Για την απόρριψη της αίτησης αναστολής ποινής της Ηριάννας Β. Λ.
Μια απόφαση αναστολής, ερχόμενη αμέσως μετά την αθώωση του Τάσου Θεοφίλου, θα έδινε πνοή σε ένα κύμα αμφισβήτησης του πειθαρχικού εγχειρήματος που συνιστά η κατασκευή της «τρομοκρατικής απειλής». Είναι τέτοια η συνθήκη αυτή τη στιγμή που μια απόφαση αναστολής της ποινής εγκυμονούσε τον σοβαρό κίνδυνο να σπάσει το φράγμα της ευρύτερης δημοσιότητας όχι μόνο η άδικη φυλάκιση κάποιου αλλά η διερώτηση για την ίδια την «αντιτρομοκρατία», τις μεθόδους της και εντέλει τους σκοπούς της.
Η απόρριψη της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης ποινής της Ηριάννας Β. Λ. και του Περικλή M. μοιάζει να εξέπληξε πολλούς. Ίσως ήταν το κλίμα που δημιούργησε η πρόσφατη αθώωση του Τάσου Θεοφίλου. Ίσως ήταν ο παραλογισμός να μην δίνεται ανασταλτικός χαρακτήρας στην ποινή κάποιου που δεν είχε προφυλακιστεί και που μάλιστα λάμβανε άδεια να ταξιδεύει στο εξωτερικό, με προσωρινή άρση των περιοριστικών όρων, για πανεπιστημιακούς λόγους (ενώ δίνεται για πολλές βαρύτερες υποθέσεις). Ίσως ήταν απλώς η εξόθφαλμη αδικία της υπόθεσης επί της ουσίας – της υπόθεσης δηλαδή για την οποία επιβλήθηκε η ποινή.
Κανένας, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται. Η πιθανότητα να γίνει δεκτή μια τέτοια αίτηση σε αυτό το πλαίσιο ήταν μηδαμινή. Κι αυτό για δύο τουλάχιστον λόγους που δεν πρέπει να ξεχνάμε:
Πρώτον, η κατασκευή της τρομοκρατικής απειλής είναι μια υπόθεση στην οποία αλληλεπιδρούν πολλές δυνάμεις επί μακρόν: η αστυνομία – κυρίως η Κρατική Ασφάλεια και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, οι οποίες είναι κατεξοχήν πολιτικές υπηρεσίες, παράγουν δηλαδή πολιτική για λογαριασμό του κράτους· το πολιτικό προσωπικό, που κάνει χρήση αυτής της πολιτικής, άλλοτε παθητικά κι άλλοτε ανατροφοδοτώντας την νομοθετικά και επιστρατεύοντάς την ρητορικά· οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, που εξασφαλίζουν την ευόδωση της κατασκευής αυτής, παραμερίζοντας τις δημοκρατικές εγγυήσεις και τα δικονομικά εμπόδια· και τα ΜΜΕ, που εγγράφουν την κατασκευή της απειλής στη δημοσιότητα, κάποιες φορές απλώς στο πλαίσιο της εντυπωσιοθηρίας αλλά συχνά και σε άμεση συνεργασία με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Ακόμη περισσότερο περιπλέκει τα πράγματα το γεγονός ότι η κατασκευή αυτή πλέκεται με εργαλείο και την αντιτρομοκρατική νομοθεσία -αν και σε καμία περίπτωση μόνο με αυτήν- η οποία αποτελεί ενσωμάτωση διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων. Μπορεί στην πράξη η κατασκευή αυτή να έχει ως άμεση συνέπεια την ομηρία του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου και όσων -ατυχώς για τους ίδιους- σχετίζονται μ’ αυτόν, αλλά είναι πλέον τεράστια: ένα καθολικό πειθαρχικό εγχείρημα που περιλαμβάνει κάθε εστία αμφισβήτησης της μεταδημοκρατικής συναίνεσης – ακόμη και την διαφωνία πως ο Λουκάς Παπαδήμος υπήρξε σωτήριος πολιτικός για τη χώρα!
