Η αντιτρομοκρατία και η κυβέρνηση της Αριστεράς
Η «καλή προαίρεση», η αναγνώριση δηλαδή των αντικειμενικών δυσκολιών παρέμβασης σε μια νομοθεσία που εξαρτάται από τις γεωπολιτικές ισορροπίες, δεν είναι άνευ όρων. Ο βασικότερος όρος είναι να συμμερίζεται αυτός τον οποίον αντιμετωπίζουμε καλοπροαίρετα, τη θέση ότι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία πρέπει να καταργηθεί. Όχι να απαντά ότι «αποτελεί διεθνή υποχρέωση» η επέκτασή της, λες και αυτό λύνει κάτι, ή να λέει ότι θα μελετήσει καλύτερα την ποινικοποίηση της γνώμης προτού τη νομοθετήσει ξανά. Η κυβερνώσα Αριστερά πρέπει να αποφασίσει τόσο αν είναι κυβερνώσα όσο και αν είναι Αριστερά. Αν είναι κυβερνώσα, δεν γίνεται να κυβερνάει η Αντιτρομοκρατική. Αν είναι Αριστερά, δεν γίνεται να αφήνει τους τρομονόμους άθικτους – πόσο μάλλον να τους επεκτείνει.
Τον Απρίλιο του 2014, ενόψει των Ευρωεκλογών που ούτε δύο μήνες αργότερα θα αναδείκνυαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη πολιτική δύναμη, δηλαδή με το ενδεχόμενο να βρεθεί η τότε αξιωματική αντιπολίτευση στην εξουσία ολοένα να ενισχύεται, είχαμε πάρει μια συνέντευξη από τον Αλέξη Τσίπρα, όπου μεταξύ άλλων τον είχαμε ρωτήσει αν το κόμμα του σκοπεύει να καταργήσει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. «Είναι ένα ειδικό θέμα» μας είχε απαντήσει. «Εμείς έχουμε μια διαφορετική άποψη και είμαστε κάθετα αντίθετοι στη θέσπιση αυτή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας από μια σκοπιά υπεράσπισης των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι στις προθέσεις μας να επανεξετάσουμε μια σειρά από τέτοιου είδους θεσμικές παρεμβάσεις. Για να είμαι όμως ειλικρινής, δεν μπορεί να γίνει στις πρώτες 100 μέρες. Ούτε είναι η πρώτη προτεραιότητά μας. Οι πρώτες παρεμβάσεις που σχεδιάζουμε είναι στο οικονομικό πλέγμα και στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης».
Τότε, είχα διαβάσει την απάντησή του –εξαιρετικά καλοπροαίρετα, όπως αποδεικνύεται– ως μια προσπάθεια να επισημάνει, δίχως να αποξενώσει το πιο ριζοσπαστικό κοινό του, δύο πολύ πραγματικές δυσκολίες: πρώτον, ότι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία εντάσσεται σ’ ένα πλέγμα διεθνών δεσμεύσεων, πράγμα που σημαίνει ότι η παρέμβαση σ’ αυτήν έχει αναπόφευκτα γεωπολιτικές προεκτάσεις και συνεπώς χρειάζεται χρόνο και μελέτη· δεύτερον, ότι το ενδεχόμενο της εξουσίας για τον ΣΥΡΙΖΑ εξαρτιόταν σε συντριπτικό βαθμό από το οικονομικό αίτημα της συμπιεσμένης μεσαίας τάξης και θα ήταν επικίνδυνο προεκλογικά να εξερεθίσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά του κοινού προς το οποίο προσπαθούσε να διευρυνθεί.
