρέπει να αναφερθεί πως η έκθεση GR80s δεν αποτελεί ένα αυτόνομο γεγονός, αλλά συναρτάται με την έκδοση του Λεξικού της δεκαετίας του 80. Ή, μάλλον, ορθότερα, με την επανέκδοσή του. Κι αυτό γιατί η ιστορία του λεξικού αυτού, που επίσης έχουν επιμεληθεί ο Βασίλης Βαμβακάς και ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, πρέπει να χωριστεί σε δύο διακριτές εποχές.
Η εποχή της πρώτης έκδοσης –από τις Εκδόσεις Πέρασμα, το 2010– είναι αυτή μιας διεπιστημονικής πραγμάτευσης της δεκαετίας του ’80, στον απόηχο της ευημερίας της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, με αίτημα την αποκάθαρση της περιόδου από το στίγμα μιας επέλασης του μικροαστισμού, στίγμα που της απέδωσε η πολιτιστική ηγεμονία της ανανεωτικής Αριστεράς και της ελιτιστικής Δεξιάς. Σ’ αυτό το χρονικοκοινωνικό πλαίσιο, το Λεξικό της δεκατίας του 80 αναλαμβάνει να εντάξει στην επιστημονική πραγμάτευση ό,τι θεωρείται έλασσον και περιφρονητέο. Συγκροτεί, έτσι, έναν καλειδοσκοπικό τρόπο θεώρησης, που «ανοίγει» την πρόσφατη ιστορία, αποσταθεροποιεί τις στέρεες εννοιολογήσεις και λειτουργεί ως δημόσια παρέμβαση.
Η δεύτερη έκδοση του Λεξικού της δεκαετίας του 80 –χαρακτηριστικά, από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, το 2014– συμβαίνει πια μέσα στην ολοκληρωτική περιδίνηση της κρίσης και των μνημονίων και εγγράφεται σ’ ένα ολωσδιόλου διαφορετικό πλαίσιο, δείχνοντας πώς το ίδιο έργο μεταλλάσσεται όταν χρησιμοποιείται για διαφορετικό σκοπό, παρόλο που τα θεμέλια υλικά του παραμένουν ίδια. Εδώ, ο στόχος είναι αντίστροφος: όχι να «ανοίξει» τη συζήτηση, αλλά να την «κλείσει». Η αβεβαιότητα που η κρίση επέφερε στη μεταπολιτευτική συναίνεση απαντήθηκε από κάποιους με την αναζήτηση, μεταξύ άλλων, μιας αρχής του κακού: η δεκαετία του 80 γίνεται τώρα η πηγή του λαϊκισμού που πρέπει να εκδιωχθεί. Κι ένα έργο που όταν πρωτοεκδόθηκε διεκδικούσε μάλλον να αντισταθεί στην εργαλειακή χρήση της εξιστόρησης της δεκαετίας από διάφορα ιδεολογικά οπλοστάσια, εντάσσεται πλέον το ίδιο ως εργαλείο σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο τέτοιο ιδεολογικό οπλοστάσιο.
Ωστόσο, όσο ιδεολογικά φορτισμένη κι αν υπήρξε η επανέκδοση του Λεξικού της δεκαετίας του 80, δεν έπαυε να αποτελεί μια εντός της επιστημονικής δημοσιότητας πρόταση, ενσωματώνοντας και το αντίστοιχο τυπικό. Μια έκθεση, όμως, είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση.
