Δεν είναι η συμφωνία επικίνδυνη. Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι
Το βασικό πρόβλημα δεν είναι αυτή καθαυτή η συμφωνία με την πΓΔΜ. Είναι η κυβέρνηση και ο τρόπος που κινείται.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Η συμφωνία που υπογράφηκε για το λεγόμενο ονοματολογικό δεν είναι ούτε η καλύτερη ούτε η χειρότερη. Για την ακρίβεια είναι μια συμφωνία πάνω σε ένα πλαίσιο που το ξέρουμε αρκετά χρόνια πριν, περίπου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ήδη από τότε ξέραμε ότι επειδή δεν μπορούσε να αντιστραφεί η διαδικασία διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, διαδικασία που αυτή ξύπνησε όλα τα «βαλκανικά φαντάσματα», η Ελλάδα θα έπρεπε να έκανε συμβιβασμούς και να εξασφάλιζε εγγυήσεις.
Θα έπρεπε δηλαδή να παραχωρούσε το όνομα Μακεδονία, έστω και με «γεωγραφικό προσδιορισμό», θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι υπάρχει μια «μακεδονική» ή σλαβομακεδονική ταυτότητα και γλώσσα και σε αντάλλαγμα να έπαιρνε εγγυήσεις για τα σύνορα και την αποφυγή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Η λύση αυτή πάντα φάνταζε δύσκολη. Όχι μόνο επειδή στην Ελλάδα υπήρχε και εθνικισμός και πατριδοκαπηλία. Κυρίως επειδή τα Βαλκάνια δεν είναι Σκανδιναβία. Στα Βαλκάνια η ιστορία είναι ζωντανό πράγμα.
Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάμνηση των Βαλκανικών Πολέμων ήταν ακόμη ζωντανή όπως και η επιθυμία να χαραχτούν ξανά τα σύνορα.
Το 1991 όταν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία ζούσαν ακόμη οι άνθρωποι που θυμόνταν τον πόλεμο και το τι παίχτηκε τότε. Στα Βαλκάνια λέξεις όπως «προσφυγιά», ξεριζωμός, να χάνεις την πατρίδα σου είναι ζωντανά βιώματα όχι λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες.
Αυτός ήταν πάντοτε ο πραγματικός φόβος για τις αλλαγές του 1991. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν πίστευε ούτε τότε ότι τα «Σκόπια» ήταν απειλή.
Απειλή ήταν όλη η διαδικασία που οδήγησε, ας μην το ξεχνάμε, σε δέκα χρόνια σχεδόν πολέμου στην πρώην Γιουγκολαβία. Αυτό στους ανθρώπους γέννησε και φόβο και άγχος.
Τότε η πολιτική ηγεσία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεών της. Στο σύνολό της. Σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή του Σαμαρά αιτία ήταν η τυφλή φιλοδοξία. Σε άλλες όπως αυτή του Παπανδρέου ήταν η επιλογή να πάει αντιπολιτευτικά για να γυρίσει στην εξουσία. Στην περίπτωση του Κώστα Μητσοτάκη ήταν ο εγκλωβισμός σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Και η κοινωνία ανήσυχη επειδή τα κανόνια του πολέμου ακούγονταν ξανά και χωρίς μια υπεύθυνη στάση από την πολιτική ηγεσία προτιμούσε απλώς να πηγαίνει με το θυμικό.
Βοήθησε σε αυτό και το γεγονός ότι η «μακεδονομαχία» από τότε έγινε πεδίο εκμετάλλευσης. Από στελέχη των κρατικών υπηρεσιών μέχρι ιστορικούς και δημοσιογράφους διάφοροι τότε βρήκαν βήμα και απέκτησαν ρόλο.
Στο μεταξύ, όμως, ο καιρός προχωρούσε. Δίπλα μας υπήρχε ένα κράτος που λεγόταν Δημοκρατία της Μακεδονίας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Εμείς ξέραμε τη λύση αλλά πάντα πρυτάνευε το «πολιτικό κόστος».
Όλοι σχεδόν οι πρωθυπουργοί σκέφτηκαν «να λύσω το Σκοπιανό και να πουν προδότη; Άσε ας αναλάβει ο επόμενος».
Και έτσι ενώ το περίγραμμα της λύσης ήταν γνωστό, λύση δεν ερχόταν. Ακόμη και όταν αναγκαστήκαμε σε διάφορες στιγμές να στηρίξουμε εμείς την πΓΔΜ, όπως όταν παραλίγο να υπάρξει γενικευμένος εμφύλιος πόλεμος, γιατί η διάλυσή της θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη από τη διατήρησή της.
Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε στις Πρέσπες και την υπογραφή μιας συμφωνίας που θα μπορούσε, σε διάφορες παραλλαγές να είχε υπογραφεί το 1992, το 1999 ή το 2008.
Όμως, εγώ δεν θέλω να σταθώ στη συμφωνία. Το πρόβλημα δεν είναι αυτή και σε τελική ανάλυση τώρα θα λέγονται Βόρεια Μακεδονία, ενώ εάν κατέρρεε και αυτή η διαπραγμάτευση στο τέλος θα επικυρωνόταν και τυπικά η ονομασία τους ως Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Το πρόβλημα είναι γιατί υπογράφεται τώρα αυτή η συμφωνία.
