Αλήθεια με εκείνον τον λιμενικό Παναγιώτη Χριστοφορίδη τι γίνεται;
Πριν από μερικούς μήνες ήρθαν στο φως συγκλονιστικές αποκαλύψεις για τον αξιωματικό του Λιμενικού Σώματος Παναγιώτη Χριστοφορίδη και στις συνομιλίες του με τον καταδικασμένο σε ισόβιο Ευθύμιο Γιαννουσάκη. Θα διερευνηθούν εκείνες οι καταγγελίες; Θα υπάρξει απόδοση ευθυνών;
Έξι μήνες μετά τις συνταρακτικές αποκαλύψεις του Unfollow για τις συνομιλίες του αξιωματικού του λιμενικού σώματος Παναγιώτη Χριστοφορίδη και του καταδικασμένου πρωτόδικα σε ισόβια για την υπόθεση Noor-1 Ευθύμη Γιαννουσάκη, ο υπουργός Παναγιώτης Κουρουμπλής επιμένει να του παρέχει ανεξήγητη προστασία, παρά την καταφανέστατη υπέρβαση του καθήκοντός του.
Γιατί τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας παραπέμπουν σε πράξεις που αν μη τι άλλο θα μπορούσαν να θεωρηθούν έξω από τα όρια της νομιμότητας όταν ένας ανακριτικός υπάλληλος φέρεται να προτρέπει επίμονα και πιεστικά έναν καταδικασμένο σε ισόβια να καταθέσει ενόρκως ψέματα για να ενοχοποιήσει αθώο και μάλιστα υποσχόμενος ανταλλάγματα ώστε να καμφθεί ο κρατούμενος και να προσφερθεί να δώσει την ψευδή κατάθεση.
Γιατί είναι προφανές ότι πρέπει να διερευνηθεί η υπόθεση ενός αξιωματικού του Λιμενικού που ακούγεται να πηγαίνει σε έναν κρατούμενο, να του υπαγορεύει τη «σωστή κατάθεση» παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου να πει πράγματα που εμφανώς δεν στέκουν, να του αναλύει ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις που δεν αφορούν απλώς μια υπόθεση αλλά στην πραγματικότητα μια σκευωρία που στόχο δεν έχει μόνο έναν επιχειρηματία αλλά και την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να του μεταφέρει την ύπαρξη «προσφορών» σε περίπτωση που κάνει τα σωστά. Θα διερευνηθούν όλα αυτά; Θα εξεταστούν ποτέ τα δημοσιεύματα που αναφέρονται σε σχέση του με επιχειρηματίες; Ή μήπως θα πάμε για άλλη μια φορά σε λογική «συγκάλυψης» της υπόθεσης;
Και εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ότι τα περιστατικά έγιναν το ομολογεί στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστοφορίδης. Γιατί εκτός από την δημοσιοποιημένη συνομιλία λιμενικού-κρατουμένου που αποτυπώνει μια συμπεριφορά που είναι έξω από τα νόμιμα όρια μιας ανακριτικής διαδικασίας, υπάρχει και η ομολογία του ίδιου του αξιωματικού Λιμενικού. Ομολογία έγγραφη και σαφέστατη, που περιέχεται αρχικά στην μη υπηρεσιακή προσωπική του αναφορά στις 19 Ιουνίου 2017 και στη συνέχεια στην ένορκη κατάθεσή του στον Πταισματοδίκη στις 13 Ιουλίου 2017.
Με την αναφορά του αυτή και την ένορκη κατάθεσή του παραδέχεται τα εξής κρίσιμα στοιχεία. Πρώτον, ότι πράγματι έγινε η συζήτηση που ήρθε στο φως της δημοσιότητας ανάμεσα στον ίδιο και τον Γιαννουσάκη. Δεύτερον, ότι οι συνομιλίες που καταγράφηκαν έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της άσκησης καθηκόντων του ως αξιωματικού του λιμενικού και ανακριτικού υπαλλήλου.
