Αντιπαράθεση δικαστών – δικηγόρων για τις δίκες χωρίς δικηγόρους
Αντιπαράθεση μεταξύ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), έχει προκύψει σχετικά με την εφαρμογή μιας ποινικής δικονομικής διάταξης, βάσει της οποίας κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις είναι δυνατή η διεξαγωγή ποινικών δικών χωρίς συνήγορο υπερασπίσεως του κατηγορούμενου.
Ο ΔΣΑ σε ένδειξη διαμαρτυρίας πραγματοποιεί συμβολική δίωρη στάση εργασίας των δικηγόρων της Αθήνας από τις ποινικές δίκες των Εφετείων Κακουργημάτων, ΜΟΔ και ΜΟΕ, την Τετάρτη 21 Μαρτίου, 9 π.μ. – 11 π.μ.
Η EΔΕ χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών στην εφαρμογή του άρθρου 340 ΚΠΔ «αδικαιολόγητες από κάθε άποψη» και επισημαίνει ότι «το ποινικό σύστημα στην Ελλάδα έχει φτάσει στα ακραία όριά του».
Το ΔΣ του ΔΣΑ κατά την τελευταία συνεδρίασή του εξέφρασε την ομόφωνη αντίθεσή του στην τροποποίηση του άρθρου 340 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον νόμο 4509/2017, που έχει ως αποτέλεσμα την εν δυνάμει διεξαγωγή ποινικών δικών χωρίς συνήγορο υπερασπίσεως. Ο ΔΣΑ στηλιτεύει «την έναρξη εφαρμογής της προδήλως αντισυνταγματικής διάταξης από συγκεκριμένες δικαστικές συνθέσεις και μάλιστα σε δίκες που δεν ήταν πολυπρόσωπες και μακράς διάρκειας, και δη εν όψει του ότι η αιτηθείσα διακοπή οφειλόταν σε κώλυμα εγκυμοσύνης της αυτεπαγγέλτως διορισθείσας συνηγόρου υπεράσπισης».
Το ΔΣ του Συλλόγου αποφάσισε ομόφωνα να στείλει επιστολή στον υπουργό Δικαιοσύνης, στον πρόεδρο και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με την οποία θα εκφράζει την αντίθεση του σώματος απέναντι στη νέα αυτή κατάσταση που διαμορφώνεται και με την οποία θα ζητεί να τοποθετηθούν υπεύθυνα επί του θέματος.
Από την πλευρά της η ΕΔΕ αναφέρει ότι το συγκεκριμένο δικαστήριο που επικαλείται ο Σύλλογος «ορθά εφάρμοσε, όπως είχε υποχρέωση, τη συγκεκριμένη διάταξη, που μολονότι δεν μπορεί να λύσει από μόνη της το χρόνιο πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ωστόσο συμβάλλει θετικά, με την κατάλληλη εφαρμογή της, στην κατεύθυνση αυτή». Αναφέρει ακόμη ότι η υπόθεση που έδωσε την αφορμή για τη διαμαρτυρία του ΔΣΑ είχε ήδη αναβληθεί στον δεύτερο βαθμό 10 φορές και η πράξη φέρεται τελεσθείσα τα έτη 2001-2003.
Ως προς το ιστορικό της επίμαχης απόφασης, η ΕΔΕ σημειώνει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης έχει ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2017 και απέμενε η πρόταση του εισαγγελέα και η αγόρευση της συνηγόρου υπεράσπισης. Αφού έγινε δεκτό το αίτημα για διακοπή της δίκης τον Ιανουάριο του 2018, λόγω κωλύματος της συνηγόρου, και έγινε η υπόμνηση ότι δεν μπορεί να διακοπεί εκ νέου η υπόθεση για τον ίδιο λόγο, υποβλήθηκε και πάλι το ίδιο αίτημα τον Μάρτιο του 2018.
Κατόπιν αυτών, η ΕΔΕ αναφέρει ότι «ορθά πράττοντας απέρριψε το αίτημα, προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και ολοκλήρωσε τη διαδικασία». Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «οι τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στάθηκαν αιτία πολλών καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην αποθάρρυνση του πολίτη να προσφύγει στα δικαστήρια και έχουν συγκεκριμένες αιτίες» και προσθέτει: «Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το ποινικό σύστημα στην Ελλάδα έχει φτάσει στα ακραία όριά του και είναι καθήκον όλων να προτείνουν άμεσα τρόπους επίλυσης του προβλήματος, προσαρμόζοντας την οπτική τους στις πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών κρατών και ξεπερνώντας νοοτροπίες προηγούμενων δεκαετιών».