Δεν περίμενα λοιπόν την κατάργηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας «μ’ έναν νόμο κι ένα άρθρο» – κατάργηση την οποία διακήρυσσε, να υπενθυμίσω, το Τμήμα Δικαιωμάτων και σημαίνοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως περίμενα ότι σταδιακά θα υπήρχαν νομοθετικές παρεμβάσεις που θα άμβλυναν τις χειρότερες πλευρές μιας νομοθεσίας ολοκληρωτικής και συνεπώς θεμελιωδώς καταστροφικής για την ελευθερία του ανθρώπου. Το ελάχιστο που περίμενα, σε κάθε περίπτωση, ήταν ότι μέσα στα πλαίσια της ευρύτατης ευελιξίας που δίνει αυτή η τερατώδης νομοθεσία στις αστυνομικές, τις ανακριτικές και τις δικαστικές αρχές, θα εμφανιζόταν εκείνο το πολιτικό νεύμα που θα σήμαινε μια στοιχειώδη χαλάρωση. Δεν υπάρχει πολιτική νομοθεσία, όπως είναι κατεξοχήν η αντιτρομοκρατική, που η εφαρμογή της να μην υπόκειται σε πολιτικές παρεμβάσεις – κι εδώ ήταν το μείζον ερώτημα: οι παρεμβάσεις αυτές θα ζητούσαν να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, την αυτονόμηση του συστήματος Ασφάλεια-Αντιτρομοκρατική-Εισαγγελία-Δικαστές-ΜΜΕ; Ή θα του παραχωρούσαν όση αυτονομία είχε ως τότε στην κατασκευή της τρομοκρατικής απειλής; Για να μην παρεξηγηθώ, με τη διατύπωση «πολιτικές παρεμβάσεις» δεν εννοώ το τηλεφώνημα εκείνο που θα δίνει εντολή στον δικαστή τι να αποφασίσει – αν και, ίσως, εννοώ τρόπον τινά το αντίθετο: ότι δηλαδή δεν θα υπάρξει, λόγου χάρη, η απαίτηση εκείνη από ισχυρό κυριακάτικο φύλλο να βγει στη δημοσιότητα ένα βούλευμα, μαζί με μια διαρροή της Αντιτρομοκρατικής που θα ονοματίζει ως τρομοκράτες ανθρώπους που δεν έχουν καταδικαστεί για οτιδήποτε, επειδή ο πρωθυπουργός θέλει «επιτυχίες» στην πάταξη της τρομοκρατίας. Κυρίως, όμως, εννοώ πως αν δεν μπορείς να αλλάξεις έναν νόμο, μπορείς να ψηφίσεις έναν άλλο. Ο νόμος Παρασκευόπουλου, ας πούμε, ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα κι ίσως ευθύνεται για το γεγονός ότι, παρά τις ενδείξεις σε τόσα και τόσα άλλα μέτωπα ότι η κυβέρνηση δειλιάζει να υλοποιήσει προοδευτικές πολιτικές, πίστευα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρενέβαινε κάπως, έστω λίγο, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι «τρομονόμοι» παράγουν τα ειδεχθή αποτελέσματά τους.
Διέγερση σε ένταξη για επιδίωξη
Το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αναρτήθηκε στις 31 Μαΐου για δημόσια διαβούλευση εκμηδένισε ακόμη και τ’ απομεινάρια κάθε τέτοιας προσδοκίας. Στο νομοσχέδιο με τίτλο «Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και λοιπές διατάξεις», και συγκεκριμένα στο άρθρο 27, περιλαμβάνονταν οι τροποποιήσεις των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αυτών δηλαδή που θεσπίστηκαν με τους «τρομονόμους» 2928 του 2001 και 3251 του 2004. Το κείμενο του άρθρου 27 είχε ως εξής:
- Μετά την παρ. 2 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται παρ. 2α και 2β ως εξής:
«2α. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης ή ένταξη σε τέτοια, και προκαλεί κίνδυνο τέλεσης των εγκλημάτων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2β. Όποιος μέσω παροχής οδηγιών, πληροφοριών ή κατευθύνσεων, προκαλεί σε άλλον την απόφαση για συμμετοχή σε συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση, τιμωρείται, αν δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.» - Μετά την παρ. 3 του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα προστίθενται παρ. 3α, 3β και 3γ ως εξής:
«3α. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος, και προκαλεί κίνδυνο τέλεσής τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη.
3β. Όποιος μέσω παροχής οδηγιών, πληροφοριών ή κατευθύνσεων, προκαλεί σε άλλον την απόφαση για συμμετοχή σε συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση ή για τέλεση ορισμένης τρομοκρατικής πράξης, τιμωρείται, αν δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών αν η προς εκτέλεση πράξη συνιστά κακούργημα και με φυλάκιση ως δύο έτη αν η προς εκτέλεση πράξη συνιστά πλημμέλημα.
3γ. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο εκπαιδεύει άλλον στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων ή άλλων όπλων, επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή άλλων ειδικών μεθόδων ή τεχνικών ενόψει της διάπραξης του εγκλήματος της παραγράφου 1 του παρόντος, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη.».
Όπως είναι προφανές, η διατύπωση «όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει» θεσπίζει εδώ μια ποινικοποίηση του δημόσιου λόγου πολύ πέραν της ήδη υπάρχουσας πρόβλεψης του Ποινικού Κώδικα στα άρθρα 185 (Πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος) και 186 (Εγκωμιασμός εγκλήματος). Πιστή στο πνεύμα των «τρομονόμων», η τροποποίηση αυτή εισάγει άλλο ένα επίπεδο αοριστίας στο ήδη υπάρχον: σε ένα αδίκημα όπως η «συγκρότηση» ή η «ένταξη» σε μια ομάδα που επιδιώκει να διαπράξει κάτι, ένα αδίκημα δηλαδή που δεν περιγράφει συγκεκριμένη πράξη, τώρα προστίθεται και μια ακόμη κατηγορία ενόχων, αυτοί που διεγείρουν κάποιον να συγκροτήσει ή να ενταχθεί κάπου όπου επιδιώκεται η τέλεση μιας πράξης. Έχουμε, δηλαδή, εδώ έναν περαιτέρω εξοπλισμό της αστυνομίας και των ανακριτικών, εισαγγελικών και δικαστικών αρχών με νομικά εργαλεία που εγγυώνται την πλήρη αυθαιρεσία τους – εργαλεία που διευρύνουν τον ούτως ή άλλως ολοένα διευρυνόμενο κύκλο «υπόπτων» για πρώτη φορά με τρόπο που να περιλαμβάνει ρητά τη δημόσια έκφραση γνώμης.
