Εν λευκώ;
Mοιάζει να πέρασε αιώνας από το καλοκαίρι του ‘12. Όταν ήμασταν όλοι μαζί. Όταν συνειδητοποιούσαμε ότι έχει νόημα η επιμονή, η τρομερή μας επιμονή. Κι όταν από τότε μαθαίναμε ότι, με οδηγό αυτή την επιμονή, κάποτε θα πρέπει να αναζητήσουμε και το πώς θα ξαναβρεθούμε.
…κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει.
Αργά Κυριακή βράδυ έμαθα ότι παραιτήθηκε από τη βουλευτική της έδρα η Βασιλική Κατριβάνου – που στην κοινοβουλευτική της θητεία και την κινηματική της δράση έχει υπάρξει συνεπής και ουσιαστική. Πριν ακόμα προλάβω να το δω ηλεκτρονικά, πριν δω τη «διαρροή του Μαξίμου ότι το θέμα θα διευθετηθεί», πριν δω τον οχετό όλων όσων πρότρεξαν να σκυλεύσουν αυτή την προσωπική πολιτική της στιγμή (γιατί, ναι, μια παραίτηση είναι και προσωπική στιγμή), με είχε πάρει η Ε. και μου το επαναλάμβανε στο τηλέφωνο. Για πολλούς από μας η Κατριβάνου είχε συνδεθεί με τις δυνατότητες μιας εποχής· τώρα συνδεόταν και με τον επίλογό της. Μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Και το γράφω έτσι στη φόρα, για να το κοροϊδέψουν και πιο εύκολα όσοι τόσο εξασκούνται στο να τραμπουκίζουν όποιον ακόμα μιλάει για συναισθηματική φόρτιση, για ματαίωση, για προσωπική ήττα, σε σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις.
Ο καθένας έχει άποψη και την στριγγλίζει τον τελευταίο καιρό. Για το πώς θα έπρεπε να έχει γίνει η ρήξη. Για το πότε θα έπρεπε να φύγουν όσοι έφυγαν, για το πόσο ξοδεύεται τόσο γρήγορα, τόσο άτσαλα, τόσο ανόητα πλέον η υπόθεση Αριστερά, για τον τρόπο που παίζει πια ο ΣΥΡΙΖΑ τον ρόλο της φυσικοποίησης της ΔΥΑΔικής συνθήκης, δηλαδή του Δεν Υπάρχει Άλλη Διέξοδος. Ναι, παίδες, οκ, αυτή η ΔΥΑΔα είναι το πρόβλημα, τόπαμε: από τη μια αριστερή μελλοντικότητα (ότι, και καλά, «μετά την αξιολόγηση» θα μπορέσει να φανεί «μια πραγματικά αριστερή πολιτική»)· κι από την άλλη διαρκές αριστεροξέπλυμα μιας κατ’ουσίαν νεοφιλελεύθερης επιτροπείας που, κάθε στιγμή, κάνει την παρουσία της αισθητή (και θα την κάνει όλο και περισσότερο, πλέον και με τη βούλα).
Έλα μου όμως που, ενώ αυτά είναι πράγματα προφανή, δεν εξαντλούν την πραγματικότητα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η πραγματικότητα περιέχει, όσο κι αν δεν θέλουν να το παραδεχθούν οι διαπρύσσιοι κήρυκες της επανάστασης-που-θα-έπρεπε-να-έχει-γίνει, και ένα εκλογικό αποτέλεσμα του περασμένου Σεπτεμβρίου. Το οποίο, θυμίζω, ήρθε μετά τη συγκεκριμένη συμφωνία, αυτή τη συμφωνία που ουσιαστικά ξεδιπλώνεται μπροστά μας τώρα στα εξ ων συνετέθη. Η πραγματικότητα επίσης περιέχει ένα ολόκληρο πολιτικό κίνημα, ευρύτερο του ΣΥΡΙΖΑ, ευρύτερο ενδεχομένως και του στενού ορισμού της Αριστεράς, το οποίο σιγά σιγά και παράλληλα διαλύεται τώρα εις τα εξ ων συνετέθη, και το οποίο, προς το παρόν, φαίνεται να έχει αφήσει σε άλλους την πρωτοβουλία: εν λευκώ. Η πραγματικότητα δεν περιέχει μόνον τους προφανείς μας εχθρούς, αλλά και όλων μας τις παλινωδίες.
Χρόνια πριν ο Ρέϊμοντ Γουϊλιαμς είχε προσπαθήσει να περιγράψει ως «δομή συναισθήματος» μιας εποχής αυτό ακριβώς το αίσθημα που υπερτερεί, που βγαίνει ως ελάχιστος κοινός παρανομαστής του ψυχικού αποτυπώματος των μεγαλύτερων διεργασιών που συμβαίνουν σε μια μακρά στιγμή σε μια κοινωνία. Αν είναι, λοιπόν, να υπάρχει μια τέτοια δομή του αισθήματος που να κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, αυτό προς το παρόν είναι η απάθεια και η παραίτηση. Το εν λευκώ. Ας το λάβουμε και τούτο υπόψιν, κι αν γίνεται ας ξεκινήσουμε προσπαθώντας αυτό να αλλάξουμε.
Γιατί η πολιτική πραγματικότητα, ακόμα, περιέχει πολλά πρότζεκτς. Ανθρώπους όλου του πολιτικού φάσματος που κερδοσκόπησαν και κερδοσκοπούν (κυβερνητικά, αντικυβερνητικά, οφατζίδικα). Άλλους που είδαν τώρα να επιβεβαιώνονται οι πόθοι δεκαετιών για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», και δεν θέλουν να αφιππεύσουν από το συννεφάκι. Άλλους που φωνάζουνε προδομένοι. Άλλους (πολλούς!) που κοιτάζουν να σπεκουλάρουν στα δύσκολα. Και άλλους που γυρνάνε χωρίς κρότο σε μικρές κινηματικές δράσεις (συχνά αμφισβητούμενης στόχευσης ή αποτελεσματικότητας), αφήνοντας την μεγάλη πολιτική σκηνή απογοητευμένοι. Όμως αυτή, η ίδια πραγματικότητα, έχει, πώς να το κάνουμε, κι ανθρώπους που προσπάθησαν τα τελευταία χρόνια να κάνουν κάτι διαφορετικό στην πολιτική. Και όποιος τούτο δεν το αναγνωρίζει, μικρόψυχα σκέφτεται και εντελώς καιροσκοπικά τιτιβίζει.
Ναι, μοιάζει να πέρασε αιώνας από το καλοκαίρι του ‘12. Όταν η ένταση, η επιθυμία, η πιθανότητα, περπατούσε στον δρόμο και νομίζαμε ότι, αυτή τη φορά, ήταν εύκολο να την πιάσουμε. Όταν ήμασταν όλοι μαζί. Όταν γύριζες μια στιγμή, και έβλεπες αυτό που δεν περίμενες: όχι μόνο τώρα να μπορεί να συμβεί, αλλά να σου κλείνει και το μάτι. Όταν ξέραμε ότι – ακόμα και στη βάση της πιθανότητας πως αργότερα μπορούσαν όλα να διαψευσθούν – όλο αυτό σίγουρα αξίζει. Όταν συνειδητοποιούσαμε ότι έχει νόημα η επιμονή, η τρομερή μας επιμονή. Κι όταν από τότε μαθαίναμε ότι, με οδηγό αυτή την επιμονή, κάποτε θα πρέπει να αναζητήσουμε και το πώς θα ξαναβρεθούμε.