unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - WEB ONLY - ΑΡΘΡΑ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Για την επέτειο του δημοψηφίσματος: «Όχι», Brexit, λαός και ελίτ

| 5/7/2016 - 17:27

Mε αφορμή την επέτειο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 αλλά και το πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα, έχει ανοίξει μια συζήτηση με δύο πλευρές: από τη μία, η υπερεπένδυση στη βαρύτητα τέτοιων στιγμών ως βροντερής «λαϊκής ετυμηγορίας» και η αγωνία «ιδιοκτησίας» τους μέσω πολύ συγκεκριμένων διερμηνειών· από την άλλη, μια εντεινόμενη επιχειρηματολογία πως η προσφυγή σε τέτοιου είδους ετυμηγορίες αποκαλύπτει την ακαταλληλότητα του «λαού» να αποφασίζει και την ανάγκη οι «ελίτ» να καθοδηγήσουν τις «μάζες». Στην πραγματικότητα, οι δύο θέσεις είναι παραπληρωματικές.


Με δύο αφορμές, την επέτειο του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 και το πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα, έχει ανοίξει μια συζήτηση όχι μόνο για την ερμηνεία των δύο αυτών ιστορικών στιγμών αλλά και για τις ίδιες τις διαδικασίες –κάποιοι λένε και τα «όρια»– της δημοκρατίας. Στον βαθμό που είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς πλευρές, η συζήτηση αυτή ορίζεται αφενός από μια αγωνία «ιδιοκτησίας» των «όχι», η οποία συναρτάται με μια υπερεπένδυση στη βαρύτητά τους ως κρυστάλλινης και βροντερής «λαϊκής ετυμηγορίας»· αφετέρου, από μια ολοένα πιο απενοχοποιημένη κι εντεινόμενη επιχειρηματολογία πως η προσφυγή σε τέτοιου είδους ετυμηγορίες απειλεί στην πραγματικότητα τη δημοκρατία και τις κοινωνικές αξίες, η προστασία των οποίων είναι προνόμιο και καθήκον των εντεταλμένων αξιωματούχων και θεσμικών μηχανισμών.

Ο πυρήνας της θεώρησης της πρώτης πλευράς είναι η περιώνυμη «ταξικότητα» της ψήφου. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια ορθή διαπίστωση – αν και με προϋποθέσεις που, ωστόσο, δεν λαμβάνονται υπόψη. Πάντως, τόσο στο ελληνικό δημοψήφισμα όσο και στο βρετανικό, η ανάλυση της ψήφου δείχνει πως η απόρριψη των πολιτικών της ΕΕ –εν τη ευρεία εννοία, διότι τα ερωτήματα, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι ιστορικές εμπειρίες και οι πολιτικές συγκυρίες είναι πολύ διαφορετικά[1]– αναλαμβάνεται σε γενικές γραμμές από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Όμως εδώ ξεκινούν οι αποκρύψεις:

Πρώτον, και τα δύο δημοψηφίσματα προέκυψαν ως μεθοδεύσεις ηγετών. Ο ένας το κέρδισε (ναι, το δημοψήφισμα το κέρδισε ο Αλέξης Τσίπρας – εξ ου και η εκπληκτική, αν και φαινομενική, παραδοξότητα της συνέχειας), ο άλλος το έχασε. Επιπλέον, πολλοί υποστηρίζουν –και πάντως έτσι θεωρείται και από τις δυνάμεις που επενδύουν στο «λαϊκό όχι»– ότι οι ηγέτες μεθόδευσαν τα δημοψηφίσματα με ιδιοτελή κίνητρα: στη μεν Βρετανία θεωρείται περίπου κοινώς αποδεκτό πως ο Ντέιβιντ Κάμερον μεθόδευσε το δημοψήφισμα ως μέρος μιας εσωκομματικής διευθέτησης, στη δε Ελλάδα όλοι διαβάσαμε κι ακούσαμε τις εξιστορήσεις για την κατήφεια που επικρατούσε, είπαν, στο Μαξίμου μετά το δημοψήφισμα και τις κατηγορίες ότι το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών αποδείκνυε πως ο σχεδιασμός ήταν διαφορετικός και προμελετημένος. Πώς λοιπόν κάτι που αποτελεί απόπειρα χειραγώγησης του εκλογικού σώματος γίνεται αποδεκτό με τέτοια απουσία επιφύλαξης ως ανόθευτη έκφρασή του; Πώς ανεβαίνει σε τέτοιο βάθρο πολιτικής λατρείας μια διαδικασία δημοψηφίσματος καθαυτή, όταν είναι προφανές πως αν τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα, τότε η «λαϊκή ετυμηγορία» δεν θα θεωρούνταν καθόλου ανόθευτη αλλά θα υποστηριζόταν απλώς πως η χειραγώγηση ήταν εντέλει επιτυχημένη, ότι ο λαός πλανήθηκε; (Και, βέβαια, το υπέροχο συνακόλουθο ερώτημα είναι: αταλάντευτος ο λαός απέναντι στην προπαγάνδα τον Ιούνιο, άτεγκτος μπροστά στη λαίλαπα των συστημικών ΜΜΕ, αλλά πλανεμένος από τον γητευτή Τσίπρα τον Σεπτέμβριο, τον οποίο ξαναστέλνει στο Μαξίμου;)

