Η Ελλάδα που μισούμε
Δεν ξέρω εάν ο Σταύρος Θεοδωράκης συνειδητά επέλεξε για το περιβόητο «Ποτάμι» του να συγκεντρώσει ό,τι χειρότερο περιφέρεται στην ελληνική κοινωνία, αλλά σίγουρα τα κατάφερε. Η ανακοίνωση των υποστηρικτών της κίνησής του θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα tableau vivant της Ελλάδας του κυνισμού, της πολιτικής, δημοσιογραφικής και ακαδημαϊκής αρπαχτής, του μνημονιακού χατζηαβατισμού, αυτού του εσμού καθεστωτικών τυχοδιωκτών που αρέσκονται να (αυτο)παρουσιάζονται ως η φωτισμένη ελίτ του τόπου...
Μέσα σε αυτή την πραγματική λίστα της ντροπής μπορεί κανείς να βρει: Τον εθνικό μας διαφημιστή που χρόνια τώρα αρέσκεται να πλασάρεται ως διανοούμενος με βάθος, ενώ δεν ξέφυγε ποτέ από τα πνευματικά όρια της διαφήμισης της Κόκα Κόλα. Το άκρον άκρον άωτον του ακαδημαϊκού κυνισμού, τη μοναδική περίπτωση φιλοσόφου όπου το απόλυτα αβαθές της σκέψης πάει χέρι-χέρι με τον πιο σκληρό αυταρχισμό που θεωρεί τους φοιτητές πεδίο εξάσκησης για τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας. Μια εντυπωσιακή περίπτωση εξωμότη που, αφού εξαργύρωσε τα αρχικά διαπιστευτήριά του ως ιστορικού της Αριστεράς, σήμερα έχει αναχθεί σε πρωταθλητή της αντικομμουνιστικής ηλιθιότητας, ένα σκαλοπάτι πάνω από τις αλήστου μνήμης φωτογραφίες με τα κονσερβοκούτια και τους κουβάδες με τα μάτια. Έναν καθηγητή δημόσιας διοίκησης που περιφέρεται ως ο «καλύτερος δημόσιος υπάλληλος της χώρας» χωρίς να έχει εργαστεί ούτε μια ώρα στο γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Δημοσιογράφους που έχτισαν την καριέρα τους ως υπάλληλοι μυστικών υπηρεσιών (και μάλιστα πλέον της μίας χώρας). Νεοφιλελεύθερους καθηγητές πανεπιστημίων. «Πετυχημένους» (κατά δήλωσή τους) επαγγελματίες, αν ο επαγγελματισμός ταυτίζεται με τις καλές δημόσιες σχέσεις. Εν πολλοίς ένα (αυτο)ανακυκλούμενο παρεάκι που συμπυκνώνει ό,τι αξίζει να μισούμε σε αυτή τη χώρα.
Αυτή δεν είναι η Ελλάδα της δημιουργίας. Αυτή είναι η Ελλάδα που όταν εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες υποφέρουν από την ανεργία, κατορθώνει να πλουτίζει με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις. Είναι η Ελλάδα που όταν οι νέοι περιφέρονται στην εργασιακή απελπισία, εξασφαλίζει δεύτερες και τρίτες θέσεις εργασίας – κατά προτίμηση δε, αργομισθίας. Είναι η Ελλάδα που όταν χιλιάδες άνθρωποι μάτωναν κυριολεκτικά στις διαδηλώσεις και πνίγονταν στα δακρυγόνα, ελεεινολογούσε τη «βία του όχλου». Είναι η Ελλάδα που καθημερινά, επίμονα, με ευλαβική συνέπεια πίνει στην υγεία των κορόιδων.
Είναι ένα παρεάκι που έμαθε να κάνει πολιτική μόνο με κονέ, με συναλλαγές και υπολογισμό. Που δεν έχει ούτε παιδεία ούτε όραμα. Που ο νεοφιλελευθερισμός τους είναι αποκλειστικά ατομικός: ατομικά τα βίτσια, ατομικές οι αρετές. Που μπορεί πάντα να πουλήσει ο ένας τον άλλον με την πρώτη ευκαιρία.
Ότι αυτοί οι άνθρωποι σήμερα έρχονται να αυτοπαρουσιαστούν ως η ελπίδα και οι «δημιουργικές δυνάμεις» του τόπου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αλαζονεία με την οποία, ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου, συχνά τα στελέχη ολοκληρωτικών καθεστώτων έχουν υπερασπιστεί το έργο τους. Δείχνει όμως και τη βαθύτερη πεποίθησή τους ότι στο τέλος αυτοί θα είναι νικητές, ότι στο τέλος απώλειες θα έχουν οι άλλοι, οι αντίπαλοί τους. Μόνο που αυτοί, οι αντίπαλοί τους, είμαστε όλες και όλοι εμείς.
Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος μας. Ο κατάλογος των υποστηρικτών του Θεοδωράκη προσωποποιεί τον αντίπαλο. Προσωποποιεί την Ελλάδα που πρέπει να ηττηθεί, τους ανθρώπους που στο τέλος αυτής της μάχης πρέπει να φύγουν ηττημένοι, μαζί με το σκηνικό που εκπροσωπούν. Όλα αυτά τα «λαμπερά» πρόσωπα στο τέλος πρέπει να βρεθούν αυλακωμένα από την απόρριψη μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γιατί το χαμόγελο αξίζει να βρίσκεται σε άλλα πρόσωπα: αυτούς που άντεξαν τη ανεργία, τις απολύσεις, το ξύλο, την επισφάλεια, που αντιστάθηκαν στην κατάθλιψη, που -έστω και στην κορύφωση της απελπισίας- δεν έπαψαν να αγωνίζονται.
Αυτή που πρέπει να αντέξει και να νικήσει είναι η Ελλάδα του Λάζαρου, που άμα δεις το χαμόγελό του σε διαδήλωση μπορείς να αντιμετωπίσεις όλα τα χημικά και το ξύλο· της Δέσποινας που θα κάνει τα πάντα πάνω κάτω για να μην χαθεί ούτε μια θέση εργασίας στο Υπουργείο της· του Πάνου και της Όλγας που παίρνουν πάνω τους τον πόνο και την αρρώστια μιας ολόκληρης πόλης· του Γρηγόρη που σπάει τα χέρια του γιατί αρνείται να το παίξει απλώς «εκπρόσωπος» · του Τάσου και του Γιώργου που επιμένουν ότι χρειαζόμαστε ακόμη καλά αριστερά βιβλία· του Λευτέρη που δεν φοβάται απειλές εάν είναι να βγάλει την είδηση· της Ειρήνης που όταν δεν τρέχει για τις απολύσεις, εξασφαλίζει ότι οι βιβλιοθήκες είναι προσβάσιμες στους τυφλούς φοιτητές.
Όλων αυτών και τόσων άλλων που μας δίνουν ελπίδα. Ότι όσα ποτάμια κυνισμού και εάν κυλήσουν, στο τέλος εμείς θα χαμογελάμε.