Έτσι κι αλλιώς, οι «τρομονόμοι» συνιστούν ήδη, μεταξύ άλλων, και φρονηματική νομοθεσία. Τους έχουμε παρουσιάσει και αναλύσει διεξοδικά στο κείμενό μας με τίτλο «Πολιτικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου», όπου μπορεί κανείς να ανατρέξει για λεπτομέρειες – εδώ, όμως, ας επισημάνω πως από τον ίδιο τον ορισμό της «τρομοκρατίας» στους νόμους αυτούς προκύπτει η ευχέρεια να συναρτηθεί η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης του υπόπτου με τα πολιτικά του φρονήματα. Στην πράξη, δίνεται ήδη η δυνατότητα μιας χρήσης του νόμου –αναλυτική περιγραφή της οποίας μπορεί κανείς να βρει στο UNFOLLOW που κυκλοφορεί–, όπου ολόκληροι πολιτικοί χώροι, και κυρίως ο αναρχικός, μετατρέπονται σε «δεξαμενές υπόπτων». Με το επίμαχο άρθρο, όμως, η δυνατότητα αυτή διευκολύνεται να ανοίξει στον ευρύτερο πληθυσμό, του οποίου πλέον η φρονηματική σύνδεση δεν θα προκύπτει, όπως τώρα συμβαίνει με τον αναρχικό χώρο, μέσω της συνύπαρξης σε συγκεκριμένους χώρους ή με τη δημοσίευση κειμένων, αλλά μέσω της δημόσιας έκφρασης θετικής γνώμης για την ένοπλη πάλη. Το κατά πόσον τέτοιες διώξεις θα τελεσφορήσουν δικαστικά είναι αδιάφορο – άλλωστε και τώρα κάποιοι που στοχοποιούνται από την Αντιτρομοκρατική και την Κρατική Ασφάλεια εντέλει αθωώνονται. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η δυνατότητα διεύρυνσης του αριθμού των υπό «αντιτρομοκρατική ομηρία» πολιτών, η περαιτέρω ενίσχυση δηλαδή της άσκησης πειθάρχησης που η αστυνομία, οι δικαστικές αρχές και τα ΜΜΕ επιβάλλουν εδώ και κάποια χρόνια υπό το όνομα «τρομοκρατική απειλή».
Όπως είναι φυσικό, το συγκεκριμένο άρθρο του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου προκάλεσε αντιδράσεις. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που θύμισαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στόχο να αντιταχθεί στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία και όχι βέβαια να την ενισχύσει. Τις αντιδράσεις επέτεινε το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αναρτήθηκε ελάχιστες μέρες μετά την επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο. Έτσι, φάνηκε ότι το υπουργείο έσπευσε να ικανοποιήσει το αίτημα των κυρίαρχων ΜΜΕ, που ζητούσαν να παταχθεί το φαινόμενο της επιδοκιμασίας της επίθεσης από χρήστες των social media, ιδιαίτερα καθότι το ίδιο το υπουργείο είχε αποστείλει σχετική αναφορά στην εισαγγελία, ύστερα από παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα για αναρτήσεις στο facebook που εξέφραζαν αδιαφορία για την πιθανότητα να υποστεί και ο ίδιος επίθεση.
Διεθνείς υποχρεώσεις τότε και τώρα
Οι άμεσες απαντήσεις από παράγοντες του υπουργείου, όπως η Γενική Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Γιαννακάκη, υποστήριζαν ότι ουδεμία σχέση είχε το επίμαχο άρθρο με την επίθεση στον πρώην πρωθυπουργό – κάτι που, άλλωστε, προκύπτει από το ότι ενσωματώνει στη νομοθεσία ευρωπαϊκή οδηγία· αποτελεί, δηλαδή, «διεθνή υποχρέωση» της χώρας που είχε προκύψει πολύ πριν την επίθεση της 25ης Μαΐου. Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής δήλωσε στην Εφημερίδα των Συντακτών, ότι «οι προσθήκες δεν αφορούν προφανέστατα ούτε το φρόνημα ούτε τον εγκωμιασμό εγκλήματος, αλλά μία υποχρέωση της χώρας».