Ceci n’est pas une exposition
Η σωματικότητα της συμμετοχής, η κατασκευή ενός περιβάλλοντος προορισμένου να δεχτεί σώματα που κινούνται βλέποντας και η ενσώματη καταβύθιση σ’ αυτό το περιβάλλον, καταστατικά δηλαδή χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κλασικής στην αντίληψή της έκθεσης, σημαίνουν ότι πλέον υπάρχει και μια απολύτως υλική ιεράρχηση για την οποία πρέπει να ληφθούν κάποιες αποφάσεις, από τις οποίες θα προκύπτει ένα πολιτικό αποτέλεσμα. Η απόφαση, λόγου χάρη, να δεσπόζει μια μεγάλη κούτα pampers σ’ έναν από τους κεντρικούς χώρους είναι ως προς αυτό ενδεικτική. Ποτέ σε μια έκθεση δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί πως οι όποιες συμπληρωματικές πληροφορίες αντισταθμίζουν τον τρόπο που η υλική παρουσία μιας κούτας pampers ορίζει την χωρική, τη σωματική εμπειρία. Μια κούτα pampers δεν είναι ένα λήμμα για το σκάνδαλο Κοσκωτά.[i] Τα ψηφοδέλτια που κρέμονται από το ταβάνι δεν συνιστούν μια πραγμάτευση των ιδιαίτερων εκλογικών αναμετρήσεων της δεκαετίας αλλά μια συγκεκριμένη οργάνωση του χώρου, όπου μια αισθητικοποιημένη απεικόνιση της «δημοκρατίας» μάς πέφτει στο κεφάλι. Η σκηνή της άφιξης του Ανδρέα Παπανδρέου στο αεροδρόμιο το 1988, κατασκευασμένη με playmobil, δεν είναι μια αυτονόητη, απλή μετάφραση του γνωστού επεισοδίου της δύσης της καριέρας του πιο επιδραστικού πολιτικού της δεκαετίας. Είναι μια καθοριστική επισφράγιση μιας συγκεκριμένης αφήγησης στον χώρο, με όρους αισθητικής πρόσληψης, μια διάνοιξη χώρου που δημιουργεί νέο νόημα, το οποίο βιώνεται τώρα.
Οι αποφάσεις αυτές αλλού δίνουν την εντύπωση πως λήφθηκαν μ’ έναν βαθμό αφέλειας, σαν να μην σκέφτηκε κανείς παρά μόνο πως «θα είχε πλάκα να το κάνουμε έτσι», κι αλλού μοιάζουν εξόχως σκόπιμες και υπολογισμένες. Φαντάζεται κανείς, λόγου χάρη, πως η απόφαση να υπάρξει μια προθήκη, στη θεματική με τίτλο «Καταστολή, βία και τρομοκρατία», όπου βλέπει κανείς ένα περιπολικό-παιδικό παιχνίδι μαζί με γαλόνια της αστυνομίας, είναι απλώς μια ελαφρά απάντηση στο ερώτημα «ε, και τι να βάζαμε;». Στον αντίποδα, η τοποθέτηση των pampers μοιάζει να είναι ένα κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο οργανώνεται η περιδιάβαση στην πολιτική της δεκαετίας, όπως την προτείνει η έκθεση. Η σύνδεση με το σκάνδαλο Κοσκωτά θα περάσει προφανώς απαρατήρητη από μεγάλο μέρος του κοινού —ιδίως το νεώτερο— αλλά και για το γηραιότερο κοινό το νόημα θα μεταφερθεί εύγλωττα: η πολιτική είναι ένα πεδίο που απαιτεί μεταρρυθμιστικό ξεσκάτωμα.
Σε κάθε περίπτωση, η ηχηρή απουσία της δήλωσης μιας ξεκάθαρης εκθεσιακής επιμέλειας –σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική, λόγου χάρη–, είναι η άλλη όψη της εξίσου ηχηρής δήλωσης της γενικής επιμέλειας της έκθεσης ως «επιστημονικής». Τα προβλήματα μ’ αυτό δεν περιορίζονται στην υποψία ότι οι υπεύθυνοι υποτίμησαν τι σημαίνει να στήνεις μια έκθεση, αλλά περιλαμβάνουν και το ζήτημα της επιστράτευσης ενός «επιστημονικού κύρους» σε ένα ριζικά διαφορετικό πεδίο. Οι «επιστημονικοί επιμελητές» εδώ καθιστούν την έκθεση «επιστημονική». Όσο κι αν είναι προφανή σε κάποιον εξοικειωμένο με τέτοια θέματα τα μεθοδολογικά προβλήματα της μετάβασης –κομβικά, ότι το επιστημονικό επιχείρημα όταν αισθητικοποιείται φέρει τις προ-επιστημονικές παραδοχές–, στη γενικότερη δημοσιότητα η επιστράτευση της «επιστημονικότητας» εδραιώνει μια σειρά ασύμβατων με την επιστημονικότητα αποφάσεων ως προνομιακά έγκυρη. Το «επιστημονικό» εδώ καθοδηγεί την βιωματική εμπειρία – η έκθεση ως εμπειρία αλήθειας: ελάτε να σας μάθουμε τι ζήσατε.
Φυσικά, με ξεκαθαρισμένες αυτές τις διαπιστώσεις, η έκθεση είναι απολύτως χρήσιμη ως φαινομενολογικοποίηση του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των επιμελητών. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, λίγο πιο αναλυτικά γι΄αυτό το ενδιαφέρον.