Εδώ έχουμε κάτι που θυμίζει μια συχνή στάση απέναντι στη δικαστική εξουσία: όταν βγαίνει μια απόφαση που απαλλάσσει, λόγου χάρη, διαδηλωτές, τότε μιλάει η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη», όταν όμως τους καταδικάζει, τότε «η κυβέρνηση» ή η «εξουσία» καταστέλλει. Έχουμε, δηλαδή, μια σύγχυση ανάμεσα στο τι μπορεί να χρησιμεύσει ως πολιτικό εργαλείο και τι αντανακλά μια ιδεατή μορφή του πολιτεύματος υπό το οποίο ζούμε. Η «σωστή» απόφαση του εκλογικού σώματος δεν καθιστά τα συγκεκριμένα δημοψηφίσματα λιγότερο ύποπτα, όπως βέβαια μια «σωστή» απόφαση της δικαιοσύνης δεν σημαίνει ότι αισθανόμαστε ασφαλείς υπό τη σκέπη του κράτους δικαίου. Η «σωστή» απόφαση στα δημοψηφίσματα δεν είναι μια ανάδειξη της σοφίας του λαού ούτε μια επικύρωση της ιερότητας διαδικασιών που προσφεύγουν στην ετυμηγορία του· είναι ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια όσων υποστηρίζουν μια τέτοια πολιτική. Αν ήθελα να γίνω κακός, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια απόπειρα χειραγώγησης του αποτελέσματος μιας απόπειρας χειραγώγησης. Άδικο, ενδεχομένως. Αλλά αυτά παθαίνει όποιος ηθικολογεί για λαϊκές ετυμηγορίες και βαφτίζει ρυθμιστή του «δικαίου» του τις «δημοκρατικές διαδικασίες»: κινδυνεύει να βάψει κάθε πολιτική διαδικασία με τη μπογιά της χειραγώγησης και πρώτη πρώτη τη δική του.

Δεύτερον, όμως, το πολιτικό εργαλείο αυτό δεν είναι ακριβώς μια περήφανη λαϊκή ρομφαία πόσο μάλλον ταξική– που όλοι καμώνονται πως υψώθηκε με τα δημοψηφίσματα. Το γεγονός ότι, πράγματι, τα κατώτερα στρώματα ψήφισαν «όχι» δεν καθιστά αυτόματα εκτός θέματος τον τρόπο συγκρότησης της συζήτησης γύρω από το δίλημμα. Μ’ άλλα λόγια τόσο στην Ελλάδα –από τον ενιαίο τότε ΣΥΡΙΖΑ– όσο και, πολύ περισσότερο και πολύ πιο ακραία, στη Βρετανία –από τους αρχιτέκτονες της εκστρατείας του Leave– το υποκείμενο στο οποίο αποδόθηκε το «όχι» ήταν ένας εθνικός λαός. Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι όσοι ψήφισαν «Όχι» στο ελληνικό δημοψήφισμα είναι εθνικιστές, όπως θα τους ήθελαν οι «ευρωπαϊστές», ούτε βέβαια πως όσοι ψήφισαν “leave” είναι ρατσιστές, όπως τους θέλει η αντι-Brexit ρητορική που αναπτύσσεται παντού. Σημαίνει, όμως, ότι η αντίδραση στις πολιτικές της λιτότητας και των αποκλεισμών που αποτελεί την κύρια υλική συνθήκη της ψήφου των κατώτερων τάξεων δεν αναιρεί πως το υποκείμενο στο οποίο ενσαρκώνονται αυτές οι ψήφοι δεν είναι ένα υποκείμενο κατά του νεοφιλελευθερισμού αλλά ένα υποκείμενο υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας. Το γεγονός αυτό μπορεί για κάποιους να είναι θετικό και για άλλους όχι, για κάποιους στρατηγικά πρόσφορο και για άλλους πολιτικά καταδικαστέο, πάντως είναι γεγονός και δεν επιτρέπει την εύκολη αναγόρευση της ψήφου σε ένα άνευ όρων αντιστασιακό «λαϊκό» που κατά περίπτωση, όταν βολεύει, γίνεται «ταξικό»· ούτε βέβαια επιτρέπει να σκουπίζουμε κάτω από το χαλάκι την εθνικιστική και, στην περίπτωση της Βρετανίας, ρατσιστική γλώσσα με την οποία τα «όχι» εγγράφηκαν στον δημόσιο λόγο. Το να παρατηρούμε μια επί της ουσίας, στα χαρακτηριστικά της βάσης της, συντηρητική και εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση (απέναντι στην ΕΕ και στα πολιτικά συστήματα της μεταδημοκρατίας) και να την βαφτίζουμε κάτι άλλο επειδή φαντασιωνόμαστε πως κάπου μέσα εκεί μια Αριστερά θα εμφανιστεί και θα πάρει το παιχνίδι, δεν αποτελεί πολύ καλή ανάλυση.