Καταρχάς, ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: το γεγονός ότι το επίμαχο άρθρο του νομοσχεδίου αποτελεί ενσωμάτωση ευρωπαϊκής οδηγίας και άρα «διεθνή υποχρέωση» παρουσιάζεται από τους αρμόδιους ως μια αυτονόητη αιτιολόγηση. Δεν είναι, όμως, ούτε αυτονόητη ούτε αιτιολόγηση. Όλη η αντιτρομοκρατική νομοθεσία αποτελεί «διεθνή υποχρέωση». Ο νόμος του ΠΑΣΟΚ του 2001 περί «εγκληματικής οργάνωσης» υποτίθεται ότι ενσωματώνει τη Σύμβαση του Παλέρμο του 2000. Ο νόμος της Νέας Δημοκρατίας του 2004 περί «τρομοκρατικής οργάνωσης» υποτίθεται ότι ενσωματώνει την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ του 2002. Τίποτε από αυτά δεν είχε τότε εμποδίσει τον Συνασπισμό να κατακεραυνώσει αυτούς τους νόμους.
Επειδή έχει μια σημασία να τα θυμόμαστε αυτά πότε-πότε, ας δούμε λίγα αποσπάσματα από την ομιλία του τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, Φώτη Κουβέλη, κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια του «τρομονόμου» του ΠΑΣΟΚ, στις 5 Ιουνίου 2001 – μια ομιλία που καταλήγει με την αποχώρηση του Συνασπισμού από τις εργασίες της Βουλής:
«Νομίζω ότι η ψήφος του κάθε Βουλευτή στην παρούσα διαδικασία συζήτησης αυτού του νομοσχεδίου έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι δεν πρόκειται για ένα τυχαίο νομοθέτημα, κύριοι συνάδελφοι, πρόκειται για ένα νομοθέτημα απειλητικό των ατομικών ελευθεριών, αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Διακεκριμένοι καθηγητές του Ποινικού Δικαίου απεχώρησαν από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων κατέγραψε με έντονο τρόπο την αντίθεσή της γι’ αυτό το νομοσχέδιο, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και αρμόδιοι άλλοι επιστημονικοί φορείς. Κατά συνέπεια, πού βασίζετε την επιλογή σας αυτή, κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης; Επικαλείσθε κάποιες μεμονωμένες απόψεις προκειμένου να δικαιολογήσετε αυτήν την απαράδεκτη νομοθετική τροποποίηση που εισάγεται στον κορμό του Ποινικού Δικαίου.
Κύριοι συνάδελφοι, ο καθηγητής Μανωλεδάκης όταν απεχώρησε από την επιτροπή προειδοποίησε με λόγο δημόσιο: ‘Όλοι οι πολίτες μπορούν κάτω από κάποιες συγκυρίες να γίνουν δυνάμει ύποπτοι και να υποστούν τις συνέπειες των ανελεύθερων ρυθμίσεων του σχεδίου αυτού αν γίνει νόμος του κράτους’, που όπως φοβούμαι, θα γίνει με τη συνευθύνη και των συναδέλφων του ΠΑΣΟΚ. […]
Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, λέει το άρθρο 1 του συζητουμένου νομοσχεδίου, τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, οργάνωση και επιδιώκει την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207, 208 κλπ. Δεν σας καλώ να συμφωνήσουμε, διότι θα χρειαστούμε πάρα πολύ καιρό, τι θα πει ότι εντάσσεται σε δομημένη και με διαρκή δράση οργάνωση; Να, η αοριστία της έκφρασης. Αλλά δεν σας καλώ να συζητήσουμε αυτό. Σας καλώ να αρνηθείτε τη διατύπωση, ότι τιμωρείται με τη συγκεκριμένη ποινή όποιος μετέχει σε μία τέτοια ομάδα και επιδιώκει τη διάπραξη.
Η έννοια της επιδιώξεως, κύριοι συνάδελφοι, δεν αποτελεί την ενδιάθετη στάση του καθενός; Και αν αποτελεί την ενδιάθετη στάση, ποιος είναι εκείνος ο οποίος θα το κρίνει; Θα το κρίνει η ανακριτική διείσδυση; Θα το κρίνει το Συμβούλιο Εφετών, θα το κρίνει ο αστυνομικός; Όποιος και αν το κρίνει, αν παραμείνει η διάταξη της επιδίωξης διάπραξης περισσοτέρων εγκλημάτων από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1, φοβάμαι ότι η οποιαδήποτε και ο οποιοσδήποτε είναι δυνάμει ύποπτος, διότι θα κρίνεται αυθαίρετα ότι μπορεί να επιδιώκει, ότι θέλει να επιδιώκει διάπραξη κακουργημάτων.
Μα, είναι δυνατόν να συζητάμε στο έτος 2001, όπου εγείρεται διαρκώς το αίτημα για μια δίκαιη δίκη, για προστασία των ατομικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων, για τέτοιες διατυπώσεις που αποτελούν εκδήλωση αυταρχισμού του δικαίου και οπισθοχώρηση πίσω και από πενήντα χρόνια, κύριε Υπουργέ, στα οποία αναφερθήκατε οριοθετώντας την αφετηρία των διατάξεων του Ποινικού μας Δικαίου;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η κριτική θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη στο σχέδιο νόμου το οποίο συζητάμε σήμερα.
Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου έχοντας τη βεβαιότητα και την πολιτική εκτίμηση ότι δεν πρέπει να συμπράξει μετέχοντας έστω στη διαδικασία για τη θεσμοθέτηση αυτού του νόμου, θα αποχωρήσει από τις εργασίες της Βουλής».
Αυτή ήταν λοιπόν η άποψη του Συνασπισμού για τη «διεθνή υποχρέωση» της χώρας. Μήπως άλλαξε γνώμη με τον «τρομονόμο» της Νέας Δημοκρατίας; Όχι. Έλεγε ο κ. Κουβέλης, και πάλι, στη συζήτηση της Ολομέλειας στις 22 Ιουνίου 2004:
«Ο ν. 2928/2001, ο αποκαλούμενος και «τρομονόμος», υπερφορτώνεται σήμερα, εν συνεχεία της απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης του έτους 2002. Προστίθενται νέες πράξεις. Βεβαίως, νέες πράξεις πάντοτε σε συνδυασμό με τον σκοπό της τρομοκρατίας. Αλλά περιέχονται ασαφείς έννοιες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ρευστές, αόριστες, δεκτικές ποικίλων ερμηνειών, όσο και σκοπιμοτήτων. Κι εγώ επίσης καλόπιστα θέτω στην κρίση σας και απευθύνομαι σε νομικούς και μη νομικούς. Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι θα πει ότι μία πράξη είναι τρομοκρατική, όταν υπάρχει ο σκοπός ‘να εκφοβίσεις σοβαρά έναν πληθυσμό’.
Η έννοια της «σοβαρότητος» είναι άγνωστη στο ποινικό μας δίκαιο, θέλει άλλη οριοθέτηση, θέλει άλλον περιορισμό, ακριβώς για να μην υπάρχουν οι ασάφειες και οι γενικότητες που επιτρέπουν αυτήν την ποικιλία των ερμηνειών όσο και των σκοπιμοτήτων για την οποία λίγο πριν μίλησα.
Επίσης, με την ίδια, αν θέλετε, ειλικρίνεια και ανεξάρτητα τι θα ψηφίσετε, όταν θα έλθει η ώρα της ψηφοφορίας, εγώ σας καλώ να μου πείτε: Πώς οριοθετείται η έννοια της ‘πρόκλησης τρόμου’; Πώς ορίζεται η έννοια του τρόμου και πώς ορίζεται προφανώς και η πρόκληση του τρόμου; Δεν ανησυχούμε από την παρέμβαση στον χώρο του δικαίου μας αυτών των ασαφών όσο και ρευστών εννοιών; […]
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δυστυχώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία διολίσθησης στην παραδοχή ρυθμίσεων και θεσμών που μειώνουν το μέγεθος της δημοκρατίας. Κυρώνονται συμβάσεις και μάλιστα με συνοπτικό ενδιαφέρον. Υπογράφονται συμβάσεις αστυνομικής συνεργασίας, όπου κι εκεί εμφιλοχωρούν διατάξεις δικαίου. Αν παρακολουθήσετε –και είμαι βέβαιος ότι το κάνετε όλες και όλοι- θα διαπιστώσετε ότι το δίκαιό μας αλλάζει κάθε μέρα δυναμικά με την κύρωση τέτοιων συμβάσεων και μάλιστα χωρίς –και λυπάμαι που το διαπιστώνω- τον ενδελεχή και προσεκτικό έλεγχο εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων.
Είναι προφανές ότι καταψηφίζω το σχέδιο νόμου».
Πέραν, όμως, της απαραίτητης κατά τη γνώμη μου υπενθύμισης ότι η Αριστερά που σήμερα είναι «κυβερνώσα» είχε ξεκάθαρη γνώμη για τις «διεθνείς υποχρεώσεις» που αποτυπώνονται σ’ αυτές τις νομοθεσίες, δυσκολεύομαι και να παρακολουθήσω το επιχείρημα πως επειδή το επίμαχο άρθρο αποτελεί «διεθνή υποχρέωση», αυτό αποκλείει οποιαδήποτε άλλη μεθόδευση.
