Η αποκαλυπτική και τραγική ιστορία του Τάσου Θεοφίλου
Από όλες τις ιστορίες που συγκροτούν την κατασκευή της λεγόμενης «νέας τρομοκρατίας» στην ελληνική δημοσιότητα, η ιστορία του Τάσου Θεοφίλου είναι η πιο αποκαλυπτική και η πιο τραγική. Αποκαλυπτική επειδή αποτυπώνει σε ευκρινέστερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη την απόσταση ανάμεσα στα πραγματολογικά δεδομένα και σ' αυτό που οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, τα ΜΜΕ και η «μετριοπαθής» δημοσιολογία έχτισαν μεθοδικά στην κοινή αντίληψη ως «τρομοκρατική απειλή». Τραγική διότι ένας νέος άνθρωπος βρίσκεται στη φυλακή δίχως να έχει αποδειχτεί το παραμικρό εναντίον του.
Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε το 2014, σε πρώτο βαθμό, σε εικοσιπέντε χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία στην Alpha Bank της Νάουσας Πάρου, που είχε γίνει τον Αύγουστο του 2012. Είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες της συγκρότησης και ένταξης στην Ε. Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς», ενώ απαλλάχτηκε και από τις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή εκρηκτικών και πολεμικού υλικού. Στη δίκη του σε δεύτερο βαθμό, ωστόσο, που ξεκινάει αύριο Δευτέρα 21 Νοεμβρίου, θα δικαστεί ξανά για όλες τις κατηγορίες, διότι η εισαγγελία έχει ασκήσει έφεση.
Στη δίκη του Τάσου Θεοφίλου σε πρώτο βαθμό κατέθεσαν 19 μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ αυτών αυτόπτες μάρτυρες της ληστείας και στελέχη της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, χωρίς κανένας να αναγνωρίσει τον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίστηκε η αντιτρομοκρατική υπηρεσία, ένας άγνωστος τους τηλεφώνησε και τους είπε ότι κάποιος «Τάσος» συμμετείχε στη ληστεία και τους έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του Θεοφίλου στη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος που δεν κατέγραψαν το τηλέφωνο του αγνώστου και δεν είχαν τρόπο να τον εντοπίσουν ήταν ότι, όπως ισχυρίστηκαν στο δικαστήριο, η αντιτρομοκρατική υπηρεσία δεν διαθέτει σύστημα αναγνώρισης κλήσεων! Λίγες μέρες αργότερα, σε κάθε περίπτωση, βρήκαν τον Τάσο Θεοφίλου να κάθεται στα σκαλάκια του Μετρό στον Κεραμεικό με μια τσάντα που έγραφε «Πάρος». Επίσης, ο ίδιος ο προϊστάμενος της αντιτρομοκρατικής, όταν ρωτήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τον Θεοφίλου, καθώς είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του. Ακόμη, στέλεχος της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του, απάλλαξε επί της ουσίας τον κατηγορούμενο, καθώς υποχρεώθηκε να δηλώσει: «Μπορεί να μην είναι, ως ένα μέρος δεν γνωρίζω εάν είναι αλήθεια. Μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία».
Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο το DNA που βρέθηκε σε ένα καπέλο – το καπέλο, ωστόσο, είχε εντοπιστεί εκ των υστέρων, δεν περιλήφθηκε στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων, δεν εγγράφηκε στην έκθεση κατάσχεσης, ενώ ένας μάρτυρας επεσήμανε διαφορές μεταξύ του καπέλου που παρουσιάστηκε στη δίκη και αυτού που φαινόταν να φορά ο ληστής της τράπεζας και δύο επιστημονικά αρμόδιοι μάρτυρες δήλωσαν τόσο κατηγορηματικά ότι η ανίχνευση DNA σε κινητό αντικείμενο δεν σημαίνει κατ΄ανάγκη ότι το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το DNA έχει έρθει σε επαφή με το αντικείμενο αυτό, ώστε ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου δήλωσε: «Καταλάβαμε, μπορεί και να μην το φόρεσε το καπέλο ο Θεοφίλου».