Ιεραρχήσεις και μορφές
Ένα πρώτο ζήτημα είναι αυτό τις ιεράρχησης των τμημάτων της έκθεσης καθώς και η ίδια η κατάτμηση του υλικού. Οι αναλυτικές κατηγορίες που συγκροτούν τα αντίστοιχα τμήματα της έκθεσης μοιάζουν όχι τόσο να προκύπτουν από αυτό τούτο το αντικείμενο προς μελέτη αλλά να εκφράζουν τις σύγχρονες ανησυχίες των επιμελητών τους. Δεν είναι, έτσι, τυχαίο ότι το εμφανώς πρώτο τη τάξει περίπτερο είναι αυτό της «καθαρής», θεσμικής πολιτικής, αυτής που εκφράζεται μέσα από την πορεία των πολιτικών σχηματισμών. Με τον υπότιτλο «από την “αλλαγή” στην “κάθαρση”», το περίπτερο ακολουθεί βήμα-βήμα την ιστορία των πολιτικών παρατάξεων, διεκδικώντας μια αμεροληψία (δεν παραλείπει π.χ. να αναφερθεί στο αναρχικό κίνημα), που ωστόσο αίρεται από αναχρονισμούς, όπως την απόδοση του χαρακτηρισμού του «εκσυγχρονιστή» στον Λεωνίδα Κύρκο. Αναχρονισμούς διόλου αθώους, αν αναλογιστεί κανείς τη γενεαλογική διεκδίκηση της «μετριοπαθούς Αριστεράς» στο παρόν της κρίσης.
Περισσότερο συνεπώς από το να ιστορεί, το τμήμα δείχνει να δημιουργεί γενεαλογίες για τα πολιτικά ζητήματα του παρόντος. Αυτό εξάλλου γίνεται σαφέστερο από το γεγονός ότι το δεύτερο περίπτερο δεν είναι άλλο από αυτό που αφορά την «Καταστολή, βία και τρομοκρατία», αφήνοντας για την συγκριτικά ελάσσονα συνέχεια, κάτω από τις «έμφυλες ταυτότητες», το ζήτημα λόγου χάρη του «κοινωνικού κράτους». Αυτή η σειρά ιεραρχεί προτιμήσεις και προτεραιότητες κι είναι δύσκολο να δει κανείς πώς η «τρομομοκρατία» γίνεται να αφήνει ισχυρότερο αποτύπωμα απ’ ό,τι το κράτος πρόνοιας.
Αυτή η ιεράρχιση απεικονίζει εναργώς και τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη έκδοση του Λεξικού της δεκαετίας του 80. Αυτό που στο λεξικό, υπό μορφή λημμάτων, μπορεί να είναι πολυπρισματικό και πολυφωνικό, καθώς η παρατακτική αλφαβητική τους στοίχιση απεμπολεί εν μέρει τις ιεραρχίσεις, εδώ προκύπτει ιεραρχημένο από την χωρική ανισορροπία, που ανταποκρίνεται στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος των επιμελητών (λεξικού και έκθεσης) από το πολιτισμικό στο πολιτικό. Η μετατόπιση αυτή φαίνεται στη διαχείριση των υλικών. Ενώ το ποπ, καθημερινό στοιχείο δείχνει να κυριαρχεί στον περίγυρο από την άποψη του υλικού και των επιλογών παρουσίασης (το «μαθητικό» στήσιμο με τις περιγραφές σε πρόχειρα εκτυπωμένες σελίδες), εντούτοις το «μεγάλο» επικαθορίζει αυτές τις μορφικές επιλογες με έναν τρόπο που τις ακυρώνει. Οι συνεχείς μεταβάσεις από το «μεγάλο» στο «μικρό» δημιουργούν γκροτέσκες εντάσεις που αναδεικνύουν και τα ιδεολογικά τυφλά στοιχεία.