Δημοψήφισμα

Φωτογραφία: Νίκος Παλαιολόγος / SOOC

Τρίτον, τα δημοψηφίσματα είναι στιγμιότυπα. Διευρυμένες, επίσημες σφυγμομετρήσεις. Δεν είναι άμεση δημοκρατία. Η –σκόπιμη– αυτή σύγχυση ανάμεσα στα δύο μαρτυράει πολλά για τον χαρακτήρα των πολιτικών κινήσεων που αναγορεύουν τα «όχι» σε ύψιστες στιγμές λαϊκής έκφρασης – κι εδώ πρέπει να συμπεριληφθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Άμεση δημοκρατία δεν είναι να ζητιέται από κάποιον μια στις τόσες, όποτε για δικούς του λόγους το αποφασίζει ένα πολιτικό σύστημα, να απαντήσει «ναι» ή «όχι» σε ένα ερώτημα – όσο σημαντικό κι αν είναι το ερώτημα. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι απλώς μια πιο άμεση –με την έννοια ότι ξεφορτωνόμαστε προς στιγμήν τους αντιπροσώπους– έκφραση της ανάθεσης. Άμεση δημοκρατία είναι η συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία, με την έννοια της φυσικής, συστηματικής και παραγωγικής συμμετοχής στα κοινά. Είναι η κατάσταση όπου κάθε πολίτης συμμετέχει στη διακυβέρνησή του επειδή αναλαμβάνει ως αποστολή –μπαίνω στον πειρασμό να πω «εργασία»– έστω ένα μέρος αυτής της διακυβέρνησης, όσο μικρό κι αν είναι, σε οποίο επίπεδο κι αν μπορεί. Η προφανής δυσκολία έστω σύλληψης μιας τέτοιας πολιτικής μορφής στο πλαίσιο των σύγχρονων τεράστιων γραφειοκρατικών κρατών μάς δίνει μια εξήγηση γιατί η άμεση δημοκρατία χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο, ως αναβολικό σε στιγμές αγανάκτησης, και δεν αποτελεί πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα κανενός – παρεκτός ίσως κάποιων αναρχικών, των μόνων που τη συζητούν τουλάχιστον με εντιμότητα. Διότι εδώ, φυσικά, αυτό που αποκρύβεται είναι ότι αν από τη μία έχουμε την ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης, από την άλλη έχουμε τους διερμηνείς αυτής της βούλησης, αυτούς ακριβώς που θα μας πουν αν η ψήφος ήταν ταξική και πόσο ταξική ήταν, αυτούς που θα αποτιμήσουν πως το μεν δημοψήφισμα του Ιουλίου ήταν αυθεντικό, ενώ οι εκλογές του Σεπτεμβρίου κάλπικες. Με αυτή την έννοια πρόκειται για αγωνία «ιδιοκτησίας» των «όχι». Είτε μιλάμε για χαρισματικές ηγετικές μορφές είτε για προνομιακές γραφειοκρατικές συλλογικότητες, το σχήμα εδώ είναι: εσύ εκφράσου κι εγώ θα σε ερμηνεύσω και θα γίνω το πολιτικό όχημα της αυθεντικής σου έκφρασης.