Παράλληλα, από τη στιγμή της σύλληψής του και καθ’ όλη τη διάρκεια της μέχρι σήμερα εμπλοκής του στη δημοσιότητα, ο Τάσος Θεοφίλου παρουσιάζεται με την κραυγή «τρομοκράτης-τρομοκράτης-τρομοκράτης» να τον ακολουθεί σε κάθε βήμα. Από την ίδια την χορογραφημένη εικονογραφία της προσαγωγής του στο δικαστήριο που φιγουράριζε στα παροξυσμικά δελτία ειδήσεων ως την αρθρογραφία των έγκριτων εφημερίδων του νουνεχούς Κέντρου, η τακτική με την οποία αντιμετωπίστηκε είναι γνωστή και δοκιμασμένη: τα ΜΜΕ επί μέρες τον εμφάνιζαν ως αιμοσταγή τρομοκράτη, χρησιμοποιώντας ακόμη και αποσπάσματα από διηγήματά του -ο Τ. Θεοφίλου είναι ένας πολύ ταλαντούχος συγγραφέας- για να «τεκμηριώσουν» το δολοφονικό του χαρακτήρα του.
Φυσικά, μια στοιχειώδης αντίληψη του κράτους δικαίου οδηγεί αναπόφευκτα στην προσδοκία πως όταν για έναν κατηγορούμενο, αφενός ο κατήγορός του -η αντιτρομοκρατική υπηρεσία- ομολογεί στο δικαστήριο πως έχει αμφιβολία αν είναι ένοχος, αφετέρου ο δικαστής του παραδέχεται πως υπάρχουν αμφιβολίες αν έχει σχέση με το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, ο κατηγορούμενος αυτός πρέπει να αθωωθεί. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς μια τέτοια υπόθεση, δίχως να λάβει υπόψη του την κατασκευή της «νέας τρομοκρατίας»: η αντιτρομοκρατική υπηρεσία είχε συνδέσει τον Τάσο Θεοφίλου με την Ε. Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» βάσει μόνο των πολιτικών του πεποιθήσεων -είναι αναρχικός- και της φιλικής του σχέσης με άλλους αναρχικούς, τους οποίους η αντιτρομοκρατική -και πάλι- έχει συνδέσει με την ίδια οργάνωση. Ευλόγως, ουδέποτε κατόρθωσε να αποδείξει τη σύνδεση. Μόνο που ενώ σε άλλες υποθέσεις «τρομοκρατίας» όπου οι κατηγορίες για «ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση» ουδέποτε αποδείχτηκαν, οι αρχές είχαν εντούτοις προσκομίσει στοιχεία για κάποιο άλλο αδίκημα ή είχαν προβεί σε συλλήψεις επ’ αυτοφώρω, στην υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου δεν έχει παρουσιαστεί τίποτε από κανέναν που να οδηγεί στην καταδίκη του για οτιδήποτε. Έχουμε λοιπόν εδώ μια ιδιότυπη «ολοκλήρωση»: ενώ συνήθως η εμπλοκή ενός κατηγορουμένου σε κάποιο «απλό» αδίκημα -ληστεία, οπλοκατοχή- οδηγεί στην αυθαίρετη σύνδεσή του με την «τρομοκρατία» από την αντιτρομοκρατική, εδώ βλέπουμε την αυθαίρετη σύνδεση με την «τρομοκρατία» να οδηγεί στην αυθαίρετη καταδίκη για ένα αδίκημα, δίχως να έχει αποδειχτεί σχέση ούτε με την «τρομοκρατία» ούτε με το αδίκημα!