Ρητορική μίσους
Γιατί, μ’ άλλα λόγια, η σπουδή να ενσωματωθεί η ευρωπαϊκή οδηγία έξι μέρες μετά την επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο δεν αποτελεί και μια προσπάθεια «ενσωμάτωσης» της απαίτησης των κυρίαρχων ΜΜΕ για έλεγχο του δημόσιου λόγου «μίσους», όπως τον ονομάζουν;
Άλλωστε, αν είναι να μιλήσουμε για «διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας», ο Σταύρος Κοντονής συμμετέχει χθες και σήμερα στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, στο Λουξεμβούργο, όπου μεταξύ άλλων συζητείται και «ο κώδικας συμπεριφοράς για την καταπολέμηση της παράνομης ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο». Θα πει κανείς: μα πρόκειται για διαφορετικά ζητήματα. Δεν είναι, όμως, αλήθεια. Για δύο λόγους: Πρώτον, αυτό που στα καθ’ ημάς ονομάζουν «μίσος» τα κυρίαρχα ΜΜΕ είναι μια ευρύτατη κατηγορία που έχει περιλάβει κατά καιρούς οποιαδήποτε αντίθεση στη συμμορφωτική λογική που προτάσσουν: απεργίες, διαδηλώσεις, κινήματα αλληλεγγύης, πολιτικοποίηση στα πανεπιστήμια, πανεπιστημιακό άσυλο, κ.ο.κ. Και αυτό το «μίσος», βέβαια, το συνδέουν ευθέως με την «τρομοκρατία» – χαρακτηριστικά, όσοι έχουν εκφράσει στο παρελθόν την αντίθεσή τους στο 2ο Μνημόνιο και στην πρωθυπουργία Παπαδήμου αποκλήθηκαν από τα ΜΜΕ «ηθικοί αυτουργοί σε τρομοκρατική επίθεση». Δεύτερον, η χρήση που γίνεται μιας διεθνούς σύμβασης ή μιας ευρωπαϊκής οδηγίας στο εσωτερικό μιας χώρας δεν είναι καθόλου εγγυημένο πως θα ακολουθεί την αρχική στόχευση. Μ’ άλλα λόγια, το γεγονός ότι θα μπορούσαμε να είμαστε σχεδόν βέβαιοι πως μια πανευρωπαϊκή συζήτηση για τη «ρητορική μίσους» εννοεί αυτό που έχει επικρατήσει να ονομάζεται έτσι, το λεγόμενο hate speech, δηλαδή την επιθετική δια του λόγου στοχοποίηση ομάδων στη βάση διακρίσεων καταγωγής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, θρησκείας κ.τ.λ., καθόλου δεν σημαίνει ότι στην Ελλάδα η έννοια θα χρησιμοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο. Τουναντίον, αν κρίνουμε από τον δημόσιο λόγο που παρατηρούμε, εδώ αυτό που θα εννοείται θα είναι οι ύβρεις κατά πολιτικών προσώπων, τα συνθήματα όπως «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», οι τουιτερικοί «ψόφοι» προς δημοσιογράφους, και φυσικά η υποστήριξη της «τρομοκρατίας» υπό την έννοια μιας διατύπωσης όπως «δεν θα με ενοχλούσε να έσκαγε μια βόμβα στα πόδια του Στουρνάρα». Η συμμετοχή του υπουργού στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων με ατζέντα τη ρητορική μίσους μπορεί να είναι ένα διαφορετικό θέμα από την τροποποίηση των άρθρων 187 και 187Α, όμως η εγχώρια συνδυαστική χρήση των εννοιών της «τρομοκρατίας» και του «μίσους» στο πλαίσιο ενός και του αυτού πειθαρχικού εγχειρήματος τα συνδέει αντικειμενικά. Και γεννά τον απολύτως δικαιολογημένο φόβο της νομοθετικής σύνδεσής τους, μέσω της επέκτασης του τρομονόμου σε ζητήματα λόγου, την οποία το υπουργείο ήδη αποπειράθηκε.
Εξαρχειώτικο τζιχάντ
Μιλώντας, όμως, για το πώς η χρήση μιας ευρωπαϊκής οδηγίας μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από την αρχική στόχευσή της, όταν ενσωματωθεί στο δίκαιο μιας χώρας, ας δούμε λίγο προσεκτικότερα τη «διεθνή υποχρέωση» του κ. Κοντονή. Το υπουργείο υποστηρίζει ότι με το επίμαχο άρθρο αποπειράθηκε να ενσωματώσει δύο αποφάσεις-πλαίσια του Συμβουλίου της ΕΕ, την 2008/841/ΔΕΥ της 24ης Οκτωβρίου 2008 και την 2008/919/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008. Οι αποφάσεις αυτές τροποποιούν την περίφημη απόφαση-πλαίσιο του 2002, η οποία έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με τον «τρομονόμο» του 2004. Από την άποψη της διατύπωσης του επίμαχου άρθρου στο νομοσχέδιο του υπουργείου, εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως η δεύτερη. Η συγκεκριμένη απόφαση στοχεύει κατά κύριο λόγο τη στρατολόγηση σε οργάνωση, ωστόσο πράγματι περιλαμβάνει στο άρθρο 1 μια παράγραφο που λέει: «“Δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος”: η διάδοση ή η με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση ενός μηνύ ματος προς το κοινό, με πρόθεση την υποκίνηση σε τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), όταν μια τέτοια συμπεριφορά, είτε υποστηρίζει άμεσα είτε όχι τα τρομοκρατικά εγκλήματα, προκαλεί κίνδυνο τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων εγκλημάτων».
