«Εξευγενιστείτε, εξευγενιστείτε» μας έλεγαν
(Ή όταν σου έχει φουσκώσει το πάτωμα, αλλά εσύ βάφεις τους τοίχους.)
Κεραμεικός προς Πετράλωνα, στη μέση Γκάζι, άμα θες το κόβεις όλο πάνω Πειραιώς, προσπερνάς Ομόνοια, όλο ευθεία είσαι Εξάρχεια. Αν στρίψεις Αιόλου, ο κόσμος όλος: ποια Αθήνα, κυρίες και κύριοι, εδώ μιλάμε για την πόλη με τα χίλια πρόσωπα. Και μάλιστα, που αλλάζουν σε νανοσεκόντ.
Δεκαετία ’90 κι αρχές ’00: Ιστορικό κέντρο, παλιά εργοστάσια, η τσιμινιέρα έχει παγώσει. Σιγά σιγά στο Γκάζι ξεκινούν οι πρώτες θεατρικές σκηνές, φέρνουν μαζί τους και τα «εναλλακτικά» μπαρ. Με τη σειρά της η «Τεχνόπολη», που δεν ήταν παρά ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, έπειτα ο σταθμός του μετρό, και στο τέλος της ημέρας το Γκάζι γίνεται μία ατελείωτη πηγή διασκέδασης για νέους, εναλλακτικούς, φρέσκους πελάτες. Όμως, κάποιος περισσεύει και πρέπει να μπει κάτω από το ολοκαίνουριο χαλί: οι οικογένειες των Ρομά εκτοπίζονται βίαια από τα χαμόσπιτα, τα οποία μετατρέπονται σε ταβέρνες και μπαρ με «άποψη» και πρόκειται να φιγουράρουν ως must στα αθηναϊκά έντυπα.
Εν αρχή ην η βιομηχανία της διασκέδασης, λοιπόν, που έσυρε ξωπίσω της κι άλλες πτυχές του νεοϋορκέζικου (sic) ονείρου: ολόφρεσκιες πολυκατοικίες με lofts, γκαλερί σε περίεργα κτίρια, πολυχώρους που έχουν και δεν έχουν δική τους ταυτότητα. Νέα κουλτούρα σε νέο τόπο, δομημένη πάνω σε «επαρχιώτικα» συμπλέγματα και φαντασιακά, που δε χωράν τους κατοίκους.
Η ζωή δεν κυλά για όλους ευχάριστα στο αθηναϊκό… Μπρούκλιν. Πρώτα το Γκάζι, έπειτα ο Κεραμεικός έρχονται αντιμέτωποι με τις ταξικές, τις πολύ ταξικές αντιθέσεις: η διασκέδαση έφερε λεφτά. Νέα σπίτια, καλλιτέχνες, ακριβό φαγητό, ακριβό ποτό και ακριβά ενοίκια. Κι αν στον Κεραμεικό και στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου υπήρχε μία κάποια ιδιοκατοίκηση, το Γκάζι είναι σαν να ξεριζώθηκε από τον χάρτη και να ξαναχτίστηκε. Και, φυσικά, σαν να εποικίστηκε.
Λίφτινγκ, λοιπόν. Κοκταίηλ και χαμόσπιτα του Κεραμεικού, που κατοικούνται από Ρομά, οι οποίοι πλέον «αξιοποιούνται» ως βαλκανικό ροκ’εν’ρολ ντεκόρ για τον αδηφάγο «εναλλακτικό» θαμώνα, μπέργκερ κροκόδειλου δίπλα σε μπουρδέλα, φτηνά, οικονομικά και παράνομα. Μουσικοί του δρόμου και τρομερά lives λίγο πιο κάτω από πιάτσες ηρωίνης. Μπαράκια και καφενεία που ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια, δίνουν δουλειά στους άνεργους νέους. Μαύρη, απάνθρωπη, επισφαλή; Ναι, αλλά δουλειά. Κι είναι πάντοτε γεμάτα κόσμο. Αλλά, πάνω και πέρα από όλους, βρίσκονται οι ιδιώτες, ευτυχείς για την… αναβάθμιση της περιοχής. Καλωσορίζουν τους νέους νοικάρηδες, που θα γίνουν κομμάτι αυτής της κουλ πραγματικότητας στην διπλάσια από την αντικειμενική της αξία τιμή ανά τετραγωνικό. Και όλοι είναι ευχαριστημένοι, εκτός από αυτούς που είναι σταθερά δυσαρεστημένοι: αυτούς που κάποιος θα βρεθεί να τους εκμεταλλευτεί.
