Πρώτα ως φάρσα, ύστερα ως φάρσα
Η «ιδιοκτησία» της συμφωνίας, η «ενότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας ως Ισμήνη και το άταφο πτώμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας...
Στο βιβλίο In Defense of Lost Causes, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ -ο οποίος, όπως και άλλοι τούτο τον καιρό, δεν μοιάζει ακόμη διατεθειμένος να αποχωριστεί το φετίχ ΣΥΡΙΖΑ- παραθέτει τη σκηνή από την ταινία Break Up, όπου ο πρωταγωνιστής λέει στην πρωταγωνίστρια: «Ήθελες να πλύνω τα πιάτα και θα πλύνω τα πιάτα – ποιο είναι το πρόβλημα;» Κι εκείνη του απαντά: «Δεν θέλω να πλύνεις τα πιάτα, θέλω να θέλεις να πλύνεις τα πιάτα!»¹
Τη σκηνή αυτή μας την έφερε στον νου η περίφημη υπόθεση του «ownership», της «ιδιοκτησίας», για την οποία τόσος λόγος -δικαίως- έγινε, η πρόβλεψη δηλαδή στη συμφωνία της 13ης Ιουλίου πως η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο θα υλοποιήσει τα μέτρα αλλά πως τα μέτρα αυτά «της ανήκουν», τα υλοποιεί ως «δικά της». Η εξήγηση που κυρίως διατυπώθηκε είναι ότι μια τέτοια απαίτηση είναι απαραίτητη, προκειμένου να γίνει η δέσμευση της κυβέρνησης όσο το δυνατόν πιο πειστική: πώς, άλλωστε, να περιμένουν οι πιστωτές ότι μια κυβέρνηση που τόσους μήνες -και τόσα χρόνια ως κόμμα- αντιστεκόταν σε κάθε στοιχείο του πολιτικού τους προγράμματος, τώρα θα το εφαρμόσει; Έστω κι αν αναγκάστηκε εξαιτίας του κλεισίματος των τραπεζών, ποια η διαβεβαίωση ότι μόλις νιώσει ελάχιστα πιο δυνατή δεν θα ξαναρχίσει να φέρνει δυσκολίες; Συνεπώς, δεν πρέπει απλώς να αποδεχτεί τα μέτρα, πρέπει και να τα αποδεχτεί ως «δικά της» – και τούτη είναι μια πρακτική προσέγγιση που εξασφαλίζει τη συμμόρφωση.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διάσταση που δεν έχει να κάνει τόσο με το πρακτικό πρόβλημα της εφαρμογής των μέτρων αλλά με την πρόσληψη και την εγγραφή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και των σχέσεων που οδήγησαν σε αυτή και που προέκυψαν από αυτή. Με άλλα λόγια, η αποδοχή των μέτρων ήταν -η πλειονότητα των παρατηρητών συμφώνησε σε αυτό- αποτέλεσμα ενός εκβιασμού και το ανακοινωθέν της Συνόδου αποτυπώνει τον συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, έστω κι αν φορτώνει τα μεγάλα βάρη της ήττας στην Ελλάδα, δεν αφήνει την ΕΕ αλώβητη. Όπως και πάλι πολλοί επεσήμαναν, η συντριβή ενός κράτους-μέλους και της δημοκρατικής του κυριαρχίας άφησε την Ευρώπη να προβάλλει ως το αντίθετο των υποτιθέμενων συστατικών αρχών της – γι΄ αυτό και η αναγκαιότητα του «ownership»: η λειτουργία του δεν είναι μόνο μια πρακτική επιβολή αλλά μια συμβολική διευθέτηση, μια διαδικασία ανάληψης της πίεσης που ασκείται στην ΕΕ για την αντιδημοκρατικότητά της από το ίδιο το θύμα αυτής της αντιδημοκρατικότητας· το θύμα πρέπει να υποταχθεί με τέτοιον τρόπο ώστε η υποταγή του να μην ασκεί πίεση στον θύτη.