Εδώ, όμως, είναι πολύ διαφωτιστικό να ανατρέξει κανείς στην Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», που δημοσιεύτηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 2015. Στην αιτιολόγηση της πρότασης αντικατάστασης της απόφασης-πλαισίου αναφέρεται η «ανάγκη εφαρμογής των σχετικών διεθνών προτύπων και υποχρεώσεων» και ειδικότερα η εναρμόνιση με την «απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 2178 του 2014, η οποία «καθορίζει ένα ευρύ φάσμα μέτρων για την καταπολέμηση του φαινομένου των ξένων τρομοκρατών μαχητών». Η δε αναφορά σε «ξένους τρομοκράτες μαχητές» εξειδικεύεται περαιτέρω στην πρόταση και μάλιστα πολύ ειδικά σε σχέση με αυτό που μας απασχολεί εδώ. Στο άρθρο 5 διαβάζουμε: «Δημόσια πρόκληση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος – Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αξιόποινες πράξεις θεωρούνται, για παράδειγμα, η εξύμνηση βομβιστών αυτοκτονίας, η ενθάρρυνση για συμμετοχή στη βίαιη τζιχάντ, οι άμεσες προτροπές για τη θανάτωση ‘απίστων’, η δικαιολόγηση της τρομοκρατίας και η διάδοση μηνυμάτων ή εικόνων βάναυσων δολοφονιών ως τρόπος προβολής των τρομοκρατών ή για να αποδειχθεί η δύναμή τους, σε περιπτώσεις όπου μια τέτοια συμπεριφορά δημιουργεί ουσιαστικά τον κίνδυνο τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων και με την προϋπόθεση ότι τα μηνύματα διαδίδονται με σκοπό την προώθηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων (όχι απαραίτητα αυτά που αφορούν συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση). Στα εν λόγω μηνύματα και εικόνες μπορούν επίσης να περιλαμβάνονται και εκείνα που προσβάλλουν τα θύματα της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών τους. Οι διατάξεις αυτές έχουν επίσης ως στόχο να διασφαλίσουν ότι η διάδοση μηνυμάτων μέσω διαδικτύου που ενθαρρύνουν την τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων ή παρέχουν τρομοκρατική τεχνογνωσία καθίστανται αξιόποινες πράξεις».
Έχοντας γνώση αυτών των κειμένων, κατανοεί κανείς πως όσο κι αν η κριτική σε αυτού του τύπου τις νομοθεσίες, σε όλες τις μορφές τους, ισχύει στο ακέραιο (πρόκειται για μαύρες τρύπες της έννομης τάξης, καταστάσεις εξαίρεσης που ισχύουν επ’ αόριστον), οι διατυπώσεις εδώ είναι αρκετά συγκεκριμένες: «ξένοι μαχητές», «βίαιη τζιχάντ», «θανάτωση απίστων» κτλ. Γίνεται ολοφάνερο εδώ ότι οι εν λόγω ευρωπαϊκές αποφάσεις στοχεύουν ένα είδος τρομοκρατίας που στην Ελλάδα δεν υπάρχει.
Όπως δεν θα κουραστώ να γράφω, το ελληνικό μεταπολιτευτικό αντάρτικο πόλης είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο είναι εξαιρετικά χαμηλού αντικτύπου. Η διόγκωσή του από το σύστημα Ασφάλεια-Αντιτρομοκρατική-Εισαγγελία-Δικαστές-ΜΜΕ, η κατασκευή ουσιαστικά της «τρομοκρατικής απειλής», δεν έχει στόχο καμία «τρομοκρατία» αλλά μια ολωσδιόλου άλλης τάξης πειθάρχηση που αφορά ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Το υπουργείο Δικαιοσύνης, λοιπόν, αποπειράται εδώ να πάρει ένα -ούτως ή άλλως προβληματικό- νομοθετικό πλαίσιο που στοχεύει τον διεθνή τζιχαντισμό και να το κάνει δώρο στην ελληνική Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, στις δικαστικές αρχές και στα ΜΜΕ για να κυνηγούν αναρχικούς και όσους εκφράζονται υπέρ τους στα social media. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι παρόμοια «προσαρμογή στόχευσης» παρατηρείται και στις προγενέστερες «ενσωματώσεις». Ο «τρομονόμος» του 2001 ενσωματώνει τη Σύμβαση για το οργανωμένο έγκλημα. Όμως απαλείφει το κριτήριο της επιδίωξης οικονομικού οφέλους, ακριβώς για να μεταβληθεί σε αντιτρομοκρατικό νόμο. Κάτι, δηλαδή, που έχει στόχο το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, το τράφικινγκ κτλ, προσαρμόζεται εδώ στις ανάγκες του μεταπολιτευτικού αντάρτικου πόλης. Ο «τρομονόμος» του 2004 είναι ακόμη πιο παρόμοιος με τη σημερινή κατάσταση: η περίφημη απόφαση-πλαίσιο του 2002, την οποία ενσωματώνει, αφορά ξεκάθαρα τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Εδώ, χρησιμοποιείται για να αντιμετωπίσει τη «νεοτρομοκρατία», όπως την ονομάζουν τα ΜΜΕ, δηλαδή την ακόμη πιο χαμηλού αντικτύπου ένοπλη δραστηριότητα αναρχικών ομάδων – αλλά κυρίως για να χτίσει τις «δεξαμενές υπόπτων». Τώρα, το υπουργείο Δικαιοσύνης της «κυβέρνησης της Αριστεράς» προσπαθεί να προσθέσει άλλη μια ανάλογη «προσαρμογή» σ’ αυτόν τον ντροπιαστικό κατάλογο.