Τέταρτον, έγραψα μόλις παραπάνω ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε όσους αναγορεύουν το «όχι» σε ύψιστη στιγμή λαϊκής έκφρασης. Δεν εννοώ μόνον το προφανές, ότι το δημοψήφισμα το μεθόδευσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι το κέρδισε –ως ενιαίος, θυμίζω– και ότι το διεκδικεί ακόμη, έστω με κωμικοτραγικό τρόπο, στο παρόν.[2] Εννοώ κυρίως ότι η λογική της «ανόθευτης λαϊκής φωνής» που αντιστέκεται αυθεντικά αλλά διερμηνεύεται και οδηγεί στην ανάθεση, ήταν ακριβώς η λογική του ΣΥΡΙΖΑ που τον οδήγησε στην εξουσία. Και ότι σ’ αυτή του τη διαδρομή συμπορεύτηκαν και μ’ αυτή του τη ρητορική συμπαρατάχθηκαν πολλοί από όσους τώρα τον καταδικάζουν. Δίκαιη η καταδίκη τους, κατά τη γνώμη μου. Αλλά και μια διπλή απόκρυψη, ταυτόχρονα: του μεν ΣΥΡΙΖΑ ως κύριου εκφραστή μιας τέτοιας θεώρησης, των δε κριτικών του ως μελών μιας ενθουσιώδους μετωπικής συμπόρευσης που πολύ βολικά δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο παρά ελάχιστης αυτοκριτικής.

Στον αντίποδα των επίδοξων ιδιοκτητών των «όχι», η άλλη πλευρά διατυπώνει τη θέση της με εξέχοντα κυνισμό: ο λαός δεν έχει τη γνώση που απαιτείται για να αποφασίζει για τόσο περίπλοκα ζητήματα. Κι εδώ αναγνωρίζεται ότι είναι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο, μόνο που δεν πρόκειται για μια πράξη αντίστασης αλλά γι’ αυτούς που «δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας».[3] Οι άνθρωποι αυτοί, λόγω της περιορισμένης τους μόρφωσης ή της μεγαλύτερής τους ηλικίας, γίνονται έρμαιο δημαγωγών και λαϊκιστών και παίρνουν αποφάσεις καταστροφικές. Γι’ αυτό και ο λαός πρέπει απλώς να αποφασίζει για την αντιπροσώπευσή του κι από εκεί και πέρα να εκχωρεί κάθε επιμέρους απόφαση στους αντιπροσώπους του –στην πραγματικότητα: στην εκτελεστική εξουσία–, οι οποίοι είτε έχουν τη γνώση είτε περιβάλλονται από ανθρώπους που την έχουν – γι’ αυτό άλλωστε και το πολίτευμά μας λέγεται κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από εκεί και πέρα, διατυπώνονται μέχρι και απόψεις ότι οι «ελίτ» πρέπει να ξεσηκωθούν και να αντεπιτεθούν στις αδαείς μάζες. Διότι το ρήγμα πλέον, λέει αυτή η προσέγγιση, βρίσκεται μεταξύ όσων αναγνωρίζουν την «πραγματικότητα» κι όσων την αποφεύγουν. Και το καθήκον της ορθολογικής ηγεσίας είναι να βγάλει τις μάζες από την πλάνη τους.[4] Από τη στιγμή, τουλάχιστον, που δεν κατορθώνει εκ των προτέρων να αποτρέψει την καταστροφή.[5]

Όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τον ακροκεντρώο λόγο, εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ζόμπι της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν θα μπω σε μια κριτική της συγκεκριμένης θεώρησης, έχουμε περιγράψει με πολλές άλλες αφορμές την αντίληψη του Ακραίου Κέντρου για τη δημοκρατία ως συμμόρφωση, θα επισημάνω μόνο ότι ο φόβος τους είναι δικαιολογημένος: όντως οι αποφάσεις που μοιάζει να παίρνει η πλειοψηφία των πολιτών, όποτε προκύπτει η δυνατότητα, είναι απειλητικές για την «πραγματικότητα».

Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι πως τόσο η μία όσο και η άλλη πλευρά αποδέχονται ως βάση των περιγραφών τους την καταστατική αντίθεση λαός/ελίτ. Είναι, δηλαδή, τρόπον τινά, και οι δύο «λαϊκιστικές», όσο κι αν στη δημοσιότητα καταλαμβάνουν αντιδιαμετρικές θέσεις, σχηματοποιώντας το δίπολο λαϊκισμός/αντιλαϊκισμός. (Δεν εννοώ, φυσικά, εδώ τον λαϊκισμό ως συνώνυμο της δημαγωγίας, φτηνή κατηγορία για ό,τι μας ενοχλεί.) Οι πρώτοι ως διερμηνευτές του λαού και οι δεύτεροι ως εξορθολογιστές του, μοιράζονται στην πραγματικότητα μια κοινή λειτουργία: πρόκειται για παραπληρωματικές θέσεις, παγιδευμένες στη μεταδημοκρατία, που συμμετέχουν στην από κοινού παραγωγή του απρόσβλητου υπεραφηγήματος μιας αυτοβελτιούμενης δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου άλλωστε η μία θέση παράγει την άλλη. Δεν υπάρχει, φυσικά, συναίνεση εδώ – το συμβόλαιο έχει διαρραγεί και η καχυποψία απέναντι στο πολιτικό σύστημα είναι γιγαντωμένη. Δεν υπάρχει, όμως, ούτε ρήξη – παρά μόνο ως ρητορικό τέχνασμα. Δύο απουσίες, δύο κενά, που γεννούν τη συνθήκη της σύγχρονης δημοκρατίας ως πολιτικής μορφής που είναι αδιανόητο να αμφισβητηθεί χειραφετητικά.

Τι αφήνουν απ’ έξω όλα αυτά; Μα, φυσικά, τα «όχι» και τον «λαό» τους. Κανένας δεν συνομιλεί μαζί τους. Τόσο το ελληνικό όσο και το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν, το δίχως άλλο, δυο μικροί σεισμοί. Και τόσο οι διερμηνευτές του λαού όσο και οι εξορθολογιστές των μαζών συμπεριφέρονται σαν σεισμολόγοι στην τηλεόραση. Ο μεγάλος σεισμός, αν γίνει, όποτε γίνει, θα τους φέρει τα φώτα στο κεφάλι.

___

[1] Λόγου χάρη, στη Βρετανία εκφράζεται η δυσφορία ως απόρριψη της ΕΕ, όμως οι πολιτικές λιτότητας και αποκλεισμού είναι μάλλον εγχώριας κοπής.
[2] Σημερινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει: «Ο ελληνικός λαός όρθωσε το ανάστημά του και, με την ξεκάθαρη απάντηση στο δημοψήφισμα, είπε ΟΧΙ στα τελεσίγραφα και τους εκβιασμούς, ΟΧΙ στις πολιτικές λιτότητας. Είπε ΌΧΙ στην προπαγάνδα των ΜΜΕ και στην εκστρατεία τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε από όλο το εγχώριο και διεθνές σύστημα. […] Το ΟΧΙ έχει μείνει στην Ιστορία ως η μεγάλη ανατροπή. Με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου που ακολούθησαν άνοιξε ο δρόμος για μια διαφορετική πολιτική, με αναπτυξιακή προοπτική και κοινωνικό πρόσημο, δέσμευση για την αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς αγγλικό δίκαιο, χωρίς τα δυσθεώρητα πλεονάσματα στα οποία είχαν δεσμευτεί ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Έχουμε μπροστά μας και άλλες μεγάλες μάχες και αγώνες, που μόνο με αποφασιστικότητα μπορούμε να δώσουμε και θα νικήσουμε». Βλ. «Επέτειος δημοψηφίσματος – ΣΥΡΙΖΑ: Το ΟΧΙ έχει μείνει στην Ιστορία ως η μεγάλη ανατροπή», CNN.gr, 5.07.2016 
[3] Βλ. Στάθης Ν. Καλύβας, «Πέντε παρατηρήσεις για το δημοψήφισμα», Η Καθημερινή, 26.06.2016
[4] Βλ. James Traub, “It’s time to rise up against the ignorant masses”, Foreign Policy, 28.06.2016
[5] Βλ. Γιώργος Καμίνης, «Ένας χρόνος από το δημοψήφισμα», #FACT, 2-3.07.2016


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αυγουστίνος Ζενάκος

[email protected]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 2000 ως το 2010. Συνεργάστηκε με διάφορα ...