Η αδικία παγιώνεται
Η εκ νέου απόρριψη της αίτησης αναστολής της Ηριάννας και του Περικλή δείχνει ότι το μίσος για τη γενιά του 2006-2007 έχει προσλάβει ξεκάθαρα θεσμικά χαρακτηριστικά.
Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, το αίτημα αποφυλάκισης της Ηριάννας Β.Λ. και του Περικλή Μ. που καταδικάστηκαν στις αρχές του Ιουνίου ως μέλη της «Ε.Ο. Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» απορρίφθηκε από τις δικαστικές αρχές. Η 29χρονη Ηριάννα και ο 33χρονος Περικλής οδηγήθηκαν στη φυλακή με μοναδικά ενοχοποιητικά στοιχεία ένα ελλιπώς ταυτοποιημένο δείγμα DNA σε έναν αχρησιμοποίητο γεμιστήρα και ένα δακτυλικό αποτύπωμα σε ένα βιβλίο που βρέθηκε σε ένα σπίτι στον Βόλο αντίστοιχα. Το αφήγημα κατά των δύο κατηγορούμενων έδενε για τους δικαστές ο σύντροφος της Ηριάννας και συγκάτοικος του Περικλή, Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή στην οργάνωση – παρότι έχει αθωωθεί αμετάκλητα.
Με οργή και αγανάκτηση αντιμετωπίστηκαν απ’ το ευρύ κοινό και οι δύο πρόσφατες αποφάσεις, που κράτησαν εντός φυλακής τους δύο κατηγορούμενους, ενώ στον αντίποδα, η συναυλία αλληλεγγύης στα πρόσωπά τους προσέλκυσε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έως και 30.000 κόσμου. Η Ηριάννα και ο Περικλής έγιναν προσωπική υπόθεση για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, μέρος της οποίας έκλαιγε στους διαδρόμους του Εφετείου με την προηγούμενη απόφαση.
Το αίσθημα αδικίας εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες της κακοδικίας, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου για το πώς λειτουργούν αυτές οι υποθέσεις, πώς μεθοδεύονται οι αστυνομικές έρευνες και πώς προκύπτουν τέτοιες καταδικαστικές αποφάσεις. Η Πανελλήνια Ένωση Βιοεπιστημόνων καταφέρθηκε εναντίον της χρήσης των γενετικών δεδομένων στις έρευνες της ΕΛΑΣ με τον τρόπο που αξιοποιούνται σήμερα. Η απόφαση της καταδίκης ήταν μεταξύ άλλων και ένα ευθύ χτύπημα κατά της επιστήμης, καθώς η κατάθεση ενός διεθνώς αναγνωρισμένου γενετιστή ότι η ταυτοποίηση του DNA της Ηριάννας στον γεμιστήρα είναι αδύνατη με το υπάρχον δείγμα.
Οι δεκάδες παρατυπίες στη δίωξη της Ηριάννας και του Περικλή έχουν πλέον καταγραφεί εξοντωτικά σε πληθώρα μέσων ενημέρωσης και όχι με κάποιον ιδιαίτερο πολιτικό χρωματισμό. Ο καθηγητής φιλοσοφίας του Δικαίου, Αριστείδης Χατζής, επιφανής σχολιαστής που αυτοπροσδιορίζεται ανοιχτά ως φιλελεύθερος –και άρα πόρρω απέχων από το ιδεολογικό πεδίο της αλληλέγγυας Αριστεράς- σε εξαιρετικό χθεσινό του άρθρο στην Καθημερινή, έχοντας μελετήσει τη δικαστική απόφαση, επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι υπονομεύει το ελληνικό κράτος δικαίου.
