Απενοχοποιημένος ρατσισμός και ακίνδυνες «ευαισθησίες»
Η αισθητική είναι μία τέλεια ροζ φούσκα, μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι που νόμιζαν ότι ο κόσμος είναι μία ευθεία γραμμή. Όταν η ευθεία γραμμή εμφάνισε δυσκολίες και απαίτησε απαντήσεις με αρχή, μέση και τέλος, τότε τα πράγματα ζόρισαν και ξεκίνησαν τα «αλλά…». «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά οι Ρομά μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο που αναπτύσσουν μία βίαιη κουλτούρα, είναι αμόρφωτοι». «Εγώ δεν έχω πρόβλημα, αλλά μπορεί ένα παιδί που μεγαλώνει με γκέι γονείς να αποκτήσει ψυχολογικά τραύματα». «Δε μου φταίνε σε κάτι οι πρόσφυγες, αλλά δεν μπορώ να τους βλέπω στη μέση τους δρόμου». Όλα αυτά είναι τα -πραγματικά σπαρακτικά- προβλήματα του μέσου ρατσιστή-μη ρατσιστή με τις τρομερές αναλύσεις.
Σε γενικές γραμμές οι ρατσιστές -μαθαίνουμε διαρκώς- δεν είναι ρατσιστές. Κυρίως είναι αγανακτισμένοι. Κάτοικοι, γονείς αισίως, άνεργοι συχνά, και πάει λέγοντας. Προσφάτως, βέβαια, αποκτήσαμε κι ένα νέο είδος ρατσιστή: τον απογοητευμένο. Που βλέπει ότι αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ – όσο κι αν ο «απογοητευμένος» της ιστορίας μας, προοδευτικός κατά τα άλλα, θα το ήθελε τόσο πολύ…
Το προφίλ του μέσου «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…» (δηλαδή του μέσου ρατσιστή που το κρύβει κάτω από μια προοδευτική δορά) δομείται από αντιφάσεις ή έστω από την άρνηση κάποιας σκληρής πραγματικότητας. Αν έμεναν στις χώρες τους, για παράδειγμα, θα πέθαιναν κι αυτό το ξέρουν όλοι, αλλά κανένας δε θέλει να επωμιστεί το βάρος αυτής της αλήθειας. «Ας έμεναν να πολεμήσουν» κι ας τελειώσει εδώ η ιστορία. Στο κάτω-κάτω, μπορεί και να κέρδιζαν. Πού ξέρεις;
Στην εποχή των σκληρών αντιφάσεων όπου ζούμε, κάθε μέσος ρατσιστής αναζητά μια κάποια δικαιολογία – και οι δικαιολογίες προσφέρονται άφθονες. Οι κλεμμένες δουλειές, τα ανεμβολίαστα προσφυγόπουλα; Οι επικίνδυνες νύχτες, η εγκληματικότητα; Η αισθητική που προσβάλλεται; Πάντως, έχει μια αιτία που ακολουθεί αυτό το «αλλά…». Είναι τα κατεβασμένα στόρια πίσω από τα οποία κοιτάζεις την πραγματικότητα.
Πρόσφατα το Μενίδι, μια γειτονιά με μεγάλο ποσοστό κατοίκησης Ρομά, θρήνησε ένα 11χρονο αγόρι από αδέσποτη σφαίρα. Η σφαίρα καρφώθηκε στο κεφάλι του παιδιού κατά τη διάρκεια μιας σχολικής γιορτής. Αυτή είναι από μόνη της μια φρικτή ιστορία. Θα ήταν όμως ψεύτης όποιος θα έλεγε ότι εξεπλάγη από το γεγονός πως κυκλοφορούν αδέσποτες σφαίρες στο Μενίδι. Θα ήταν σαν να πέφτουμε από τα σύννεφα με το γεγονός ότι κυκλοφορεί πρέζα στην Ομόνοια (και στο Μενίδι). Αυτά τα πράγματα είναι γνωστά.
Ωστόσο, μια γρήγορη πρώτη ματιά στις μαγικές αποψάρες των social media θα λειτουργούσε σαν αποκάλυψη αυτού του διαρκούς εκκρεμούς μεταξύ της είδησης και του συμπεράσματος, όταν μεσολαβούν μόνο λίγα δευτερόλεπτα μεταξύ της πληροφορίας, της ετυμηγορίας και του λαϊκού δικαστηρίου. Και το δικαστήριο απεφάνθη προτού καλά-καλά ακουστεί ολόκληρη η υπόθεση: η περιοχή είναι γεμάτη Ρομά και ξέρετε πώς κάνουν αυτοί.