Δύο παραδείγματα είναι, νομίζουμε, αρκετά: Πρώτον, ενώ το τμήμα για τις «έμφυλες ταυτότητες» εστιάζει στη «μεγάλη αφήγηση» των δικαιωμάτων, έχοντας ως αιχμή τα δικαιώματα των γυναικών και των γκέι, παρακάτω το τμήμα «μόδα-ντίσκο» περιλαμβάνει αποκλειστικά γυναικεία ρούχα. Η μόδα ως «γυναικεία υπόθεση» είναι η «μικρή», καθαρή ιδεολογικά όψη της «μεγάλης» χειραφετητικής πορείας της δεκαετίας. Δεύτερον, αυτό το ποπ, που ζει και εμπνέει και σήμερα, αντιτίθεται στη «λαϊκότητα» που αναπαράγεται αποικιοκρατικά. Το «λαϊκό» είναι το κιτς όπως φαντασιώνεται κάποιος ότι το ζουν τα κατώτερα στρώματα: από την επιλογή της μουσικής ως την την ενδυμασία. Τα δύο παραδείγματα συνθέτουν τρόπον τινά ένα επιχείρημα: το ποπ κανονικοποιεί τα σώματα που του προσφέρει ως ίσα η δικαιωματική πολιτική πρώτης ταξης, για να απορρίψει από αυτά τη λαϊκότητα.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της εύγλωττης ανομοιογένειας των μορφικών επιλογών. Η χρήση της τέχνης στην έκθεση είναι αποκαλυπτική. Μπαίνοντας κανείς στο πρώτο περίπτερο, αυτό της πολιτικής, βρίσκεται μπροστά στις ζωγραφικές απεικονίσεις βασικών πρωταγωνιστών της δεκαετίας. Για αυτές τις απεικονίσεις έχει επιλεχθεί η τεχνική της ακουαρέλας, σε μια σειρά έργων του Νικόλα Ζήσιμου, μια συντηρητική επιλογή που προσδίδει στις απεικονίσεις έναν νοσταλγικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα έναν χαρακτήρα εξοικείωσης με το μέσο, κοινό γούστο. Στο περίπτερο της μόδας, από την άλλη, βλέπουμε τον πιο μορφικά ακραίο πειραματισμό της έκθεσης: ήδη στα σκαλιά που οδηγούν εκεί υπάρχει έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου που σχολιάζει τον γκλαμ χαρακτήρα της περιόδου, ενώ και στο κυρίως θέμα του περιπτέρου, τα μανεκέν προικίζονται με κεφαλές από χαρτόνι, ζωγραφισμένες από την Ειρήνη Καραγιαννοπούλου. Με τον τρόπο αυτό οριοθετείται η επιτρεπομένη χρήση της τέχνης: κλασική και ακίνδυνη στο «μεγάλο» πολιτικό παιχνίδι, πειραματική στον ανώδυνο χώρο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Παρά τις διακηρύξεις, το υποκείμενο που προτείνει η έκθεση κανονιστικά είναι αυτό που δεν εκτρέπεται από τον μέσο κανόνα πολιτικά, ενώ απολαμβάνει τον εαυτό του ιδιωτικά κατά την αρέσκεια του. Η διάκριση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας οριοθετείται έτσι άκαμπτα και ιεραρχικά. Όπου αυτή η διάκριση σπάει, αυτό γίνεται υπό την προοπτική της υποβάθμισης του δημόσιου στο ιδιωτικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι το περίπτερο που αφορά τις εργατικές διεκδικήσεις και απεργίες. Συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο με τη λαϊκότητα ως υποδεέστερο λάιφ στάιλ, οι απεργίες συναντώνται εδώ αφενός με το κομμωτήριο (και αυτη η έμφυλη υπόμνηση ανακαλεί εδώ τα πλέον πατριαρχικά στερεότυπα, συνδέοντας την ταξική πάλη με την περμανάντ), αλλά και με την υπόμνηση ενός πρωτογονισμού, που δηλώνεται με την παρουσία ενδιάμεσα στους δύο χώρους δειγμάτων παραδοσιακής, λαϊκής ραπτικής.
