Εκλογή Μακρόν: Tο ακροκεντρώο android κέρδισε αλλά η πολιτική κρίση δεν τελείωσε
Σε μια εκλογή που σφραγίστηκε από το υψηλότερο ποσοστό που πήρε ποτέ υποψήφιος της Άκρας Δεξιάς στη Γαλλία, οι συστημικές δυνάμεις πανηγυρίζουν την εκλογή ενός υποψηφίου που εκπροσωπεί το μίγμα νεοφιλευθερισμού, ευρωπαϊσμού και αυταρχικής μεταδημοκρατίας που σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη.
Do androids dream of electric sheep; αναρωτιόταν ο τίτλος του κλασικού μυθιστορήματος του Philip K. Dick. Τα ακροκεντρώα androids μπορούν να κερδίσουν εκλογές; θα μπορούσε να είναι το ερώτημα των γαλλικών εκλογών. Όπως αποδείχτηκε ναι, αλλά η νίκη τους παρατείνει και δεν κλείνει τον κύκλο της πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Γαλλία με ποσοστό 66.06%. Η αντίπαλός του, Μαρίν Λεπέν, έχασε παίρνοντας «μόλις» 33,94%.
Αναστεναγμός ανακούφισης γιατί ηττήθηκε η Ακροδεξιά; Ας είμαστε πιο μετρημένοι. Όταν το 2002 ο πατέρας της, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, πέρασε επίσης στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών αντιμέτωπος με τον Ζακ Σιράκ, στον δεύτερο γύρο ψήφισαν 3,3 εκατομμύρια περισσότεροι ψηφοφόροι, ο Σιράκ πήρε το 82,21% και ο πατήρ Λεπέν κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του πρώτου γύρου κατά λιγότερο από 1% μένοντας στο 17,79%. Μάλιστα, στις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2007, πήρε μόλις 10,44% και ένα καταστροφικό 4,29% στις βουλευτικές της ίδιας χρονιάς. Αντίθετα, η κόρη του κατάφερε να πάρει 17,9%, στον πρώτο γύρο των προεδρικών του 2012, το οποίο ανέβασε στο 21,3% στον πρώτο γύρο του 2017, ενώ στον δεύτερο γύρο πήρε 10,64 εκατομμύρια ψήφους. Δεν το λες και συντριβή, έστω και εάν ήδη ξεκίνησαν οι εσωτερικές προστριβές στο εσωτερικό του Εθνικού Μετώπου.
Έντονη είναι και η κοινωνική πόλωση της ψήφου: Οι έρευνες της κοινής γνώμης έδειξαν ότι οι βασικοί λόγοι και για την αποχή και για την λευκή ή άκυρη ψήφο ήταν η απόρριψη και των δύο υποψηφίων. Η Λεπέν πήρε την πλειοψηφία όσων δηλώνουν «εργάτες» (56% έναντι 44% του Μακρόν) και υψηλό ποσοστό σε όσους δηλώνουν υπάλληλοι/μισθωτοί (46% έναντι 54% του Μακρόν), ενώ αυτές οι δύο κατηγορίες είχαν και τα υψηλότερα ποσοστά αποχής 32% και 30% αντίστοιχα. Επίσης, η Λεπέν πήρε το 47% των ανέργων, κατηγορία στην οποία υπήρξε και υψηλή αποχή (35%). Παρότι ο Μακρόν προηγείται σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες, η Λεπέν έχει τα υψηλότερα ποσοστά της σε όσους έχουν εισόδημα κάτω των 1250 ευρώ (45%) και κάτω των 2000 ευρώ (41%), Μάλιστα, τη Λεπέν ψήφισε η πλειοψηφία όσων δήλωσαν ότι «τα βγάζουν δύσκολα οικονομικά». Τέλος, η Λεπέν πήγε συγκριτικά καλύτερα στις αγροτικές περιοχές και στις πόλεις κάτω των 100.000 κατοίκων και χειρότερα στις μεγάλες πόλεις. Παρότι η Λεπέν έχει την ισχυρότερη παρουσία της στις ηλικίες 35-49, στη νεολαία υπάρχει εντυπωσιακό ποσοστό αποχής, 34% για τους 18-24 και 32% για τους 25-34, ενδεικτικό και αυτού ενός νεανικού ριζοσπαστισμού που αναζητά διέξοδο (θυμίζουμε και τα καλά αποτελέσματα του Μελανσόν στη νεολαία).