Την καλύτερη απόδειξη γι΄ αυτή την λειτουργία της «ιδιοκτησίας» προσφέρει το γεγονός ότι χρησιμοποιείται όχι μόνο από την ΕΕ προς την ελληνική κυβέρνηση αλλά και από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα προς τους διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ: «Να μοιραστούμε την πολιτική ευθύνη για την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ» και «να μείνουμε ενωμένοι πραγματικά, όχι στα λόγια, με κοινή στάση στο Κοινοβούλιο». Προφανώς εδώ υπάρχει μια πρακτική διάσταση ως προς την ανάγκη να στηριχθεί κοινοβουλευτικά η κυβέρνηση. Επιπλέον, όμως, υπάρχει η ανάγκη να αναληφθεί η πίεση της κυβερνητικής πολιτικής από τους διαφωνούντες, εξαλείφοντας τη μομφή πως η κυβέρνηση προδίδει τις συστατικές αρχές του κόμματος. Όπως η ΕΕ λέει στην κυβέρνηση πως αν δεχτεί τη συμφωνία, θα τη δεχτεί λέγοντας πως είναι «δική της» και πως κατά συνέπεια η δημοκρατία στην ΕΕ είναι αλώβητη, έτσι και ο Α. Τσίπρας λέει στο κόμμα και την κοινοβουλευτική ομάδα πως αν δεχτούν ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι στην κυβέρνηση, τότε θα δεχτούν την πολιτική της κυβέρνησης ως «δική τους» και πως κατά συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει μια αριστερή παράταξη. Τι άλλο σημαίνει, άλλωστε, η αποστροφή «η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε υποστηρίζεται από αριστερούς βουλευτές είτε πέφτει από αριστερούς βουλευτές, επειδή κατά τη γνώμη τους έπαψε να είναι αριστερή»;
Ένας οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ θα διαπίστωνε ίσως με πικρία ότι η ομιλία του Α. Τσίπρα στο Ευρωκοινοβούλιο μοιάζει πολύ μακρυνή – και ιδιαίτερα η κορύφωση εκείνη της δευτερολογίας του με την επίκληση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, που τόσο συζητήθηκε. Ίσως, όμως, μια τέτοια διαπίστωση να είναι βιαστική, διότι κατά κάποιον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αυτή τη στιγμή πιο κοντά στην Αντιγόνη από ποτέ…
Ας θυμηθούμε την αρχή της τραγωδίας: Η Αντιγόνη ανακοινώνει στην αδερφή της, Ισμήνη, την πρόθεσή της να θάψει τον νεκρό αδερφό της, Πολυνείκη, τον οποίο ο Κρέοντας άφησε άταφο. Το πάθος της Αντιγόνης βρίσκεται ωστόσο αντιμέτωπο με την πεζή, πραγματιστική αντιμετώπιση της Ισμήνης:
Ωιμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ΄ τις ανομίες του
που ήρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που ΄χε το διπλό
τ΄ όνομα μάνας και γυναίκας του,
με θηλειά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πόχουμε απομείνη
σκέψου τι τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
σ΄ ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία.
Κι απ΄ τ΄ άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορή να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ΄ αυτά και σ΄ άλλα
πιο σκληρότερ΄ ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ΄ τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσωμαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ΄ αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλης ό,τι ξεπερνά
τη δύναμη σου, καθαρή ΄ναι τρέλλα.²
Η Ισμήνη περιγράφει στην Αντιγόνη το αντικειμενικό πλαίσιο της αδυνατότητας του αιτήματός της: ήδη η μοίρα μάς έχει ταλαιπωρήσει, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι εναντίον μας, άσε που είμαστε και γυναίκες και δεν είναι δουλειά μας να ασχολούμαστε. Αλλά, κυρίως, μιας και έχουμε μόνες απομείνει από τον Οίκο μας, ας μη ρισκάρουμε τον τελικό του αφανισμό.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να εντοπίσει εδώ κανείς την αναλογία της ισμήνειας απεύθυνσης προς την Αντιγόνη με αυτή του Αλέξη Τσίπρα προς την εσωκομματική αντιπολίτευση: εδώ που φτάσαμε, έτσι που εκβιαστήκαμε και ταπεινωθήκαμε από την Ευρώπη, θα είναι αφροσύνη να μείνουμε στο καπρίτσιο της αντίστασης – πόσο μάλλον όταν κάτι τέτοιο θα διακινδυνεύσει την ίδια την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης. Να αφανιστούμε; Όχι, ας μη μπλέξουμε σε πράγματα που δεν μας αναλογούν. Υπακούμε, αλλά με συντριβή. Αποδεχόμαστε την ήττα και ζητάμε από τους νεκρούς να μας συγχωρήσουν.