«Θέμα αισθητικής» και «θέμα κουλτούρας»
Οπωσδήποτε στον λαό του -προοδευτικού- διαδικτύου δεν φταίει ποτέ κανένας άλλος πέρα από την αισθητική και την κουλτούρα. Εν προκειμένω, λοιπόν, μάθαμε ότι οι Ρομά είναι φορείς μίας πολύ συγκεκριμένης νοοτροπίας, η οποία είναι αφοριστική προς τα προτάγματα του σύγχρονου, δυτικού, πάρα πολύ προοδευτικού κόσμου. Μάθαμε για την μάτσο αισθητική τους, που τους μαθαίνει από όταν είναι μικροί να παίζουν με όπλα, μάθαμε ότι δεν έχουν διάθεση να ενσωματωθούν, εξ ου και μένουν στο κοινωνικό περιθώριο, γιατί «έτσι» είναι η παράδοσή τους. Διαβάσαμε ανθρωπολογικές προσεγγίσεις για κλάματα, όπου οι Ρομά -ως νομάδες- αρνούνται να συμβιβαστούν με τους κανόνες του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Μάθαμε πολλά σπουδαία κι ανάμεσα σε αυτά, το πιο σπουδαίο: πως η κοινωνία έκανε γενικώς ό,τι μπόρεσε. Φυσικά και υπάρχει ένας διάχυτος αποκλεισμός, ας μην εθελοτυφλούμε, αλλά κάποια πράγματα έχουν προοδεύσει κι επομένως ήταν πλέον δουλειά των ίδιων των Ρομά να ενσωματωθούν. Κάνε ένα βήμα εσύ, να κάνουν κι αυτοί το επόμενο. Οι Ρομά, οι σεξιστές, οι νομάδες, οι underground, δεν είναι θύματα καμίας κοινωνικής περιθωριοποίησης. Ή, έστω, μόνο λίγο. Απλά έχουν επιλέξει να ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, στα κάτω πατώματα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Ας συνομολογήσουμε: η συγκεκριμένη αφήγηση ενέχει κάτι σχεδόν ποιητικό, μια οριακά λογοτεχνική ρομαντικότητα.
Ακόμη περισσότερο, όταν εκφέρεται με τον πονόψυχο τρόπο του «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…». Γιατί θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον μέσο ρατσιστή ότι δεν είναι ανάλγητος μωρέ, απογοητευμένος είναι. Ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να δει τους Ρομά να ζουν μια κανονική ζωή, είναι όμως εκείνοι, οι ίδιοι που δεν το επιδιώκουν ή δεν το καταφέρνουν. Ίσως δεν έχουν αυτή την αισθητική…
Κάπως έτσι συμβαίνει με όλα εκείνα τα δύσκολα ερωτήματα, που τους αναλογούν –κανονικά- ριζοσπαστικές απαντήσεις: κυρίαρχο (αντι)πρόταγμα μπαίνει πάντοτε η αισθητική. Που χαλάει.
Οι ομόφυλες αγκαλιές στους δρόμους χαλάνε κάποια (σχεδόν υπερφυσική) αισθητική. Οι φεμινιστικές διεκδικήσεις χαλάνε τη θηλυκότητα σε μία γυναίκα. Οι υστερικοί εργάτες που ζητούν να μην ζουν μόνο για να δουλεύουν είναι γραφικοί και κάπως αμόρφωτοι.
Η αισθητική είναι μία τέλεια ροζ φούσκα, μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι που νόμιζαν ότι ο κόσμος είναι μία ευθεία γραμμή. Όταν η ευθεία γραμμή εμφάνισε δυσκολίες και απαίτησε απαντήσεις με αρχή, μέση και τέλος, τότε τα πράγματα ζόρισαν και ξεκίνησαν τα «αλλά…». «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά οι Ρομά μεγαλώνουν με τέτοιο τρόπο που αναπτύσσουν μία βίαιη κουλτούρα, είναι αμόρφωτοι». «Εγώ δεν έχω πρόβλημα, αλλά μπορεί ένα παιδί που μεγαλώνει με γκέι γονείς να αποκτήσει ψυχολογικά τραύματα». «Δεν μου φταίνε σε κάτι οι πρόσφυγες, αλλά δεν μπορώ να τους βλέπω στη μέση τους δρόμου». Όλα αυτά είναι τα -πραγματικά σπαρακτικά- προβλήματα του μέσου ρατσιστή-μη ρατσιστή με τις τρομερές αναλύσεις.
Υπάρχουν όμως κι εκείνα τα «κοινά σημεία», ένας τεράστιος κώδικας αξιών, αλληλοτροφοδοτούμενος, που λειτουργεί σαν ασπίδα για τους αποκαρδιωμένους ρατσιστές. Μια σειρά από μεγαλόστομες (και βέβαια εύκολες) καταδίκες, που τους τοποθετούν στην «από δω» μεριά: είναι η μεγαλόστομη καταδίκη των «κακών» που δεν χωράει περιθώρια αμφισβήτησης. Οι ήρωες της ιστορίας μας καταδικάζουν -σαφώς- τη Χρυσή Αυγή, καταδικάζουν τη βία (από όπου κι αν προέρχεται), καταδικάζουν τον παπά που παρενοχλεί κορίτσια στο λεωφορείο, μπορεί να έχουν καταδικάσει κι εκείνον τον βουλευτή που κάποτε ισχυρίστηκε ότι το μνημόνιο κάνει τα παιδιά μας «αδερφές». Κάπως έτσι βρίσκονται τα κοινά πλαίσια μέσα στα οποία μπορούν να νιώθουν καλά – στο κάτω-κάτω, προοδευτικοί άνθρωποι είναι. Απλώς οι ήρωές μας απογοητεύονται από τις «υπερβολές»: ντάξει να είσαι τρανς, αλλά γιατί να το επιδεικνύεις; Ντάξει να καταγγέλλεις σεξουαλική παρενόχληση, αλλά να δημοσιεύεις και φωτογραφίες;
Πολλά τέτοια «ντάξει, αλλά» συγκροτούν το πλαίσιο στο οποίο χωρά όλο το «προοδευτικό» τόξο. Απλά, το θέμα με αυτές τις περιπτώσεις είναι πως κάτω από το κοινότοπο πλαίσιο και τις μέσες οδούς, υπάρχει ένα καζάνι που κοχλάζει πηχτό θυμό, πηχτό πόνο και πηχτή ανάγκη για ελευθερία, όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί ουδέποτε κάποιος άντεξε να ζει κάτω από την σκιά της άρνησης του καθενός απογοητευμένου «αλλά…», που αποφάσισε να μην συνυπάρξει με καμία δυσάρεστη αλήθεια.