Και μιλάμε για μία περιοχή η οποία αναβαθμίστηκε… στόμα με στόμα. Ξαφνικά, την προηγούμενη δεκαετία, άρχισαν να αγοράζονται σπίτια. Εταιρείες και δημόσιο επένδυσαν, πλούσιοι ιδιώτες έκαναν το ίδιο. Αγοράστηκαν σπίτια από ανθρώπους που είχαν ξεγραμμένη τη γειτονιά και περίμεναν μια αναβάθμιση, η οποία ψιθυριζόταν ότι επίκειται. Ό,τι έγινε στο Γκάζι με την διασκέδαση, στο Μεταξουργείο συνέβη με τον χώρο, με την κατοικία. Και σιγά σιγά το τοπίο ξεκαθαρίζει: Οι μη έχοντες παίρνουν δρόμο. Έτσι, θα εγκαταλείψουν την περιοχή -ξανά- οι Ρομά και όσοι υπόλοιποι δεν μπορούν να πληρώσουν τα ενοίκια. Και, φυσικά, οι ηλικιωμένοι, που απλώς δεν χωράνε σε αυτόν τον ιππόδρομο, τον γεμάτο νέα άλογα.
Το λαϊκό τσατσά των Πετραλώνων
Και ο «εξευγενισμός» χτυπά την πόρτα των Πετραλώνων, μιας περιοχής ακόμα πιο μακριά, αλλά φυσικά στα πέριξ, του ιστορικού Κέντρου. Τα Πετράλωνα ήταν μια λαϊκή περιοχή. Όταν η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε στον συγγενή Κεραμεικό, επιχείρησε να επιτεθεί και σε αυτήν την γειτονιά, κατάφερε να ξύσει μόνο την επιφάνεια του χώρου των Πετραλώνων: μπαρ ξεπήδησαν, τα ενοίκια μεταβλήθηκαν -σταδιακά μεταβλήθηκαν αρκετά, αλλά όχι ραγδαία- πιο εύποροι κάτοικοι έρχονται και εκτοπίζουν τους φτωχότερους παλιούς, αλλά η γειτονιά επιδεικνύει αντανακλαστικά απέναντι στο gentrification και γίνεται το πρώτο -και μοναδικό- παράδειγμα εναντίωσης με επίγνωση του απέναντι σε τι εναντιώνεται.
Η συνέλευση γειτονιάς δέχεται επιθέσεις, οι κάτοικοι πεισμώνουν, διεκδικούν την διατήρηση του λαϊκού χαρακτήρα της περιοχής και το δικαίωμα στον χώρο. Δημόσιο και ιδιωτικό. Δεν πήγε κι άσχημα, αν αναλογιστούμε ότι από τις τρεις αυτές περιοχές, είναι η μοναδική που δεν παρασύρθηκε τόσο ρηξικέλευθα από την ανάγκη να «εξευγενιστεί».
Ένα άβατο φιλέτο στο κέντρο της Αθήνας και μερικές ακόμα φαντασιώσεις
Εξάρχεια, αθηναϊκό κέντρο, νεοκλασικά, λόφος, χρώμα, παλιά Αθήνα σε παρακμή και φθαρμένη. Το μόνο πρόβλημα είναι οι κάτοικοι, που εμποδίζουν τις προοπτικές. Γιατί τα Εξάρχεια έχουν την εξής ιδιομορφία: οι κάτοικοι δεν είναι μόνο οι ένοικοι, είναι οι άνθρωποι που περνάνε τη ζωή τους στη γειτονιά.
Ωστόσο, παραμένουν φιλέτο και μάλιστα ένα φιλέτο με σχετικά χαμηλό κόστος ζωής. Οπότε όλα ξεκίνησαν από άλλη οδό αυτήν την φορά – όχι με αναβάθμιση, αλλά με υποβάθμιση. Και πρώτα ήρθαν τα ναρκωτικά, οι πιάτσες, η πρέζα. Η πρέζα σέρνει έγκλημα, επόμενη στάση κάνει η μαφία. Ναρκωτικά, όπλα, ξεκαθαρίσματα. Κουμάντο.