Αν, ωστόσο, ο Α. Τσίπρας από Αντιγόνη του Ευρωκοινοβουλίου έχει μετατραπεί σε Ισμήνη στην Ελλάδα, σε ποιον αντιστοιχεί πλέον η Αντιγόνη; Η προφανής απάντηση είναι πως αντιστοιχεί στην εσωκομματική αντιπολίτευση και στους βουλευτές που ψήφισαν «όχι» στα προαπαιτούμενα. Όμως, μια τέτοια αντιστοίχηση θέλει προσοχή και μας υποχρεώνει να θυμίσουμε πως το πρόβλημα της Αντιγόνης δεν είναι ο Κρέοντας αλλά το άταφο πτώμα του αδερφού της. Δεν αμφισβητεί η Αντιγόνη την εξουσία του Κρέοντα καθαυτή, αλλά την υπερβολή αυτής της εξουσίας να μη σεβαστεί τους τύπους της αναμέτρησης. Με τον ίδιο τρόπο, η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εγκλωβισμένη στον συγκλονισμό της από την παντελή έλλειψη σεβασμού των εταίρων απέναντι στο τυπικό μιας ευπρεπούς διαπραγμάτευσης. Η αντίδραση απέναντι σ’ αυτή την καθαρή επίδειξη δύναμης, εκεί όπου θα περίμενε τη σύνθετη διαμεσολάβηση των θεσμών, καθορίζει τη στάση της. Σε συνθήκες μεταδημοκρατικής διακυβέρνησης, μένει καθηλωμένη πάνω από το πτώμα της δημοκρατίας – ζητώντας έστω την ταφή του.
Αν λοιπόν στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την ΕΕ κυριαρχεί η φάρσα μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης που υπερκαθορίζεται από τη στυγνή, καθαρή δύναμη, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η φάρσα αναδιπλασιάζεται ως σεμνή εξόδιος ακολουθία του πτώματος της δημοκρατίας. Τι συνέχει αυτές τις δύο φάρσες; Ακριβώς το ότι η «ιδιοκτησία» της συμφωνίας περνά μέσα από το μοιρολόι του πτώματος. Κλαίω τη νεκρή δημοκρατία σημαίνει οικειοποιούμαι τον θάνατό της για να συνεχίσω να ζω. Εξωτερικεύω το πένθος, αναθέτοντάς το σε μια διαδικασία τυπικού θρήνου. Αυτή η προσποίηση, προσποίηση ότι συμφωνήσαμε, προσποίηση ότι θρηνήσαμε, μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί – έστω και με ένα πτώμα στη ντουλάπα μας.
Και εδώ ανακύπτει, θεωρούμε, το μείζον πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα: τόσο η ανάληψη της συμφωνίας ως τραγικότητα (πιστή σε μια παράδοση της Αριστεράς που αντλεί μια διαστροφική απόλαυση από την ήττα) όσο και η αντίληψη της διαφωνίας είτε ως επιμονή στις δημοκρατικές αρχές που καταστρατηγούνται είτε ως ανάγκη ενός «πραγματιστικού» σχεδίου ρήξης, συσκοτίζουν την αδυναμία δημιουργίας μιας σημασίας που υπερβαίνει τον ορίζοντα της νεκρής φιλελεύθερης δημοκρατίας – το αφήγημα εκείνο που καθιστά το πρόβλημα του άταφου Πολυνείκη όχι έναν θρήνο ή έστω μια ηθική απαίτηση αλλά μια αμφισβήτηση του Νόμου, μια μετάβαση από τον Σοφοκλή στον Μπένγιαμιν: όχι ταφή του νεκρού και αναμονή για τη λύτρωση των επερχόμενων γενεών, αλλά εκδίκηση «στο όνομα των γενεών που ηττήθηκαν».³
_____________
¹ Slavoj Žižek, In Defense of Lost Causes, Verso, 2008, σ. 18
² Οι τραγωδίες του Σοφοκλέους. Ι. Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Αίας, Τραχίνιαι, μτφρ. Ι. Ν. Γρυπάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα χ.χ., Πρόλογος, στ. 49-58
³ Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Για την έννοια της ιστορίας», μτφρ. Γ. Φαράκλας, Αρ. Μπαλτάς, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, 21.11.1997, σ. 38