Ένα τρίτο ζήτημα είναι ο τρόπος της συνάρθρωσης αυτών των στοιχείων, εκεί όπου η ιεράρχηση και η μορφή συναντώνται: στην αναπαράσταση ενός μέσου, κατά τους επιμελητές, σπιτιού της δεκαετίας του ’80. Αυτό το τμήμα της έκθεσης συμπυκνώνει τον αφ’ υψηλού τρόπο που το ποπ και η λαϊκότητα γίνονται αντιληπτές. Από τη διακόσμηση και τη διαρρύθμιση του σπιτιού αυτού ως τη μέση λύση της έμφυλης διαφοράς (τα παιδιά είναι δύο και «ένα κι ένα», αγόρι και κορίτσι) και μέχρι τον καταμερισμό των προτιμήσεων στο ζευγάρι (στην κρεβατοκάμαρα, η γυναίκα διαβάζει το γυναικείο περιοδικό και ο άνδρας το κόμιξ), εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με την απόπειρα μιας καταγραφής αλλά με τη δημιουργία ενός κανόνα. Πέρα από το γεγονός ότι το σπίτι-των-80ς συμπυκνώνει μια ευρύτερη κατανομή του αστεακού πληθυσμού τόσο σε χρόνια που προηγήθηκαν όσο και σε χρόνια που έπονται, η εικόνα αυτή της μεσοαστότητας αναβαθμίζεται στο πρότυπο του μέσου υποκειμένου της χρηστής κοινωνίας που η έκθεση κανοναρχεί. Ταυτόχρονα όμως είναι στημένο έτσι ώστε να δίνει την αίσθηση στον θεατή ότι αυτός το παρατηρεί από μια ανώτερη θέση, από μια θέση διάκρισης. Εξού και ο γέλωτας όσων βρίσκουν αυτό το σπίτι «πεποιημένο»: δεν είναι εδώ μόνο μια αίσθηση φολκλόρ που κάνει τους θεατές να γελούν με τη μικροαστικότητα που βλέπουν μπροστά τους, είναι πολύ περισσότερο η αίσθηση ότι αυτοί το παρατηρούν από ένα σημείο που έχει υπερβεί αυτή τη συγκεκριμένη μικροαστικότητα. Παρόλο που στις προθέσεις των επιμελητών είναι –υποθέτει κανείς– η αναβίωση, αυτό που τελικά επιτυγχάνεται είναι η δημιουργία ενός «μεσαίου γούστου»: η ψευδαίσθηση ότι εσύ που το βλέπεις κατέχεις μεγαλύτερο πολιτισμικό κεφάλαιο από αυτόν που το κατοικεί. Το γέλιο είναι το αποτέλεσμα ενός ψευδούς αισθητικού βιώματος που επαναβεβαιώνει ιεραρχίες εκεί όπου υποτίθεται πως εκτίθεται ένας θετικά νοούμενος εξισωτισμός.
Η ακροκεντρώα τεχνολογία της GR80s
Μέσα από τέτοιες ιεραρχικές και μορφικές επιλογές αναδύεται ο εμφατικά ακροκεντρώος χαρακτήρας της έκθεσης. Εδώ, όμως, στον βαθμό που έχουμε συμβάλει στην εδραίωση και στη διάδοση του όρου Ακραίο Κέντρο, οφείλουμε να πούμε πως όσο κι αν η ευρεία χρήση του στην υπηρεσία μιας σειράς πολιτικών περιγραφών μαρτυρεί το δίχως άλλο την επιτυχία του, η χρήση αυτή συχνά απέχει από τον αρκετά πιο συγκεκριμένο τρόπο που εμείς τον χρησιμοποιούμε. Σε γενικές γραμμές, ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για τρεις ευρύτατες πολιτικές περιγραφές: πρώτον –στην πολύ περιορισμένη διεθνή χρήση του–, για τις λεγόμενες «πολιτικές της συναίνεσης», δηλαδή το πολιτικό Κέντρο ως ομοιογενή πλέον συμπόρευση των πρώην μετριοπαθών δεξιών και αριστερών πολιτικών δυνάμεων, το οποίο ταυτίζεται με τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης·[ii] ή, δεύτερον –στη χώρα μας–, για τον ακραιφνή «μνημονιακό» χώρο, που σε διάφορες περιστάσεις αυτοκατανοείται ως «φιλελεύθερος», «κεντροαριστερός», «κεντροδεξιός», «μεταρρυθμιστικός», «ευρωπαϊστικός» κτλ· ή, τρίτον, ακόμη πιο εστιασμένα, για τους μεταπολιτικούς διαδόχους του πάλαι ποτέ εγχώριου Κέντρου, κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 και τις αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες για «ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς», με αποκορύφωμα Το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη.[iii] Εμείς, αντιθέτως, δεν εντοπίζουμε ένα πρόγραμμα της πολιτικής εξουσίας, είτε εν ενεργεία είτε εν δυνάμει. Δεν εντοπίζουμε ένα εφαρμοζόμενο ή προτεινόμενο πρόγραμμα διακυβέρνησης με τη στενή έννοια (αν και ίσως το Ακραίο Κέντρο συνιστά τελικά μια «διακυβέρνηση» με την ευρύτερη έννοια). Δεν εννοούμε την ιδεολογία της εξουσίας ή των ελίτ ή τον ιδεολογικό μηχανισμό της διακυβέρνησης ή των ελίτ. Δεν εννοούμε καν την οργανική διανόηση μιας εν ενεργεία ή εν δυνάμει πολιτικής εξουσίας.
