Εκτός από τα αφηγήματα υπάρχουν και οι λακκούβες
Η κυβέρνηση έχει δείξει ότι πάει καλά με τα αφηγήματα. Ξέρει να τα οργανώσει, να τα προβάλλει και να τα εξυπηρετεί. Όμως πολιτική δεν γίνεται μόνο με αφηγήματα, αλλά και με αναμέτρηση με πραγματικά πολιτικά ερωτήματα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος που προσπαθεί να φέρει στο προσκήνιο όχι τα μέτρα που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, ή αυτά τα οποία ούτως ή άλλως πρόκειται να εφαρμοστούν, αλλά το γεγονός ότι με τυπικούς και συμβολικούς όρους θα βγούμε από το μνημόνιο. Μόνο που αυτό δεν αναιρεί ότι υπάρχουν πραγματικοί κάβοι τους οποίους πρέπει να περάσει.
Κατατίθεται ένα ακόμη πολυνομοσχέδιο για να ολοκληρωθεί η τρίτη αξιολόγηση. Μερικές από τις ρυθμίσεις του, όπως αυτή που απαγορεύει ουσιαστικά τη δυνατότητα πρωτοβάθμιων σωματείων να κηρύσσουν απεργία, είναι λογικό (και ορθό) να προκαλέσουν μεγάλες αντιδράσεις. Όμως, η κυβέρνηση δεν θα κινδυνεύσει από το πολυνομοσχέδιο. Ή για να το πω διαφορετικά είναι ένα πολιτικό κόστος που το έχει προϋπολογίσει και που θεωρεί ότι μπορεί να το συμψηφίσει με την τυπική έξοδο από τα μνημόνια.
Όμως, δεν θα συμβεί το ίδιο με τους πλειστηριασμούς. Εδώ η κυβέρνηση μπορεί να έχει πραγματικό πρόβλημα. Η προσπάθειά της να πείσει ότι δεν πρόκειται να θιγούν λαϊκά στρώματα αρχίζει να μην αποδίδει. Και ο λόγος είναι ότι στο βάθος του δρόμου, χωρίς νομοθετική παρέμβαση, κόσμος θα πεταχτεί στο δρόμο. Και αυτό θα έχει και κοινωνικό και πολιτικό κόστος.
Τα επιχειρήματα της κυβερνητικής πλευρά είναι γνωστά. Τα στεγαστικά δάνεια και γενικά η πρώτη κατοικία των περισσότερων πολιτών προστατεύονται, εφόσον παραμένει σε ισχύ ο νόμος Κατσέλη. Οι τράπεζες έχουν δώσει διαβεβαίωση ότι δεν θα βγάλουν στο σφυρί σπίτια μικρής σχετικής αξίας. Τα περισσότερα ακίνητα που πλειστηριάζονται αφορούν επιχειρηματικά δάνεια που δόθηκαν ενώ δεν τα δικαιούνταν αυτοί που τα πήραν. Οι κατασχέσεις που κάνει το δημόσιο για χρέη στην εφορία δεν μετατρέπονται αυτόματα στο να διωχτούν από το ακίνητο αυτοί που μένουν μέσα.
Δεν αμφισβητώ ότι ορισμένα από αυτά ισχύουν. Μόνο που δεν λύνουν το πραγματικό πρόβλημα. Και αυτό είναι ότι η προοπτική πλειστηριασμού κατοικιών, ακόμη και με τις παραπάνω προϋποθέσεις, γεννά μια βαθιά, υπαρξιακή ανασφάλεια σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Ακόμη και σε εκείνο το τμήμα που δεν χρωστάει πλέον ή δεν βρέθηκε ακόμη να χρωστάει. Στην Ελλάδα πλήρες κοινωνικό κράτος δεν είχαμε ποτέ. Για μεγάλες ιστορικές περιόδους δεν είχαμε και καθόλου. Είχαμε όμως «κεραμίδι» και αυτό διακυβεύτηκε σε οριακές μόνο περιπτώσεις (θυμηθείτε με πόση απέχθεια έμειναν στη λαϊκή μνήμη όσοι έπαιρναν περιουσίες για «έναν τενεκέ λάδι» στην κατοχή). Ο κόσμος καταλαβαίνει ότι σήμερα θα είναι το σπίτι του εντελώς αεριτζή, αύριο του κάπως λιγότερο και στο τέλος αυτού που απλώς δυσκολεύεται να αποπληρώσει ένα δάνειο. Το ίδιο και για τις δόσεις την εφορία: δεν υπάρχει εγγύηση ότι δεν θα βρεθούν άνθρωποι στο δρόμο για χρέη στο δημόσιο. Όπως καταλαβαίνει ο κόσμος ότι τόσο οι τράπεζες για τα κόκκινα δάνεια όσο και το δημόσιο για τις οφειλές θα χρειαστούν, έστω και ως φόβητρο, έναν αριθμό πλειστηριασμών που όντως θα γίνουν.
Αυτό δεν γεννά μόνο ανασφάλεια. Γεννά και την αίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν και χειρότερα. Η τωρινή ισορροπία, αυτή στην οποία έχει επενδύσει και η κυβέρνηση, στηρίζεται στην σιωπηλή παραδοχή ότι τα πράγματα δεν θα χειροτερεύσουν άλλο. Ή τουλάχιστον δεν θα χειροτερεύσουν με έναν τρόπο που θα καθιστά ανεπαρκείς τις τρέχουσες «τεχνικές επιβίωσης». Αυτή είναι η διαφορά των πλειστηριασμών σε σχέση π.χ. με τις μειώσεις των συντάξεων. Και αυτό και αντιδράσεις μπορεί να προκαλέσει και κοινωνικές εκρήξεις ακόμη.
Η κυβέρνηση καλό θα είναι να μην υπερεπενδύει στην ανοχή της κοινωνίας. Αυτή ενίοτε μπορεί να έχει και όρια. Και τότε τα αφηγήματα γίνονται απλές ιστορίες…