Το δημοψήφισμα και η αμετανόητη ψήφος
Το δημοψήφισμα του 2015 λειτούργησε ως εκτόνωση των παθών που είχαν συσσωρευτεί. Σημασία δεν είχε το αποτέλεσμα αλλά η απλή διεξαγωγή του. Ένα εκλογοδημοκρατικό τελετουργικό, που μέσα από μια τεχνητή πόλωση επαναβεβαίωσε πανηγυρικά, δια της κοινής συμμετοχής, την θεμελιώδη συνοχή και το ενιαίο του εθνικού σώματος. Αυτό, όμως, εξηγεί και γιατί τόσο λίγοι άνθρωποι σήμερα λένε ότι έχουν μετανιώσει ή θα άλλαζαν την ψήφο τους. Πώς είναι δυνατόν να μετανιώσεις για κάτι που δεν είχε συνέπειες; Για μια επιλογή που ελάχιστη ως μηδενική επίδραση άσκησε στη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων; Πώς είναι δυνατόν να μετανοήσει κανείς για το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ όταν πλέον γνωρίζουμε πως σε κάθε περίπτωση η κάλπη θα έβγαζε μνημόνιο;
Πρόσφατα σχολιάστηκε πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια δημοσκόπηση της Kapa Research για το Βήμα, από τον Απρίλιο του 2017. Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, ένα ποσοστό που προσεγγίζει το 90% όσων συμμετείχαν στο δημοψήφισμα του 2015 δεν θα άλλαζαν την ψήφο τους, είτε ήταν ΝΑΙ είτε ήταν ΟΧΙ, αν σήμερα διεξαγόταν εκ νέου η ίδια εκλογική διαδικασία.
Η κριτική ασκείται προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, κάποιοι διαπιστώνουν την αδυναμία της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης να πείσει τους ψηφοφόρους του ΟΧΙ πόσο λάθος είχαν. Δύο χρόνια αντισυριζαϊκού σφυροκοπήματος δεν έφτασαν για να αλλάξουν γνώμη στη συντριπτική πλειοψηφία των «όχηδων». Αυτή η διαπίστωση χρησιμοποιείται ως απόδειξη πολιτικής ανεπάρκειας. Ότι δηλαδή κάτι δεν κάνει καλά η αντιπολίτευση, ότι κάτι παραλείπει, ότι δεν πιάνει το σφυγμό του κόσμου.
Ένα δεύτερο είδος κριτικής, σε πιο κοινωνιολογίζουσα διάθεση, είναι αυτό που διαπιστώνει την γενικότερη τάση αντίστασης των Eλλήνων στην αλλαγή και την στατική νοοτροπία τους. Ως λόγος αντίστασης στην αλλαγή προβάλλεται συνήθως το πολιτισμικό στερεότυπο των «γιδιών», που θέλει τους Έλληνες αδιαφώτιστους, στα όρια της διανοητικής καθυστέρησης και αναπηρίας. Πέρα από τις γραφικές όψεις ενός ταλιμπανικού αντιλαϊκιστικού λόγου, υποφαίνεται εδώ ένας πολύ οικείος φετιχισμός της αλλαγής, χαρακτηριστικά νεωτερικός: οι άνθρωποι είναι σχεδόν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν συνεχώς τις πράξεις και τις αποφάσεις τους σε επανεξέταση και αναθεώρηση· μια διαρκής χειρονομία ενδοσκόπησης και αυτοκρισίας.
Και οι δύο γραμμές κριτικής είναι υποκειμενοκεντρικές. Εστιάζουν στη δράση (ή την αδράνεια) συλλογικών ή ατομικών υποκειμένων: στην πρώτη περίπτωση η αντιπολίτευση που είναι ανίκανη να πείσει, στη δεύτερη ο ελληνικός λαός που είναι απαίδευτος, ανώριμος, ξεροκέφαλος. Και στις δύο περιπτώσεις απευθύνεται μια έμμεση πρόσκληση στα δρώντα υποκείμενα να αναμορφώσουν τη συμπεριφορά τους: η μεν αντιπολίτευση να γίνει περισσότερο μαχητική και αποτελεσματική, ο δε λαός να τολμήσει να κοιτάξει το πρόσωπο του στον καθρέφτη και να κάνει τη σκληρή αυτοκριτική του, όπως τον προτρέπει ο προφήτης του Αρκά.