Αυτό που εννοούμε είναι το εγχείρημα παραγωγής της πλέον ηγεμονικής –με την έννοια, όμως, μιας πολεμικής ηγεμονίας, μιας ηγεμονίας σε καιρό πολέμου αντί ειρήνης– αφήγησης κατά τη διάρκεια της κρίσης, όχι μόνο από την άποψη των προνομιακών σημείων εκφοράς της, της σχέσης που τη διακρίνει με τον λόγο της πολιτικής εξουσίας και της συνέργειας που εμφανίζει με εφαρμοσμένες πολιτικές, αλλά κυρίως λόγω της μετασχηματιστικής λειτουργίας της.
Από τη μία, δηλαδή, το Ακραίο Κέντρο εμφανίζεται πράγματι ως η κατεξοχήν οργανική διανόηση των διακυβερνήσεων της κρίσης, με βασική λειτουργία να μεταμφιέζει την κατάσταση εξαίρεσης, να αποκρύπτει την απουσία ελέγχου της, μ’ άλλα λόγια την απουσία της συγκεκριμένης στόχευσης και της συγκεκριμένης διάρκειας (να αποκρύπτει δηλαδή πως η εξαίρεση αφορά τους πάντες και επ’ αόριστον), να επανεγγράφει την ανεξέλεγκτη εξαίρεση όχι μόνο ως κανονικότητα αλλά ως εκείνη την κανονικότητα την οποία πρέπει να φιλοδοξούμε να εγκαταστήσουμε στο διηνεκές. Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι ο ακροκεντρώος λόγος υποστηρίζει, αιτιολογεί ή συγκαλύπτει πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν αποτελεί ο ίδιος ένα πρόγραμμα εξουσίας ούτε εκπορεύεται ευθέως ως λόγος της διακυβέρνησης. Είναι πιο ακριβές να τον δούμε ως ένα σύνολο στρατηγικών, τεχνικών μάλλον, που άλλοτε προοιονίζονται, άλλοτε συνομιλούν με κι άλλοτε αφηγούνται το πρόγραμμα της διακυβέρνησης – έχουν όμως μια αυτοτέλεια, ένα δικό τους περιεχόμενο, το οποίο υπερβαίνει τη σχέση με τις συγκεκριμένες διακυβερνήσεις της κρίσης και επενδύει σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό όχι της διακυβέρνησης αλλά του ίδιου του τρόπου διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης. Πρόκειται εντέλει για μια αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας.
Η έκθεση GR80s είναι λοιπόν ένα «φεστιβάλ του Ακραίου Κέντρου», κατά τη διατύπωση του Δημήτρη Παπανικολάου, όχι όμως επειδή διαπνέεται από κάποιες «ακροκεντρώες πεποιθήσεις» αλλά εξαιτίας της μετασχηματιστικής επίπτωσής της στη δημοσιότητα. Κι είναι εδώ που αποκτά κομβική σημασία το ότι πρόκειται για έκθεση – μια μορφή εξωακαδημαϊκή ή μάλλον μια μορφή διεπαφής μεταξύ ακαδημαϊκότητας και μαζικής απεύθυνσης, με παρόμοιο τρόπο με την επιφυλλίδα, όπου άλλωστε διαπρέπουν κατεξοχήν οι ακροκεντρώοι δημοσιολόγοι.
Aς δούμε, λόγου χάρη, το τμήμα εκείνο της έκθεσης που ασχολείται με τη μαζική κατανάλωση. Εκεί παρατηρούμε μια –επιστημονικοφανή, φαινομενικά data-driven– αποδελτίωση, με οδηγό το περιοδικό Αθηνόραμα, των διαδοχικών επεκτάσεων των καταναλωτικών προτιμήσεων: τότε εμφανίστηκαν τόσα ταϋλανδέζικα ρεστοράν, τότε τόσα κινέζικα κ.λπ. Όπως, ωστόσο, κάθε προπτυχιακός φοιτητής κοινωνιολογίας γνωρίζει, ένα περιοδικό πόλης δεν αποτελεί μόνον τον καταγραφέα των τάσεων αλλά κυρίως τον διαμορφωτή τους. Αντί το Αθηνόραμα να εκτίθεται ως κομμάτι της δεκαετίας, ως συμβολή στην διαμόρφωση τάσεων, αποτελεί βοήθημα για το στήσιμο της έκθεσης. Η αναστοχαστικότητα εδώ εκλείπει και το ζητούμενο προκύπτει ως ήδη ληφθέν. Η εκθεσιακή επιλογή έρχεται, έτσι, να λειτουργήσει ως παροντική επιβεβαίωση της επιβολής αυτών των καταναλωτικών τάσεων που χαρακτηρίζουν το σημερινό υποκείμενο, χωρίς να μας πολυνοιάζει εντέλει το πώς αυτές προέκυψαν, παρουσιαζόμενες ως οιονεί φυσικές.
