Εκτός τροχιάς: Σχόλιο στην απάντηση της ΕΛ.ΑΣ. για τους «περήφανους φασίστες»
Ένα σχόλιο για την απάντηση του υπουργείου Δημόσιας Τάξης σχετικά με τα έκτροπα στη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας, όπως καταγράφηκαν στο ρεπορτάζ του UNFOLLOW, «Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ: Φυσικά είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;»...
Σχολιάζοντας την απάντηση του υπουργείου Δημόσιας Τάξης στην καταγγελία μου για τα έκτροπα στη Σχολή Αξιωματικών της Αστυνομίας, τον Μάρτιο του 2013, θα παραβώ τις συνήθεις ακαδημαϊκές επιφυλάξεις και θα αναφερθώ στην ΕΛ.ΑΣ ως να ήταν ένα ενιαίο, συμπαγές σώμα. Όχι επειδή παραβλέπω τις δομικές και λειτουργικές της διαφοροποιήσεις, ούτε επειδή αγνοώ τις έντονες διαφορές νοοτροπίας του προσωπικού της σε θέματα διαφθοράς και σεβασμού των αρχών του κράτους δικαίου, αλλά επειδή οι αποχρώσεις αυτές καθίστανται ανεπαίσθητες όταν η αστυνομία λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός εντός μιας δημοκρατικής ή, έστω, εκδημοκρατιζόμενης κοινωνίας.
Μια γρήγορη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι η πολιορκία αυτή διεξάγεται σε τρία κλιμακούμενα, αλληλένδετα και αλληλεπικαλυπτόμενα στάδια.
Στο πρώτο στάδιο, παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Από τον Γιάννη Καυκά ώς τον ανώνυμο διαδηλωτή, από την Αγγελική Κουτσουμπού ώς τον ανώνυμο συνδικαλιστή, και από τον Μάριο Λώλο ώς τον ανώνυμο φωτογράφο, ο στόχος είναι ένας : ο πολίτης. Η ασύδοτη συμπεριφορά της αστυνομίας επιδιώκει να εμπεδώσει έναν διάχυτο αυταρχισμό που διαρρηγνύει τις σχέσεις πολίτη–πολιτείας.
Παράλληλα, η αστυνομία αποκρούει κατηγορηματικά κάθε απόπειρα περιορισμού της εξουσίας της από την πολιτική τάξη. Από την ευρύτατη παραβίαση της υποχρέωσης των αστυνομικών να φέρουν διακριτικά ώς τη μη λειτουργία του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ο στόχος είναι ένας: η πολιτική τάξη. Η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της αστυνομίας επιδιώκει να εμπεδώσει ένα καθεστώς αυτονόμησης που διαρρηγνύει τις σχέσεις κρατικού μηχανισμού–πολιτικής τάξης.
Σε αυτό το νοσηρό πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων με τον πολίτη και την πολιτική τάξη προστίθεται ένα ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς, ο φασισμός. Η έκνομη συμπεριφορά της αστυνομίας παύει να συνιστά μια επονείδιστη έκφανση αυταρχισμού. Αναβαθμίζεται σε υπερήφανη διεκδίκηση του δικαιώματος στην ανομία στο όνομα μιας πολιτικής ιδεολογίας. Από την αρχική δήλωση «είμαστε περήφανοι που είμαστε φασίστες» ώς την εμφατική απόρριψη όλων των νόμιμων ορίων της αστυνομικής δράσης, ο στόχος είναι ένας: το πολίτευμα. Η εξ ορισμού πλέον αντιδημοκρατική συμπεριφορά της αστυνομίας επιδιώκει να εμπεδώσει ένα φασιστικό πλαίσιο δράσης που διαρρηγνύει τις σχέσεις μηχανισμού καταστολής–πολιτεύματος.
Θεωρώ αυτονόητο ότι η κλιμάκωση αυτή θα ήταν ανέφικτη, ή έστω υποδεέστερης σημασίας, αν η επανειλημμένη υιοθέτηση ασύδοτων, ανεξέλεγκτων και αντιδημοκρατικών συμπεριφορών από μέλη της αστυνομίας δεν βασιζόταν στην αμέριστη αλληλεγγύη πολλών εκπροσώπων του δικαστικού σώματος και των συστημικών ΜΜΕ. Ο εκτροχιασμός της ΕΛ.ΑΣ είναι πολιτικά επικίνδυνος επειδή ακριβώς υποθάλπεται και νομιμοποιείται από δύο άλλους πυλώνες της αστικής δημοκρατίας, τη δικαστική εξουσία και τον Τύπο.