«Εδώ καίγανε ανθρώπους». Για το Ολοκαύτωμα και το καθήκον της Μνήμης.
Σε μία από τις πρώτες σκηνές του μνημειώδους ντοκιμαντέρ Shoah του Claude Lanzmann, o Simon Srebnik, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες του στρατοπέδου του Chelmno, περπατά μέσα σε ένα όμορφο, ειδυλλιακό σχεδόν, δασικό τοπίο, κοντοστέκεται κοιτάζοντας προς τη μεριά ενός ξέφωτου και με την παράξενη απάθεια του ανθρώπου που έχει δει κατάματα το θάνατο, λέει: «Εδώ καίγανε ανθρώπους. Πολλοί άνθρωποι κάηκαν εδώ. Das ist der Platz. Αυτό είναι το μέρος». Αυτό που κάνει τον αέρα να αδειάζει από τα πνευμόνια σου, όταν κοιτάς το πλάνο, είναι η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος από τη μηχανή θανάτου που βρισκόταν εκεί.
Η 27η Ιανουαρίου είναι η παγκόσμια μέρα Μνήμης των Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Η συγκεκριμένη μέρα επιλέχθηκε, επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Άουσβιτς, αποκαλύπτοντας όλες τις εικόνες σκελετωμένων κρατουμένων και τους σωρούς πτωμάτων που έκτοτε στοίχειωσαν τη μνήμη μας. Όμως, ακόμη πιο φριχτό είναι κατά βάθος το γεγονός ότι στα μεγάλα «εργοστάσια θανάτου» της Treblinka, του Sobivor, του Belzec, του Chlemno και του Maidanek, οι Ναζί πρόλαβαν να ισοπεδώσουν τα lager, να μην αφήσουν καθόλου ίχνη. Με την εξαίρεση των μνημείων που τοποθετήθηκαν αργότερα, τίποτα δεν θυμίζει ότι εκεί μπορεί να εξοντώνονταν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα.
Φρίκη ανείπωτη, θα πει κανείς. Και όντως, αυτή η μεταφορά του «ανείπωτου» πολλές φορές κυριάρχησε στη σχετική συζήτηση. Όπως και η άλλη μεταφορά, του «μοναδικού» και «ανεπανάληπτου» συμβάντος. Μόνο που και οι δύο μεταφορές, όποιες και εάν ήταν οι αναλυτικές καλές προθέσεις ή οι πολιτικοί υπολογισμοί που τις τροφοδότησαν, δεν βοηθούν.
Το Ολοκαύτωμα δεν είναι «ανείπωτο», υπάρχουν λόγοι που το εξηγούν, και δυστυχώς δεν είναι «ανεπανάληπτο», γιατί παραμένουν ενεργοί οι μηχανισμοί που το γέννησαν.
Το Ολοκαύτωμα, δηλαδή η συνειδητή πολιτική επιλογή και η γιγάντια προσπάθεια σε επίπεδο επιμελητείας να εξοντωθεί το σύνολο του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού, μαζί με το σύνολο των Ρομά αλλά και των «πολιτικών στελεχών» του Κόκκινου Στρατού, αποτέλεσε όντως στιγμή μοναδική, όμως ενταγμένη σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν έπεσε από τον ουρανό, δεν ήρθε έξαφνα από την τρέλα ή την απανθρωπιά όσων τη δημιούργησαν. Υπήρξε η πιο ακραία εκδοχή για το πού μπορεί να φτάσει ο παροξυσμός του κρατικού ρατσισμού και η λογική της εθνικής και φυλετικής καθαρότητας -πλευρές της οποίας μοιράζονταν όλες οι ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Αποτέλεσε την υλοποίηση της ακραίας βίας στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο νεωτερικός εθνικιστικός φόβος του «άλλου». Ήταν η ακραία εκδοχή της βιοπολιτικής της ασφάλειας και της προστασίας του πληθυσμού -το νήμα που συνδέει το ρατσισμό με την ευγονική, τις καραντίνες, τις ποικίλες μορφές προληπτικού εγκλεισμού, τις στειρώσεις «καθυστερημένων». Ήταν η ακραία εκδοχή της εργαλειακής και τεχνικής ορθολογικότητας που σφραγίζει την εποχή του καπιταλισμού, όταν η εξόντωση, σε βραχύ χρόνο, ολόκληρων λαών, αντιμετωπίζεται ως τεχνικό και γραφειοκρατικό ζήτημα, με όλη την «κοινοτοπία του κακού» για την οποία εύστοχα μίλησε η Arendt.
Υπ’ αυτή την έννοια, η σκιά του Ολοκαυτώματος είναι πάντα εδώ. Είναι πάντα εδώ ως το σκοτεινό άλλο πρόσωπο της νεωτερικότητας και της αστικής εποχής. Είναι η διαρκής υπενθύμιση ότι ο συνδυασμός της καπιταλιστικής ορθολογικότητας, της μεγάλης συγκέντρωσης ισχύος εξαναγκασμού που φέρει το αστικό κράτος (το κατά Weber «μονοπώλιο της βίας»), αλλά και το σκοτεινό υπόβαθρο «συνεκτικών» ιδεολογιών όπως το «έθνος» (και το απόκληρο, σήμερα, αδερφάκι του, η «φυλή»), μπορεί να οδηγήσει σε παγκόσμιους πολέμους, σε μαζικές εξοντώσεις, σε εργοστάσια θανάτου.
Η επιμονή να μην θεωρηθεί το Ολοκαύτωμα κάτι το «ανείπωτο» και το «ανεπανάληπτο» δεν μειώνει το χρέος του Θρήνου και της Μνήμης. Αλλά απελευθερώνει τη σκέψη και την πράξη, ώστε να στοχαστούμε και να δράσουμε για την απαλλαγή από τις κοινωνικές σχέσεις που γέννησαν και μπορούν να ξαναγεννήσουν τη συνθήκη αυτής της δυνατότητας: τη βαθιά, γκρίζα, σκοτεινή, αδυσώπητη βία που κρύβει ένα σύστημα το οποίο διεκδικεί την απεριόριστη κερδοφορία με αφετηρία την πλήρη υπαγωγή κάθε όψης της ανθρώπινης ζωής στις (απόλυτα ορθολογικές) προτεραιότητες της συσσώρευσης.