Η ψήφος υπέρ του Μακρόν ήταν σε εντυπωσιακό βαθμό ψήφος «μικρότερου κακού» παρά ενεργητικής στήριξης στο πρόγραμμά του. Το 43% όσων ψήφισαν υπέρ του Μακρόν στον δεύτερο γύρο το έκαναν για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στη Μαρίν Λεπέν και όχι επειδή αποδέχονταν το πρόγραμμά του. Για το πρόγραμμά του δήλωσε ότι τον ψήφισε το 16% των ψηφοφόρων του, για την ανανέωση που εκπροσωπεί το 33%, και για την προσωπικότητά του το 8%. Την ίδια απουσία πλατιάς ενεργητικής αποδοχής αποτυπώνουν και τα δεδομένα της αποχής που έφτασε κοντά στο 25%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών (το υψηλότερο ποσοστό μετά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 1969, όταν την επαύριο του Μάη του 1968 και της αντεπίθεσης της γαλλικής Δεξιάς οι ψηφοφόροι είχαν να διαλέξουν μεταξύ δύο κεντροδεξιών υποψηφίων). Πολύ υψηλά και τα ποσοστά των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων που έφτασαν το 8,49% και το 3% αντίστοιχα.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια εικόνα που συναντάμε όλο και περισσότερο στο Ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο. Κοινωνίες βαθιά διαιρεμένες και ανασφαλείς, με διαφορετικά πολιτικά αντανακλαστικά ανάλογα με την ταξική τοποθέτηση, με μια νεολαία που αισθάνεται ότι της κλέβουν το μέλλον, με ολοένα και μεγαλύτερη αποξένωση των ψηφοφόρων από την επίσημη πολιτική που οδηγεί και στη βαθιά κρίση των παραδοσιακών κεντροδεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και με απουσία ηγεμονικού σχεδίου άλλου από την καταναγκαστική προσήλωση στις νεοφιλελεύθερες συνταγές, την ανταγωνιστικότητα και το «ευρωπαϊκό ιδεώδες» των αγορών. Ένα τοπίο που επιτρέπει στην Ακροδεξιά να προσπαθεί να καπηλευτεί την κοινωνική δυσαρέσκεια ή να διεκδικεί «αντισυστημικό» προφίλ, εκμεταλλευόμενη, σε άλλοτε άλλη κλίμακα, τη στρατηγική κρίση της Αριστεράς, μια που στην πραγματικότητα αυτό είναι και το πολιτικό της όριο. Είναι αυτό το τοπίο που γεννά όλο και περισσότερο δυναμικές της πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στη Γαλλία ο συνδυασμός ανάμεσα στη δυναμική των κοινωνικών συγκρούσεων, από τα μεγάλα κινήματα του 2016, μέχρι τις κινητοποιήσεις μαθητών με σύνθημα «Ούτε Μακρόν, ούτε Λεπέν», αλλά και την καμπάνια του Μελανσόν, κατάφερε και να περιορίσει τη δυναμική της Ακροδεξιάς αλλά και να ενισχύσει ιδίως στη νεολαία μια άλλη πολιτική κατεύθυνση.