Αντί της ψυχολογίστικης επικέντρωσης στα πρόσωπα και τις ιδιότητες τους, προτείνω να επαναφέρουμε την εστίαση στο ίδιο το δημοψήφισμα και τα χαρακτηριστικά του. Όπως μπορούμε να βεβαιώσουμε σήμερα, διαθέτοντας το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, το δημοψήφισμα αυτό στερείτο ουσιαστικού αντικειμένου. Όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμά του, θετικό ή αρνητικό, η έκβαση θα ήταν η ίδια: μνημόνιο. Μια προκαθορισμένη έκβαση. Και στα δύο σενάρια η κυβέρνηση θα έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα: θα υποτασσόταν στη μνημονιακή πεπατημένη. Μόνο η επικοινωνιακή διαχείριση θα διαφοροποιείτο. Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, για λόγους ουσίας (γεωστρατηγικούς, διεθνών εξαρτήσεων κλπ) που έχουν αναλυθεί επανειλημμένα.
Το δημοψήφισμα του 2015 λειτούργησε ως εκτόνωση των παθών που είχαν συσσωρευτεί. Σημασία δεν είχε το αποτέλεσμα αλλά η απλή διεξαγωγή του. Ένα εκλογοδημοκρατικό τελετουργικό, που μέσα από μια τεχνητή πόλωση επαναβεβαίωσε πανηγυρικά, δια της κοινής συμμετοχής, την θεμελιώδη συνοχή και το ενιαίο του εθνικού σώματος. Το cleavage του δημοψηφίσματος ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητό. Δεν αντιστοιχούσε σε υπαρκτά κοινωνικά ρήγματα και αντιθέσεις· τουλάχιστον όχι στην έκταση που ισχυρίστηκαν οι ενθουσιώδεις ιδεολόγοι των δύο πλευρών.
Στη δημοκρατία, το κατεξοχήν δυναμικό πολίτευμα, η ενότητα επιτυγχάνεται μέσω της διαίρεσης, της διαφοράς και της αντιφωνίας. Η αστική δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θεσμοποιεί και ιεροποιεί τη διαφωνία, αντλώντας ορμή από αυτήν, όπως στις ανατολικές πολεμικές τέχνες ο αμυνόμενος (υποτίθεται πως) εκμεταλλεύεται την υπέρτερη δύναμη του επιτιθέμενου προς όφελός του. Αυτά τα στοιχειώδη της πολιτικής θεωρίας σπανίως γίνονται αντιληπτά μέσα στην έξαψη της «μάχης». Και έτσι πρέπει να είναι, διότι σε διαφορετική περίπτωση υπονομεύεται η ενσωματωτική λειτουργία των εκλογικών θεσμών και ο κόσμος ωθείται στην παραίτηση και την αποχή, που είναι η πραγματική βόμβα στα θεμέλια ενός αστικοδημοκρατικού συστήματος.
Αν επί δύο χρόνια η αντιπολίτευση δεν κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους του ΟΧΙ ότι έκαναν λανθασμένη επιλογή, δεν οφείλεται τόσο σε δικές της παραλείψεις και σφάλματα στρατηγικής. Ήταν διότι δεν υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να πεισθούν. Ζητάμε από τους ανθρώπους να μετανιώσουν. Αυτό είναι αυτονόητα προβληματικό διότι σε κανέναν δεν αρέσει να τον νουθετούν και να τον πατρονάρουν. Όμως εν προκειμένω ζητάμε κάτι εξ υπαρχής αδύνατο. Πώς είναι δυνατόν να μετανιώσεις για κάτι που δεν είχε συνέπειες; Για μια επιλογή που ελάχιστη ως μηδενική επίδραση άσκησε στη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων; Πώς είναι δυνατόν να μετανοήσει κανείς για το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ όταν πλέον γνωρίζουμε πως σε κάθε περίπτωση η κάλπη θα έβγαζε μνημόνιο;
Μια δήλωση μετανοίας, ακόμα και αν καταφέρναμε να την αποσπάσουμε, θα στερείτο νοήματος και θα ήταν πρακτικά άχρηστη. Τα γεγονότα υπερέβησαν τα διλήμματα του παρελθόντος και κατέστησαν ανεπίκαιρα, απλό αρχειακό υλικό για ιστορικούς, αυτά που τότε μας φαίνονταν αξεπέραστα και διχαστικά. Το δημοψήφισμα και η τομή του ξεπεράστηκαν από τα πράγματα και σήμερα, δύο και πλέον χρόνια μετά, μοιάζουν μακρινά και ακατανόητα, εάν εξεταστούν μέσα από το οπαδικό πρίσμα και την προσκόλληση στην τυπική αριθμητική νομοτέλεια του 61-39.