Ή ας δούμε, πάλι, τον ισχυρισμό ότι «η αδυναμία καταπολέμησης της τρομοκρατίας και φύλαξης των αεροδρομίων, δεν έχει μόνον επιχειρησιακές αιτίες, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί στον ιδεολογικό ορίζοντα της ‘Αλλαγής’ και του αντιαμερικανισμού» – ο οποίος εμφανίζεται στο επιτοίχιο εισαγωγικό κείμενο της ενότητας «Καταστολή, βία και τρομοκρατία». Και το κείμενο συνεχίζει: «Μια πρωτοφανής, ακροαριστερή, τρομοκρατική δραστηριότητα ξεκινά με εμπρησμούς σε πολυκαταστήματα και καταλήγει στη δολοφονία του βουλευτή Παύλου Μπακογιάννη. Η Ελλάδα γίνεται ορμητήριο της αραβικής τρομοκρατίας και σημείο επέκτασης των συγκρούσεων που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή».
Ως επιστημονικά συμπεράσματα είναι προφανώς απαράδεκτα. Η αξία τους προκύπτει μόνο στη βάση ενός συσχετισμού με το σημερινό ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον. Όλως τυχαίως —και τι άλλο είναι το τυχαίο παρά σύμπτωση αναγκαιοτήτων—, το σημερινό Κύριο Άρθρο της Καθημερινής επαναφέρει το θέμα της τρομοκρατίας που εισάγεται και εξάγεται: «Η Ελλάδα εμφανίζεται σαν μια χώρα η οποία εισάγει και εξάγει μπαχαλάκηδες και τρομοκρατία. Για ορισμένους ξένους θεωρείται προορισμός, επειδή μπορούν να δρουν με τρόπο που δεν επιτρέπεται σε άλλα κράτη. Τώρα έχουμε και προσπάθεια εξαγωγής τρομοκρατίας, γεγονός που εκθέτει τη χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο. Είναι ανάγκη, ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα, να αλλάξουμε στάση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα πριν να είναι αργά».[iv] Τα αεροδρόμια που κατά τους επιστημονικούς επιμελητές ήταν χώρος μετάβασης τρομοκρατών αντικαθίστανται σήμερα απλώς από τα ταχυδρομεία.
Η δεκαετία του 80 αναδεικνύεται στο τέλος της διαδρομής ως ηρωική και πένθιμη, όπως και το παρόν της ελληνικής κοινωνίας. Το ηρωικό στοιχείο ανάγεται στη σταδιακή υιοθέτηση δυτικών προτύπων που επεκτείνουν το ποπ στοιχείο, το πένθιμο αντίστοιχα στην επιβίωση κοινοτιστικών τρόπων, είτε αυτοί περιλαμβανουν προσδέσεις σε ομαδικότητες, όπως τα σωματεία, είτε την επιβίωση αισθητικών προτύπων που έλκουν την καταγωγή τους από τη ζωή στην ύπαιθρο, πριν την επέκταση του εξαστισμού.
Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς πως κάθε έκθεση, ακόμη και μια ιστορική έκθεση, ή ακόμη κι ένα ιστορικό βιβλίο, λέει περισσότερα για την εποχή στην οποία έχει δημιουργηθεί παρά για την εποχή την οποία πραγματεύετα. Όμως εδώ μιλούμε για κάτι άλλο. Κάτι που είναι καμωμένο με την κύρια λειτουργία να συσκοτίζει αυτό το οποίο πραγματεύεται για να διασφαλίσει μια συγκεκριμένη, εργαλειακή εκβολή του στο σήμερα, μια εκβολή που μετασχηματίζει τη συζήτηση όχι για το τότε αλλά για το τώρα. Διόλου δεν τονίζει μια τέτοια πρακτική τα επίδικα μιας ιστορικά φορτισμένης, πλην περασμένης, δεκαετίας. Αντίθετα, δημιουργεί θέση στα επίδικα της σημερινής κατάστασης, όπου ένας ακραίος ουνιβερσαλισμός έρχεται να καλύψει τις ζώσες υπαρκτές αντιφάσεις.
