Ευρωβουλευτές ψηφίζουν μαύρο στην καθαρή ενέργεια για την Ελλάδα
Σε λίγες ώρες από τώρα η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα αποφασίσει για το μέλλον του λεγόμενου «χρηματιστηρίου ρύπων», του κυριότερου μηχανισμού για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις βιομηχανίες και τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Οι Έλληνες ευρωβουλευτές που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ προτείνουν μια φωτογραφική τροπολογία που θα επιτρέψει στη ΔΕΗ να εξαιρεθεί από το σύστημα εμπορίας ρύπων. Η πρόταση αυτή έχει αποκλειστικά στόχο την διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου στην Ελλάδα, καθώς θα στηρίξει τη λειτουργία δύο νέων μονάδων της ΔΕΗ. Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα στην αυριανή ψηφοφορία δεν είναι το «κλείσιμο του ματιού» σε καινούριες λιγνιτικές μονάδες, ξεπερασμένης τεχνολογίας. Αντίθετα, απαιτούνται ανοιχτά μάτια για τα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη από την αξιοποίηση των καθαρών τεχνολογιών ενέργειας.
Σε λίγες ώρες από τώρα η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα αποφασίσει για το μέλλον του λεγόμενου «χρηματιστηρίου ρύπων», του κυριότερου μηχανισμού για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις βιομηχανίες και τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Η βασική αρχή αυτού του συστήματος είναι πως ο «ρυπαίνων πληρώνει», δηλαδή η κάθε βιομηχανική μονάδα πληρώνει, μέσω δημοπρασιών, ένα αντίτιμο για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπει στην ατμόσφαιρα. Μέρος των εσόδων από αυτή τη διαδικασία ενισχύει οικονομικά τη στροφή σε καθαρές μορφές ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά και, δυνάμει, την ενίσχυση των λιγνιτικών περιοχών και κυρίως των εργαζομένων για τη μετάβασή τους στη μεταλιγνιτική περίοδο.
Από το καθεστώς αυτό δικαιούνται να εξαιρεθούν οι φτωχές χώρες, οι οποίες έχουν μεγάλη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, ώστε η μετάβαση τους σε ενεργειακά μοντέλα χαμηλού αποτυπώματος να είναι ομαλή. Η εξαίρεση αυτή όμως δεν έρχεται «ανέξοδα». Όσες χώρες τη δικαιούνται οφείλουν, ως αντιστάθμισμα, να επενδύουν σε καθαρές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής και σε έργα αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας, ενώ στερούνται μέρος από τα δημόσια έσοδα που θα λάμβαναν από τις σχετικές δημοπρασίες. Η Λετονία και η Μάλτα, για παράδειγμα, έχουν επιλέξει να μην κάνουν χρήση του δικαιώματος εξαίρεσης του τομέα ηλεκτρισμού τους και να αξιοποιήσουν πλήρως τα δημόσια έσοδα για άλλους σκοπούς.
Η Ελλάδα δεν δικαιούται, βάσει των σημερινών διατάξεων, να εξαιρεθεί από το σύστημα αυτό. Η υποχρέωση πληρωμής για τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής της από το 2013 μάλιστα έχει ήδη αποδώσει καρπούς, σε συνδυασμό και με την οδηγία βιομηχανικών εκπομπών που τέθηκε σε ισχύ το 2016. Σήμερα, η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έχει φθάσει στο 29% κάλυψης της ζήτησης, ενώ η περασμένη χρονιά ήταν η πρώτη που οι καθαρές τεχνολογίες τον ξεπέρασαν, έστω οριακά (30% κάλυψη της ζήτησης).
Τη θετική αυτή εξέλιξη επιχειρούν να ανατρέψουν οι Έλληνες ευρωβουλευτές που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, προτείνοντας μια φωτογραφική τροπολογία που θα επιτρέψει στη ΔΕΗ να εξαιρεθεί από το σύστημα εμπορίας ρύπων. Η πρόταση αυτή έχει αποκλειστικά στόχο την διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου στην Ελλάδα, καθώς θα στηρίξει τη λειτουργία δύο νέων μονάδων της ΔΕΗ, κόστους 2,5 δισεκ. ευρώ, με διάρκεια ζωής τουλάχιστον έως το 2060. Για τις δύο αυτές μονάδες ο Πρόεδρος της ΔΕΗ έχει δημόσια εκφράσει την άποψη του πως δεν είναι κερδοφόρες επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, εάν υπερψηφιστεί, η τροπολογία αυτή θα στερήσει από την Ελλάδα δημόσιους πόρους ύψους 1,75 – 2,5 δισεκ. ευρώ για την περίοδο 2021-2030, που όφειλε να καταβάλει η ΔΕΗ. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι ευρωβουλευτές είναι πως ακόμα και εάν η Ελλάδα εξαιρεθεί από το σύστημα εμπορίας ρύπων, το πραγματικό μειονέκτημα του ελληνικού λιγνίτη, που είναι η εξαιρετικά χαμηλή ποιότητα του σε σχέση με τα αποθέματα των γειτονικών χωρών, δεν θα εξαφανιστεί.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα στην σημερινή ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν είναι το «κλείσιμο του ματιού» σε καινούριες λιγνιτικές μονάδες, ξεπερασμένης τεχνολογίας. Αντίθετα, απαιτούνται ανοιχτά μάτια για τα οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη από την αξιοποίηση των καθαρών τεχνολογιών ενέργειας.