Ακόμα και χωρίς τα νομικά εργαλεία του καθηγητή, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς από πού πηγάζει η ανησυχία του. Πιθανώς να υπήρξε σοκαριστικό και για τον ίδιο ότι η παραδειγματική καθυστέρηση καταγραφής της απόφασης για ενάμιση μήνα –που κόντεψε να οδηγήσει στην αναβολή της εκδίκασης της πρώτης αίτησης αναστολής τον περασμένο Ιούλιο- κατέληξε τελικά σε ένα κείμενο έκτασης μικρότερης από μια σελίδα για μια δικαστική περιπέτεια τεσσάρων ετών με πλήθος προβληματικών σημείων που δημοσιοποιήθηκαν μαζί με την υπόθεση. Όταν δε στα ενοχοποιητικά στοιχεία αρχίζουν να συγκαταλέγονται ταξίδια στη Βαρκέλωνη και επαφές με αθωωμένους κατηγορούμενους, η εντύπωση που μένει είναι ότι το κατηγορητήριο έχει φτιαχτεί συγκολλώντας κομμάτια διαφορετικών παζλ που δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να ταιριάξουν φυσιολογικά μεταξύ τους, προκειμένου να αναδυθεί μία «μαγική εικόνα» που θα επικυρώσει τυπικά ένα προκατασκευασμένο συμπέρασμα.
Αν το τεκμήριο αθωότητας καταπατείται τόσο πρόδηλα, οι ηλικίες των δύο προσώπων δεν είναι άσχετες μ’ αυτό. Στα 29 η Ηριάννα και στα 33 ο Περικλής, αμφότεροι ανήκουν σε ένα ηλικιακό γκρουπ που αναγνωρίζεται από την ΕΛΑΣ ως κοιτίδα ενός ριζοσπαστισμού, ο οποίος ήκμασε από το 2006 έως το 2013. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς από τους δύο δεν έχει στο ιστορικό του πράξεις που να τον τοποθετούν έστω και στους πιο εξωτερικούς κύκλους αυτού του ριζοσπαστισμού.
Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού τάχθηκε στο πλευρό των δύο κατηγορούμενων. Τίποτα στο προφίλ τους δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες ότι η καταδικαστική απόφαση εναντίον τους ενδέχεται να έχει κάποια πραγματική βάση. Στο πρόσωπο της Ηριάννας και του Περικλή, αντιθέτως, φάνηκε ότι υπάρχει μία άδικη στόχευση με γερές θεσμικές ρίζες, η οποία γεννιέται περισσότερο δια του συσχετισμού, μέσω ενός αυθαίρετα κατασκευασμένου από την αστυνομία κοινωνικού «προφίλ» επικινδυνότητας και ενοχής.
Απ’ όταν η πρώτη καταδικαστική απόφαση έβαλε ως προσωρινό δεδομένο την ενοχή, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, το πόρισμα αυτό-αναπαράγεται. Η φυλάκιση των δύο προσώπων στην πρωτόδικη απόφαση και οι μετέπειτα απορριφθείσες αιτήσεις αντιβαίνουν υπέρμετρα στις συνήθεις πρακτικές που αφορούν την αναστολή: σταθερές σχέσεις εργασίας και τόπος κατοικίας, πρότερος έντιμος βίος και λευκό ποινικό μητρώο είναι συνήθως παραπάνω από αρκετά για να θεωρείται αυτονόητη η αναστολή.
Όμως κάτι τέτοιο θα αναγνώριζε την αδικία που υφίστανται η Ηριάννα κι ο Περικλής, κι αυτό με τη σειρά του θα ξετύλιγε ένα αρκετά μακρύ κουβάρι μιας σειράς υποθέσεων που επιχείρησαν να γεμίσουν τα ποσοστά των επιτυχιών στην καταστολή της «τρομοκρατίας» με ό,τι βρέθηκε στον δρόμο τους. Η καταπάτηση του κράτους δικαίου δεν είναι υπόθεση μόνο δύο αδικημένων προσώπων και των κοντινών τους ανθρώπων. Δεν πρέπει να έχει μείνει πια η παραμικρή αμφιβολία σε κανέναν ότι δικαστική και εκτελεστική εξουσία έχουν εμπλακεί σε ένα αμφίδρομο σύστημα που επιτρέπει την ασυδοσία και των δύο, εις βάρος της Ηριάννας, του Περικλή και ποιος ξέρει πόσων ακόμα.