Μπροστά στις αντιδράσεις, το υπουργείο εξαφάνισε το άρθρο 27 από το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Με ανακοίνωσή του, προχθές, δήλωσε ότι το άρθρο «εισάγεται για περαιτέρω επεξεργασία στην Επιτροπή για τη σύνταξη Νέου Ποινικού Κώδικα». Και η ανακοίνωση συνεχίζει:
«Η επεξεργασία της διάταξης στο πλαίσιο λειτουργίας της εν λόγω επιτροπής θα επιτρέψει, κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο, τόσο να αξιοποιηθούν τα πορίσματα του δημόσιου διαλόγου που ήδη έλαβε χώρα, όσο και να δοθεί το περιθώριο περαιτέρω εμβάθυνσης της συζήτησης μεταξύ των κοινωνικών φορέων. Άλλωστε, έτσι τα ειδικά νομικά ζητήματα που γεννώνται σχετικά με την προστασία των εννόμων αγαθών των πολιτών θα αντιμετωπιστούν με ενιαίο συστηματικά τρόπο.
Εξάλλου, με την παραπάνω επιλογή αναμένεται, πάντως, να διαφυλαχθεί ο στόχος της έγκαιρης προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις αποφάσεις –πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ και 2008/919/ΔΕΥ, όπως αυτή κατέστη υποχρεωτική ιδίως μετά από την πρόσκληση της Ελλάδας προς κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της πρώτης εξ αυτών, και προς αποφυγή διαπίστωσης σχετικών παραβάσεων».
Μ’ άλλα λόγια, η απόσυρση είναι προσωρινή. Η τροποποίηση θα επανέλθει.
Κυβερνώσα; Αριστερά;
Η «καλή προαίρεση», η αναγνώριση δηλαδή των αντικειμενικών δυσκολιών παρέμβασης σε μια νομοθεσία που εξαρτάται από τις γεωπολιτικές ισορροπίες, δεν είναι άνευ όρων. Ο βασικότερος όρος είναι να συμμερίζεται αυτός τον οποίον αντιμετωπίζουμε καλοπροαίρετα, τη θέση ότι η αντιτρομοκρατική νομοθεσία πρέπει να καταργηθεί. Όχι να απαντά ότι «αποτελεί διεθνή υποχρέωση» η επέκτασή της, λες και αυτό λύνει κάτι, ή να λέει ότι θα μελετήσει καλύτερα την ποινικοποίηση της γνώμης προτού τη νομοθετήσει ξανά. Η άπταιστη ευρωενωσιακή δικαιωματική lingua περί « ειδικών νομικών ζητημάτων που γεννώνται σχετικά με την προστασία των εννόμων αγαθών των πολιτών» δεν πείθει κανέναν.
Η αποποίηση των θέσεων της Αριστεράς για τους «τρομονόμους» δεν είναι ένα «Go back κυρία Μέρκελ» που γίνεται γαργάρα. Από πολλές απόψεις, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι ασύγκριτα σημαντικότερο. Απέναντι στη διάνοιξη και στην ολοένα επιταχυνόμενη διεύρυνση χώρων εξαίρεσης στον πυρήνα των δημοκρατικών ελευθεριών δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές οι λογικές ενός μπλαζέ κυβερνητισμού. Επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το σύστημα κατασκευής της «τρομοκρατικής απειλής» παραμένει άθικτο, αυτονομημένο και ανεξέλεγκτο. Κρατάει ανθρώπους σε ομηρία, ελέγχει τη δημοσιότητα, επιβάλλει την πειθάρχηση του πληθυσμού, απαξιώνει το κράτος δικαίου, και στήνει σκευωρίες σαν αυτές της Ηριάνας Β. Λ. και του Τάσου Θεοφίλου.
Η κυβερνώσα Αριστερά πρέπει να αποφασίσει τόσο αν είναι κυβερνώσα όσο και αν είναι Αριστερά. Αν είναι κυβερνώσα, δεν γίνεται να κυβερνάει η Αντιτρομοκρατική. Αν είναι Αριστερά, δεν γίνεται να αφήνει τους τρομονόμους άθικτους – πόσο μάλλον να τους επεκτείνει.