Μια απόφαση αναστολής σήμερα, ερχόμενη αμέσως μετά την αθώωση του Τάσου Θεοφίλου, θα έδινε πνοή σε ένα κύμα αμφισβήτησης αυτού του πειθαρχικού εγχειρήματος. Είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί ότι παρά την σχετική έκταση που πήρε η υπόθεση Θεοφίλου, με όρους ευρύτερης δημοσιότητας παρέμεινε ένα ζήτημα του «αλληλέγγυου χώρου», με λιγοστούς εξωτερικούς συμπαραστάτες. Αντιθέτως, η υπόθεση της Ηριάννας κινητοποίησε πολύ περισσότερους -και κάποιους επιφανείς- και η πορεία της στη δημοσιότητα ήταν σχεδόν η αντίστροφη από αυτή του Θεοφίλου: ενώ στην περίπτωση του Θεοφίλου τα ΜΜΕ οργίασαν με τη σύλληψή του και ένευσαν συγκαταβατικά με την αθώωση, στην περίπτωση της Ηριάννας η προηγούμενη περιπέτειά της ίσα που προσέχτηκε, ενώ η δημόσια σφαίρα δονείται από το αίτημα δικαίωσής της. Είναι λοιπόν τέτοια η συνθήκη αυτή τη στιγμή που μια απόφαση αναστολής της ποινής εγκυμονούσε τον σοβαρό κίνδυνο να σπάσει το φράγμα της ευρύτερης δημοσιότητας όχι μόνο η άδικη φυλάκιση κάποιου αλλά η διερώτηση για την ίδια την «αντιτρομοκρατία», τις μεθόδους της και εντέλει τους σκοπούς της.
Δεύτερον, τα δικαστήρια στις υποθέσεις «τρομοκρατίας» δικάζουν ασφαλώς με κριτήρια ιδεολογικά (πιστεύουν ότι μάχονται τους εχθρούς του κράτους), αλλά πολλοί δικαστές ακολουθούν και την πεπατημένη για να μην διακινδυνεύσουν λόγου χάρη την προαγωγή τους. Αυτό, όμως, που δεν πρέπει να υποτιμάται είναι ο συντεχνιακός παράγοντας: όταν υπάρχει επόμενο στάδιο κρίσης, δύσκολα ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας θα απορρίψει κάτι που του λέει η αστυνομία και δύσκολα το δικαστήριο θα απορρίψει κάτι που του λέει ο εισαγγελέας. Ο ανακριτής θα πει: ας το λύσει το δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο θα πει: ας το λύσει το εφετείο. Για το τι κάνει το εφετείο, η υπόθεση Θεοφίλου είναι εξόχως χαρακτηριστική: παρότι τα στοιχεία είναι ισχνά από την πρώτη στιγμή (κάποια φαίνονται και κατασκευασμένα) και ο κατηγορούμενος έχει άλλοθι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον καταδικάζει για μέρος των κατηγοριών σε βαριά κάθειρξη. Μολαταύτα, η εισαγγελία κάνει έφεση και τον ξαναστέλνει να δικαστεί για όλες τις κατηγορίες. Ξανά γίνεται πασιφανές στο δικαστήριο ότι δεν υπάρχουν στοιχεία. Η εισαγγελέας προτείνει ενοχή για όλα. Το δευτεροβάθμιο δίνει αθώωση – αλλά με πλειοψηφία 2-3. Κι αυτό σε μια υπόθεση που βροντοφώναζε «σκευωρία».
Το να έδιναν σήμερα οι δικαστές αναστολή ποινής θα ήταν πρώτα από όλα πλήγμα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την εισαγγελία. Διότι, φυσικά, όσο κι αν υποτίθεται ότι σήμερα δεν κρινόταν η ενοχή ή η αθωότητα οποιουδήποτε παρά μόνον ο ανασταλτικός χαρακτήρας της ποινής, όλοι ξέρουμε ότι μια αποδοχή της αίτησης αναστολής θα σήμαινε επί της ουσίας και μια έμμεση αποδοχή των θέσεων των κατηγορουμένων. Θα ήταν πολύ πολύ δύσκολο δικαστές να το πράξουν αυτό κατά συναδέλφων τους. Είπαν αυτό που λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις: ας το λύσει το εφετείο.
Αλλά βέβαια το εφετείο δεν θα το λύσει από μόνο του. Ας μην εθελοτυφλούμε: η κατασκευή της τρομοκρατικής απειλής κρατεί καλά. Όσοι αθωώνονται σε τέτοιες υποθέσεις είναι μόνο μέσα από έναν συνδυασμό δημόσιας πίεσης και υπεράνθρωπης προσπάθειας της υπεράσπισής τους να αποδομήσει λέξη προς λέξη το αστυνομικό αφήγημα. Η Ηριάννα Β. Λ. και ο Περικλής M. θα κληθούν και αυτοί -κατά παράβαση κάθε έννοιας Δικαίου- να αποδείξουν πέραν αμφιβολίας την αθωώτητά τους. Κι οι υπόλοιποι θα κληθούμε να βρούμε αποτελεσματικότερους τρόπους να εξηγήσουμε και να κάνουμε γνωστές τις μεθόδους και τους σκοπούς της «αντιτρομοκρατίας».