Ο ίδιος ο Τάσος Θεοφίλου από την πλευρά του δηλώνει σε ανοιχτή επιστολή -στο ίδιο πνεύμα με αυτήν που είχε ακολουθήσει την πρωτόδικη καταδίκη του- πως «θεωρώ τον δικαστικό αγώνα που καλούμαι να δώσω για την απαλλαγή μου από όλες τις κατηγορίες στο εφετείο μια στιγμή του αγώνα ενάντια στο βαθύ αστυνομικό κράτος, ενάντια στην ποινική καταστολή και τα ακραία δόγματά της. Μια ιδιότυπη υπαρξιακά μάχη που κριτής και αντίπαλος ενσαρκώνονται στον ίδιο θεσμό, αυτόν της δικαστικής εξουσίας. Εγώ με τη σειρά μου θέλω να τονίσω ότι όπως και στο πρωτόδικο έτσι και στο εφετείο δεν θα δηλώσω αθώος και δεν θα παρακαλέσω κανένα δικαστή να με πιστέψει. Δεν είμαι αθώος. Στον ταξικό πόλεμο επέλεξα πλευρά με τους αδικημένους και τους καταπιεσμένους, με τους αποκλεισμένους και τους κυνηγημένους, με τους ενόχους και τους κολασμένους. Οργανώθηκα πολιτικά στον αναρχικό χώρο με το μεγαλεπήβολο πράγματι στόχο να πλήξω τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές του κεφαλαίου και του κράτους του. Όμως αρνήθηκα, αρνούμαι και θα αρνηθώ ξανά τις πράξεις που μου καταλογίζουν. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος της ΣΠΦ, δεν συμμετείχα στη συγκεκριμένη ληστεία και προπαντός δεν σκότωσα και δεν θα μπορούσα να σκοτώσω για οποιονδήποτε λόγο και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες έναν άοπλο πολίτη».
Οι ελληνικές αστυνομικές και δικαστικές αρχές έχουν επί μακρόν συμμετάσχει, από κοινού με την εκτελεστική εξουσία και τα ΜΜΕ, στην κατασκευή της «νέας τρομοκρατίας», της καλλιέργιας δηλαδή της αίσθησης μιας απειλής προς το κοινωνικό σύνολο ολωσδιόλου δυσανάλογης προς τον πραγματικό αντίκτυπο των οργανώσεων που έχουν εμφανίσει τέτοιου είδους δράση. Η υπερποινικοποίηση της «τρομοκρατίας» -μια ακραιφνώς πολιτική διαδικασία που αρνείται την πολιτική υπόσταση τέτοιων αδικημάτων ακριβώς για να τα αντιμετωπίσει στην πολιτική τους διάσταση- είναι ένα φαινόμενο που εκτείνεται σε πολλά πεδία: στο νομοθετικό, στο αστυνομικό/διοικητικό, στο δικαστικό και βέβαια με καίριο τρόπο σε αυτό του δημόσιου λόγου. Πρόκειται για ένα από τα πλέον ειδεχθή φαινόμενα της ιστορικής περιόδου της μεταδημοκρατίας, το οποίο κατεξοχήν εκβάλλει στην περιστολή της έννοιας του πολίτη, από το ενεργό μέλος της κοινωνίας των πολιτών που φαντάστηκε η φιλελεύθερη δημοκρατία στον «ασφαλή» πολίτη της σύγχρονης εποχής.
Η υπόθεση του Τάσου Θεοφίλου, ενός ανθρώπου που βάσει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν θα έπρεπε να είναι όχι απλώς απαλλαγμένος από κάποιες κατηγορίες -για τις οποίες τώρα οι αρχές εκδικητικά θα τον ξαναδικάσουν- αλλά ελεύθερος με τη συγνώμη της πολιτείας, αποκαλύπτει την ένταση του φαινομένου ως το σημείο όπου πλέον δεν κρίνεται απαραίτητη ούτε καν η επαρκής λειτουργία των κανόνων του υφιστάμενου δικαίου, προκειμένου η «απειλή» να συνεχίσει να οργανώνει την πολιτική ζωή και τη δημοσιότητα.