Το πρώτο, ότι δηλαδή έγινε η συζήτηση το ομολογεί με τον εξής τρόπο. Όντας εκτεθειμένος από όσα ο ίδιος λέει προς τον Γιαννουσάκη, προς υπεράσπισή του προβάλλει το εξής: «Ειδικότερα δε για ένα ηχητικό ντοκουμέντο που παρουσιάζεται, δηλώνω απερίφραστα ότι πρόκειται για προϊόν παράνομης υποκλοπής και συρραφής συνομιλιών και ως εκ τούτου βάσει Νόμου δεν δύναται να ληφθεί καν υπόψιν». Έτσι οχυρώνεται με την επίκληση της «παράνομης υποκλοπής» και της «συρραφής». Και στην ένορκη κατάθεσή του ο ίδιος αναφέρει ότι «Έλαβα γνώση τόσο εγώ όσο και η υπόλοιπη Ελλάδα, ιδιωτικών προφορικών συνομιλιών εμού του ιδίου με τον κατηγορούμενο Γιαννουσάκη Ευθύμιο, οι οποίες έλαβαν χώρα στις δικαστικές φυλακές Αυλώνα όπου είχα μεταβεί προκειμένου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου και συγκεκριμένα μυστικών ανακριτικών πράξεων. Οι συνομιλίες αυτές καταγράφηκαν εν αγνοία μου, αθέμιτα και χωρίς τη συναίνεσή μου από τον προαναφερθέντα κρατούμενο». Η φράση «είχα μεταβεί προκειμένου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου και συγκεκριμένα μυστικών ανακριτικών πράξεων» τεκμηριώνει το δεύτερο στοιχείο, ότι εκεί ήταν στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του.
Επομένως, ο Χριστοφορίδης παραδέχεται ότι έγινε όντως η συγκεκριμένη συνάντηση και οι συγκεκριμένες συνομιλίες με τον Γιαννουσάκη και ότι αυτές οι συνομιλίες έγιναν στο πλαίσιο των ανακριτικών καθηκόντων, δηλαδή έγιναν με την υπηρεσιακή ιδιότητά του. Το γεγονός ότι προσπαθεί για να καλύψει τη δική του θέση να υποστηρίξει ότι αφενός είναι προϊόν μοντάζ και παραποίησης και αφετέρου ότι προϊόν παράνομης υποκλοπής, δεν αναιρεί τις άλλες δύο κρίσιμες παραδοχές.
Ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, ο οποίος εξέτασε τις σχετικές μηνυτήριες αναφορές και τις αρχειοθέτησε, απέφυγε να αναφερθεί στο περιεχόμενο των συνομιλιών Γιαννουσάκη και Χριστοφορίδη, ιδίως από τη στιγμή που το μέρος της δικογραφίας που αφορούσε τον αξιωματικό του Λιμενικού τις διαβίβασε στην αρμόδια Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά. Βέβαια στο σκεπτικό του συμπεριέλαβε τις προβλέψεις της νομοθεσίας σε σχέση με τη χρήση προϊόντων υποκλοπής θεωρώντας ότι αυτές αφορούν συγκεκριμένα αδικήματα και όχι γενικά κάθε κακούργημα. Ρητά, όμως, απορριπτικά αναφέρθηκε μόνο στο usb που κατέθεσε ο Αλέξης Κούγιας και αφορούσε δική του συνομιλία με τον Στηβ Κακέτση.
Είναι σαφές, όμως, ότι το κλειδί παραμένει η συνομιλία Χριστοφορίδη και Γιαννουσάκη. Η συνομιλία αυτή βοηθά να καταλάβουμε τι ακριβώς παίχτηκε με αυτή την υπόθεση και μπορεί και πρέπει να διερευνηθεί ως κρίσιμο αποδεικτικό υλικό.
Καταρχάς ως προς το εάν η συνομιλία αυτή, που υπενθυμίζουμε ότι ήταν ήδη αναρτημένη στο διαδίκτυο όταν την έφερα στη δημοσιότητα, είναι προϊόν αλλοίωσης ή συρραφής υπάρχουν τεχνικές και ειδικοί που μπορούν όλα αυτά να τα ελέγξουν και να αποφανθούν εάν είναι «νοθευμένο ηχητικό κολάζ», όπως υποστηρίζει ο Χριστοφορίδης, ή κανονική καταγραφή της συνομιλίας που είχε με τον Γιαννουσάκη.