Η συμφωνία αυτή δεν υπογράφεται επειδή έχουμε μια κυβέρνηση που με θάρρος και παρρησία αποφάσισε να πάρει εθνικά υπεύθυνη θέση και να εξηγήσει στον ελληνικό λαό ποια είναι η εφικτή λύση και γιατί δεν μπορούμε να κινούμαστε λες και όλος ο κόσμος ασχολείται μαζί μας.
Η συμφωνία δεν ήρθε επειδή έχουμε μια κυβέρνηση που θέλει με τόλμη να αλλάξει σελίδα στην εξωτερική πολιτική, να συμβάλει στην απεμπλοκή της χώρας από καταστάσεις που μόνο κόστος έχουν, να οικοδομήσει σχέσεις συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες.
Η συμφωνία δεν συμφωνήθηκε επειδή αποφάσισε ο Τσίπρας να αποκτήσουμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε για τον ίδιο λόγο που ξεπουλήθηκαν τα αεροδρόμια, που θα μειωθούν και άλλο οι συντάξεις, που θα έχουμε μνημόνια μέχρι το 2045, που η δημόσια περιουσία έχει όλη υποθηκευτεί για την αποπληρωμή του χρέους.
Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε επειδή έχουμε μια κυβέρνηση που το μόνο που θέλει να εισπράξει είναι παράταση χρόνου στην εξουσία και για να πετύχει βάζει στη ζυγαριά τα πάντα.
Η κυβέρνηση αυτή, παρότι ο Τσίπρας και το κόμμα του κάποτε είχαν θέση υπέρ του σκέτη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν έφερε το θέμα του «ονόματος» ούτε το 2015 ούτε τα επόμενα χρόνια.
Δεν βγήκε ποτέ να πει ότι με δική της πρωτοβουλία και στη βάση αρχών και αξιών και ανάγκης υπέρβασης της εθνικιστικής τύφλωσης πρέπει επιτέλους να κλείσει η εκκρεμότητα.
Τότε ήταν άλλες οι προτεραιότητες και άλλωστε δεν έπρεπε να έρθει σε δύσκολη θέση η ανεκτίμητος συγκυβερνήτης Πάνος Καμμένος.
Η κυβέρνηση αυτή πήρε την πρωτοβουλία να λύσει το πρόβλημα, όταν της το ζήτησαν οι Αμερικάνοι και για να τα έχει καλά μαζί τους όπως και με τους Ευρωπαίους όπως και με την ελπίδα (μάλλον φρούδα…) ότι θα πάρει ως «καλό και υπάκουο παιδί» μια πιο ευνοϊκή ρύθμιση για το χρέος.
Για αυτό υπέγραψε τη συμφωνία και όχι από πολιτική αρχών, ούτε από διεθνισμό, ούτε από άρνηση του εθνικισμού.
Και η κοινωνία αυτό το καταλαβαίνει. Αντιλαμβάνεται ότι εδώ πρόκειται απλώς περί μεθοδικού και γενικευμένου ξεπουλήματος με αντάλλαγμα χρόνο στην εξουσία.
Εδώ όμως είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Μια συμφωνία που λίγο πολύ ήταν η μόνη εφικτή και που μπορεί κανείς να πει ότι λύνει ένα πρόβλημα που μας ταλάνιζε φαντάζει – και ως ένα βαθμό δικαιολογημένα – στην κοινωνία ως ένα ακόμη ξεπούλημα.
Πλάι στα μνημόνια και την απαξίωση του δημοψηφίσματος και την υποκρισία του Κατρούγκαλου και τα κρύα αστεία του Τσακαλώτου.
Πλάι στην επιλεκτική ανάδειξη «σκανδάλων» την ώρα που η ίδια τα κάνει πλακάκια με τον Μελισσανίδη και τον Σαββίδη.
Και βέβαια απέναντι σε μια κυβέρνηση που κυνικά χειρίζεται τα θέματα, λογικό είναι και η αντιπολίτευση να μην ασχοληθεί ιδιαίτερα με το τι θα ήταν μια υπεύθυνη στάση. Ιδίως όταν έχει μπροστά εκλογές και ο πειρασμός του «όχι σε όλα» είναι μεγάλος.
Έτσι όμως δεν χάνονται απλώς ευκαιρίες. Χάνουμε συλλογικά ως κοινωνία τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε, να συζητάμε και να αποφασίζουμε για το μέλλον μας.
Και αυτή θα είναι η χειρότερη κληρονομιά της μνημονιακής περιόδου, με βασική ευθύνη τελικά του Τσίπρα και της παρέας του: να έχουμε γίνει μια χώρα όπου οι κυβερνήσεις θα είναι απλώς κυνικοί εντολοδόχοι και η κοινωνία μια γενικευμένη δυσαρέσκεια χωρίς σκέψη, χωρίς επίγνωση, χωρίς εμπιστοσύνη σε αρχές και θεσμούς, χωρίς όραμα και ελπίδα.
Κοντολογίς το πιο εύφορο έδαφος για την ακροδεξιά…