Την ίδια στιγμή, οι πανηγυρισμοί για την εκλογή Μακρόν από το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομικών, πολιτικών και μηντιακών ελίτ δεν οφείλονται τόσο στην αποτροπή του «ατυχήματος», όσο στην αίσθηση ότι επιτέλους μπορεί να κυβερνήσει η ακροκεντρώα μεταπολιτική. Πρόεδρος της Γαλλίας είναι πλέον ένας άνθρωπος που μοιάζει ως να έχει κατασκευαστεί στο εργαστήριο από διαφημιστές και δημοσκόπους. Ένας άνθρωπος που στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει υποψήφιος για κάποιο δημόσιο αξίωμα, που πέρασε από την κρατική διοίκηση στην υψηλή τραπεζική και από εκεί στην πολιτική, πρώτα ως σύμβουλος και μετά ως υπουργός, που διαμόρφωσε όχι ένα πολιτικό κίνημα, αλλά μια καμπάνια για το λανσάρισμα ενός προϊόντος ή ενός επενδυτικού σχεδίου, επιλέγοντας με ανάλογο τρόπο και τους συνεργάτες του. Νέος, αλλά χωρίς την εικόνα του άπειρου, ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αλλά «διαλέγοντας τα καλύτερα από κάθε ιδεολογία», κοινώς κάνοντας την απόλυτη κοινοτοπία ιδεολογία και σαφή την αντιπαλότητα προς όλα τα «άκρα», άρα και την ριζοσπαστική Αριστερά. Με ένα πρόγραμμα που συνδυάζει την επιμονή στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και στην οικονομία, που είχε επιδείξει και ως υπουργός, την επιμονή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (άλλωστε είχε ένα σχεδόν επίσημο χρίσμα από Βερολίνο, Φρανκφούρτη και Βρυξέλες) και τον ενδημικό στη Γαλλία, ιδίως μετά την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», αυταρχισμό, δεσμευόμενος για προσλήψεις περισσότερων αστυνομικών και για ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση της νομοθεσίας στο μεταναστευτικό. Κοντολογίς, η καλύτερη εγγύηση για τη συνέχεια του κράτους αλλά και των πολιτικών που τροφοδοτούν την πολιτική κρίση.
Βέβαια τα πράγματα δεν θα είναι τόσο εύκολα από εδώ και πέρα. Καταρχάς μένει να δούμε πώς θα προχωρήσει η ευρείας κλίμακας αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού που εγγράφηκε στη δυναμική της υποψηφιότητάς του. Ένα πρώτο βήμα θα είναι η ανακοίνωση του πρωθυπουργού και της σύνθεσης του υπουργικού συμβουλίου που θα δείξει και την κατεύθυνση που θέλει να πάρει. Έπειτα είναι οι βουλευτικές του Ιουνίου, στις οποίες προφανώς και θέλει να διεκδικήσει την πλειοψηφία με μια πλατιά συσπείρωση και προς τη κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά. Διευκολύνεται σε αυτό από την αποδιάρθρωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά μένει να δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα: η κεντροδεξιά θα προσπαθήσει να δείξει ότι έχει εκλογική δυναμική, το Εθνικό Μέτωπο θα προσπαθήσει, πατώντας πάνω στη δυναμική των προεδρικών, να καταφέρει αυτή τη φορά να έχει και ισχυρή εκλογική παρουσία, ενώ και η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, παρά τα προβλήματα μέχρι στιγμής ως προς τη συνεργασία με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε ορισμένες περιφέρειες, επίσης έχει δυναμική να μπορέσει να εκλέξει υποψηφίους. Σε αυτό το τοπίο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν είναι αυτονόητη.
Όμως, η πιο μεγάλη δυσκολία για τον Μακρόν θα είναι μάλλον η ίδια η Γαλλική κοινωνία. Μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον με έντονη την πίεση για περισσότερη λιτότητα και πιο επιθετικές αναδιαρθρώσεις, η ταχεία κατάρρευση υπό το βάρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που το 2012 φάνταζε εντυπωσιακά κυρίαρχο του παιχνιδιού, αλλά και οι παρατεταμένες κινητοποιήσεις κατά του εργασιακού νόμου μιας κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, αποτελούν επαρκείς προειδοποιήσεις ότι τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Σε πείσμα της αυταρέσκειας και της ανακούφισης των ευρωπαϊκών ελίτ, που η γνώση τους των κοινωνιών είναι ανάλογη με αυτή του Μακρόν, κοινώς θεωρούν τους φτωχούς και τους εργάτες απλώς μαλάκες που δεν μπορούν να δουλέψουν όσο και όπως χρειάζεται για να «αγοράσουν ένα κουστούμι», τα υλικά των επόμενων κοινωνικών εκρήξεων απλώς σωρεύονται.