Όμως, ως προς το εάν ήταν προϊόν υποκλοπής και παράνομης καταγραφής ιδιωτικής συνομιλίας, από τις ίδιες τις καταθέσεις του αξιωματικού του λιμενικού προκύπτει ότι δεν επρόκειτο για προσωπική και ιδιωτική συνομιλία. Στην ατομική του αναφορά επισημαίνει ότι πήγε με σκοπό τη διερεύνηση της υπόθεσης της μεταφοράς δύο τόνων ηρωίνης, με προφορική εντολή του προϊσταμένου του και ότι για τις ενέργειες ελάμβανε γνώση η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά. Στην ένορκη κατάθεσή του ως μηνυτής παρότι αναφέρει ότι επρόκειτο περί «ιδιωτικών προφορικών συνομιλιών» αμέσως μετά λέει ρητά «είχα μεταβεί προκειμένου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου και συγκεκριμένα μυστικών ανακριτικών πράξεων».
Εάν δεν πρόκειται για ιδιωτική, προσωπική συνομιλία, αλλά, όπως προκύπτει από όσα ο ίδιος παραδέχεται, για συνομιλία στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του, εν προκειμένου της διερεύνησης μια σημαντικής ποινικής υπόθεσης, τότε δεν μιλάμε πλέον για ιδιωτική και προσωπική συνομιλία. Η απαγόρευση της υποκλοπής και καταγραφής αφορά την ιδιωτική και προσωπική ζωή των ανθρώπων και όχι την άσκηση των καθηκόντων τους. Γι’ αυτό και τα δικαστήρια έχουν παραδεχτεί ότι η απαγόρευση δεν αφορά πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων που δεν αφορούν την ιδιωτική ή προσωπική τους ζωή αλλά πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, γιατί υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Εάν ο Χριστοφορίδης μετέβη στις φυλακές Αυλώνα στο πλαίσιο των συνολικών υπηρεσιακών καθηκόντων του και ύστερα από ενημέρωση και εντολή της υπηρεσίας του, τότε η συνομιλία του με τον Γιαννουσάκη δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδιωτικής και προσωπικής ζωής του αλλά στο πλαίσιο των υπηρεσιακών καθηκόντων του ως αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος και ανακριτικού υπαλλήλου και άρα δεν μπορεί να επικαλείται παράνομη καταγραφή με αυτούς τους όρους. Και επομένως πρέπει να διερευνηθεί το περιεχόμενο όσων λέει.
Επομένως, εάν αποδειχθεί (και μπορεί να αποδειχθεί…) ότι δεν πρόκειται ούτε για μοντάζ, ούτε για αλλοίωση, αλλά για καταγραφή συνομιλίας που όντως έτσι έγινε και όντως αυτά έλεγε ο Χριστοφορίδης στον Γιαννουσάκης και εφόσον η ίδια η νομολογία έχει κρίνει εάν μιλάμε για άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων δεν μιλάμε για παράνομη υποκλοπής ιδιωτικής συνομιλίας, τότε πρέπει να διερευνηθούν τα όσα λέγονται στη συνομιλία και ο Χριστοφορίδης να ελεγχθεί διοικητικά και ποινικά για όλα αυτά.
Γιατί η υπόθεση αυτή πρέπει να διερευνηθεί σε όλες τις διαστάσεις της. Ο αξιωματικός του Λιμενικού Παναγιώτης Χριστοφορίδης είναι πρόσωπο-κλειδί. Ο ρόλος και οι συνομιλίες του πρέπει να εξεταστούν. Για να σταματήσει αυτή η υπόθεση να δηλητηριάζει τη δημόσια σφαίρα και συζήτηση στη χώρα και για να σταματήσουμε να έχουμε μια διαπάλη συγκρουόμενων εικασιών και «ερμηνειών».