Επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ: Η ελληνική αριστερά στην εποχή του κυνισμού
Ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε κυρίως επενδύσει στο Δημοκρατικό Κόμμα, ήδη από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αξιωματική αντιπολίτευση, δεν τη δυσκόλεψε να βρει και τώρα κοινό πεδίο συζήτησης. Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να είχε πει διάφορα επικριτικά στην αμερικανική προεκλογική περίοδο, περισσότερο στο πλαίσιο των υποχρεωτικών κοινοτοπιών που τον κρατούν σε φραστικό συντονισμό με τους Ευρωπαίους που ξόρκιζαν το «λαϊκισμό» του Τραμπ, όμως φαίνεται ότι γρήγορα αποκαταστάθηκαν σχέσεις. Ο Πάνος Καμμένος μπορεί να αυτοχρίστηκε «ο άνθρωπος του Τραμπ στην Ελλάδα», αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που υπαγόρευσε αυτή τη γραμμή.
Η επιχειρηματολογία ακούγεται απλή. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια φάση αυξημένων συγκρούσεων με τους Ευρωπαίους και συμμάχους τους και διαφωνούν με τη Γερμανία σε ζητήματα όπως οι σχέσεις με τη Ρωσία Χρειάζονται, επομένως, άλλες φιλικές φωνές μέσα στην ΕΕ. Η Τουρκία είναι σε μια τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, αποδίδοντάς της ευθέως την ευθύνη για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και βρίσκεται σε μια έστω και αναγκαστική συνεννόηση με τη Ρωσία και το Ιράν για να αποφύγει το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός Κουρδικού Κράτους την επαύριον της ειρήνης στη Συρία. Κατά συνέπεια οι ΗΠΑ χρειάζονται έναν άλλο σίγουρο σύμμαχο στην περιοχή για πολιτικούς αλλά και για πρακτικούς λόγους (όπως είναι τα τακτικά πυρηνικά που παραδοσιακά φυλάσσονταν σε βάσεις στο Τουρκικό έδαφος). Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια φάση αναθεώρησης της πολιτικής τους σε ό,τι αφορά τη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική και παραδοσιακά διαφωνούν με τους Γερμανούς ως προς την αποτελεσματικότητα των πολύ περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών. Άρα, θα μπορούσαν, μέσω του ειδικού τους ρόλου στο ΔΝΤ να βάλουν πλάτη για ένα καλύτερο μίγμα πολιτικών από τη μεριά της Τρόικας. Αυτός μοιάζει να είναι ο βασικός συλλογισμός της ελληνικής κυβέρνησης όχι μόνο για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ αλλά και συνολικά για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτουν συμπεράσματα που εν μέρει ήδη γίνονται πράξη. Η Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που γενικά συντονίζεται με αυτή των ΗΠΑ. Στη Μέση Ανατολή υποστηρίζει σταθερά τις πρωτοβουλίες της Αιγύπτου και του Ισραήλ, ενώ στη Συριακή κρίση δεν έχει τροποποιήσει τη στάση της παρά την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της Συριακής κυβέρνησης και των συμμάχων της, δηλ. της Ρωσίας και του Ιράν. Οι σχέσεις με τη Ρωσία δεν έχουν ξεφύγει από τα παραδοσιακά πλαίσια και έχει αποφύγει να κάνει «διπλωματία των αγωγών» με τρόπο που να έρχεται σε σύγκρουση με τις αμερικανικές προσπάθειες για τη Ρωσία. Ο υπουργός Εξωτερικών ουδέποτε έχει αμφισβητήσει τις βασικές αμερικανικές επιλογές και αντιθέτως έχει υπερασπιστεί τις βασικές παραμέτρους της τρέχουσας ατλαντικής πολιτικής. Ούτε η αυξημένη επιθετικότητα απέναντι στη Ρωσία ούτε οι επιπλέον κυρώσεις έχουν αμφισβητηθεί από την ελληνική διπλωματία. Την ίδια ώρα ως προς το ζήτημα των εξοπλισμών, αν και μειωμένων εξαιτίας των μνημονιακών δεσμεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δείξει καμία διάθεση να αλλάξει γραμμή από την παράδοση που θέλει πάντα τις ΗΠΑ να είναι βασικός προμηθευτής μας.
Ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε κυρίως επενδύσει στο Δημοκρατικό Κόμμα, ήδη από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην αξιωματική αντιπολίτευση, δεν τη δυσκόλεψε να βρει και τώρα κοινό πεδίο συζήτησης. Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να είχε πει διάφορα επικριτικά στην αμερικανική προεκλογική περίοδο, περισσότερο στο πλαίσιο των υποχρεωτικών κοινοτοπιών που τον κρατούν σε φραστικό συντονισμό με τους Ευρωπαίους που ξόρκιζαν το «λαϊκισμό» του Τραμπ, όμως φαίνεται ότι γρήγορα αποκαταστάθηκαν σχέσεις. Ο Πάνος Καμμένος μπορεί να αυτοχρίστηκε «ο άνθρωπος του Τραμπ στην Ελλάδα», αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που υπαγόρευσε αυτή τη γραμμή.
Άλλωστε, το βασικό κυβερνητικό αφήγημα έχει απολέσει προ πολλού κάθε άλλοθι προοδευτικότητας. Αντίθετα, η κυνική προβολή ότι δεν υπάρχει άλλο σύμπαν από το μνημονιακό, την οποία ενισχύει, ούτως ή άλλως, το είδος αντιπολίτευσης που προκρίνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σημαίνει ότι η κυβέρνηση απλώς καλείται να πείσει ότι μπορεί να το διαχειριστεί αποτελεσματικά και ελάχιστα πιο «κοινωνικά δίκαια» από τον αντίπαλό της. Σε μια τέτοια διευθέτηση της πολιτικής αντιπαράθεσης μετράει πολύ περισσότερο η εικόνα ενός ηγέτη που μπορεί να πηγαίνει στις ΗΠΑ, να συναντιέται με τον πλανητάρχη, να εξασφαλίζει «καλές κουβέντες» και να προσπαθεί να πουλήσει εξοπλιστικές συμφωνίες και εξυπηρέτηση των πολεμικών σχεδίων των ΗΠΑ με αντάλλαγμα κάποια ευνοϊκότερη μελλοντική ρύθμιση του χρέους και την αντιμετώπιση της κυβέρνησης ως «πυλώνα σταθερότητας».
Ότι όλα αυτά σημαίνουν τη νομιμοποίηση μιας ιδιαίτερα επιθετικής πολιτικής όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ότι κάνουν την Ελλάδα συμμέτοχη (και κατ’ επέκταση συνένοχη) σε κινήσεις αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής, ότι εντάσσουν τη Βάση της Σούδας και όχι μόνο σε μια μηχανή πολέμου, μικρή σημασία έχουν πια για την κυβερνητική πολιτική. Το βασικό είναι ότι οι σχέσεις «Ελλάδας – ΗΠΑ βρίσκονται στο καλύτερο δυνατό σημείο». Άλλωστε, πάντα θα υπάρχουν και οι πρόθυμοι δημοσιογράφοι να το υποστηρίξουν, να το τεκμηριώσουν, και να τονίσουν ότι «ναι, αλλά υπάρχουν και σημαντικά οφέλη» στο να το πηγαίνουμε καλά με τους πάλαι ποτέ «φονιάδες των λαών».
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για την κυβέρνηση. Αφενός, γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα να πάει καλά μόνο με τις ΗΠΑ. Χρειάζεται και την ευμένεια και των Ευρωπαίων, ιδίως των Γερμανών και αυτό είναι πιθανό στο μέλλον να οδηγήσει σε έντονες αντιφάσεις. Άλλωστε, όσο σημαντικό και εάν είναι το ΔΝΤ –που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί να είναι κάπως πιο χαλαρό στο θέμα του χρέους αλλά πιο επιθετικό σε θέματα λιτότητας και «μεταρρυθμίσεων»–, με την ευρωπαϊκή πλευρά θα έχει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση ως προς τη μορφή της μνημονιακής και μεταμνημονιακής επιτροπείας,. Και βέβαια «διπλωματία των εξοπλισμών» και πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση. Αντίστοιχα, όχι μόνο είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει η Ελλάδα να εξασφαλίσει το ρόλο του είχε κάποτε η Τουρκία (στο βαθμό που η τελευταία δεν κάνει άλλη μια επίδειξη ευλυγισίας), αλλά και αρκετοί θα έλεγαν ότι μια έστω και κατ’ όνομα αριστερή κυβέρνηση θα χρειαζόταν κάτι διαφορετικό από ένα ρόλο «τοπικού χωροφύλακα». Πόσο μάλλον που είναι πιθανό σε αυτή την προσπάθεια να μην προσέξει την εξέλιξη του συσχετισμού δύναμης και τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφωθούν. Κοντολογίς, να μη βρεθεί απαραιτήτως από την μεριά των νικητών.
Όμως, όταν μέσα σε ελάχιστα χρόνια από διαδηλωτής αντιμέτωπος με τα ΜΑΤ έξω από την αμερικανική πρεσβεία βρεθείς φιλοξενούμενος στo Blair House, αυτές οι σκέψεις μπορεί να φαντάζουν υπερβολικά καχύποπτες.