Η γειτονιά, όμως, θα αντισταθεί και μάλλον ενστικτωδώς και άθελά της. Οργανώνεται σε συνελεύσεις, συλλογικότητες, φυτεύει πάρκα, φτιάχνει κουζίνες, στηρίζει κέντρα απεξάρτησης, επιχειρεί να καθαρίσει την πλατεία. Επιτυχημένα; Μάλλον όχι και τόσο, αλλά η επιτυχία είναι μέτρο που δεν υπάρχει, το δομούμε πάνω σε επιθυμίες, οπότε στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα ηλίθιο ερώτημα.
Τη σκυτάλη από την υποβάθμιση, παίρνει η αναβάθμιση. Η πολιτική αφήγηση που στήνεται πάνω στις πλάτες του «γκέτο» των Εξαρχείων, φιλοδοξεί σε πολυεπίπεδη υπεραξία: στα Εξάρχεια είναι συγκεντρωμένα όλα -σχεδόν- τα κινηματικά στέκια του «ευρύτερου χώρου». Μια επέλαση του «εξευγενισμού» σε αυτήν τη γειτονιά δεν έχει να διώξει Ρομά, ούτε ηλικιωμένους – είπαμε, είναι παλιά Αθήνα. Το gentrification στα Εξάρχεια έχει στόχο να διασπάσει -χωροταξικά- αυτό το μικρό γαλατικό χωριό, με τους κοινωνικούς χώρους και τις καταλήψεις και τα κοινωνικά δίκτυα. Αν άδειαζαν, πιθανότατα με την αρωγή του Δήμου, οι καταλήψεις της περιοχής, για να στεγάσουν εναλλακτικούς πολυχώρους αγορασμένους από το αόρατο χέρι του Χ ιδιώτη, τότε αναγκαστικά τα πολιτικά στέκια θα έπρεπε να μεταναστεύσουν.
Κι αυτή θα ήταν μία καθοριστική αλλαγή για τη γειτονιά. Γιατί μαζί με τους χώρους θα την εγκατέλειπε και μια μερίδα κόσμου, θαμώνες της περιοχής, που είτε είναι ένοικοι είτε περαστικοί, θα ακολουθούσαν τους «φυγάδες». Πίσω θα άφηναν άδεια σπίτια και άδεια μπαρ, έτοιμα προς… αναβάθμιση, φυσικά. Ας μην ξεχνάμε ότι τα Εξάρχεια είναι χωρισμένα και σε ηλικιακές ζώνες. Η Νεάπολη έχει τις οικογένειες και τους παλιούς Εξαρχειώτες, οι μέτοικοι πιάνουν τις παρυφές.
Με έναν σμπάρο, δύο τρυγόνια: Και με τους ενοχλητικούς ξεμπερδεύεις και το -αντικειμενικά- πιο όμορφο κομμάτι του αθηναϊκού κέντρου «αξιοποιείς», και ο Κυριάκος ντύνει την αέναη προεκλογική του εκστρατεία με αφηγήσεις για ιππότες που εξοντώνουν δράκους.
Κλείσιμο (με βαθιά ανάσα)
Η Αθήνα έξι μήνες τον χρόνο ανήκει στους τουρίστες της κι αυτό είναι το μεγαλύτερο επιχείρημα της πλευράς των «εξευγενιστών». Οι ξένοι φέρνουν τα φράγκα κι εμείς ανήκομεν εις την Δύση. Οπότε και θα τους φιλοξενήσουμε και θα τους τα φάμε υπερκοστολογημένα.
Διότι το gentrification κατάφερε να κάνει κάτι σατανικά έξυπνο: κατάφερε να τιμολογήσει την αισθητική και να ξεκινήσει να την πουλάει ως αγαθό, σε μια πόλη που η διαδρομή από Σύνταγμα μέχρι Ομόνοια ξεχειλίζει από τις αντιθέσεις. Και που αν για κάτι μπορεί να είναι υπερήφανη, είναι η αισθητική της αρτιότητα, που φιγουράρει ζωγραφισμένη στους τοίχους και τις προσόψεις των κτιρίων της. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.