Με δυο λόγια, αυτό που εντέλει εκτίθεται στην έκθεση GR80s είναι η εργαλειοποίηση μιας περιόδου βιωματικών αναφορών για το μεγαλύτερο μέρος των ενεργεία ψηφοφόρων από μια τεχνολογία της δημοσιότητας με ξεκάθαρο πολιτικό πρόσημο. Για σένα μιλά ο μύθος. Γι’ αυτό και ο πορτοκαλί τηλεφωνικός θάλαμος των υπεραστικών τηλεφωνημάτων δεν είναι κάτι για να θυμηθούμε αλλά μια προειδοποίηση: όπως μας προειδοποιούν οι επιμελητές, με τη χρήση θαυμαστικού, ο κερματοδέκτης έπαιρνε δραχμές! Οποία κατάντια, να κινδυνεύουμε να την υποδεχτούμε. Παρόμοια, ο κερματοδέκτης στα λεωφορεία ενθάρρυνε την κουλτούρα του δωρεάν, καθώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί το τι έβαζε ο καθένας, σε αντίθεση με τα σημερινά σύγχρονα μηχανήματα που εγκαθίστανται τούτον τον καιρό αλλά αντιμετωπίζουν τη βάνδαλη οργή των μπαχαλάκηδων.
Τίποτε από όλα αυτά δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο μη ειδικός θεατής δεν θα διασκεδάσει, βλέποντας λίγο Ζάκουλα πλάι στον Δικέφαλο, με ένα πακέτο Σαντέ. Αυτό το γέλιο που θα βγει αυθόρμητα σε πολλούς είναι και η ισχύς της έκθεσης, το χαζολόγημα κατά την περιπλάνηση ανάμεσα στα περίπτερα αμβλύνει την κριτική οξύτητα, χαλαρώνει, γαργαλάει το θυμικό και ενσωματώνει κυριολεκτικά τη σκηνοθεσία. Εκεί, η νοσταλγία των γηραιών συναντά την περιέργεια των νεότερων σ’ αυτό το αλού φαν παρκ της ιδεολογίας που σε διασκεδάζει με την φαντασμαγορία της για να σου κόψει τελικά τα ήπατα αν μπεις στο τρενάκι του τρόμου της συνειδητοποίησης του τι πραγματικά σου δείχνει.
Έτσι, αν η έκθεση εντέλει πετυχαίνει κάτι είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι διακηρύσσει: να αναπαραστήσει τα 80s ως νοσταλγικό και δαιμονικό παρόν. Διότι, αν υπάρχει μια ιστορία που θέτει στο προσκήνιο η έκθεση αυτή είναι η ιστορία του μέλλοντος μας. Τριγυρνώντας ανάμεσα στα κτήρια της Τεχνόπολης, ο θεατής δεν έρχεται σε επαφή με ένα καταγωγικό παρελθόν αλλά με το όραμα του Ακραίου Κέντρου για ένα δυστοπικό μέλλον.
Για όποιον θέλει να δει μια εξαιρετική αποτύπωση αυτού του οράματος, απομένει ένα σαββατοκύριακο, ενώ τα πέντε ευρώ μετρητά είναι ένα ασήμαντο ποσόν. Η δε Τεχνόπολη, ένα τσιγάρο δρόμος.
Η έκθεση GR80s – Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη διαρκεί ως τις 19 Μαρτίου.
___
[i] Ο Τάσος Κωστόπουλος, στο κείμενό του για την έκθεση στην Εφημερίδα των Συντακτών, κοντά σε πολλές άλλες πραγματολογικές διορθώσεις, επισημαίνει και το ακόλουθο: «Πόσοι να θυμούνται πως η έμπρακτη διάψευση της μαρτυρίας ενός αφερέγγυου σωματοφύλακα για ‘πάμπερς με πεντοχίλιαρα’ εξελίχθηκε δικαστικά σε αχίλλειο πτέρνα της δίωξης του Αντρέα;»
[ii] Βλ. Tariq Ali, The Extreme Centre: A Warning, Verso, 2015
[iii] Βλ. ενδεικτικά Αντώνης Λιάκος, «Πού βρίσκονται τα άκρα και ποιον απειλούν», 22.04.2012· Γιώργος Φαράκλας, «Το ακραίο κέντρο», Η Αυγή, 09.03.2013.
[iv] Η Καθημερινή, 17.03.2017