Η χρεοκοπία των ελίτ Ι: Το δημοψήφισμα ως διαδικασία αληθείας
Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές ελίτ, κυρίως αυτές που συστήθηκαν επί σημιτικού εκσυγχρονισμου, ανέλαβαν μεγάλο μέρος της προπαγάνδας υπέρ του "ναι" στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ο εκσυγχρονισμός και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, κενά πλέον από κάθε θετικό περιεχόμενο, τους αφαίρεσαν κάθε πειστικότητα για τις δημιουργικές και πραγματικά κοσμοπολίτικες νέες γενιές που βιώνουν τα αδυσώπητα αδιέξοδα της εποχής της κρίσης.
O Γάλλος φιλόσοφος Αλαίν Μπαντιού, σε συνέντευξή του στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη,¹ αποφάνθηκε πως το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί «συμβάν», έννοια στην οποία η σκέψη του δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα. Συμβάν, αλήθεια και υποκείμενο είναι οι τρεις έννοιες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η οντολογία του. Η διαπίστωσή του, τρεις μέρες μετά το δημοψήφισμα, θα ισχυριζόταν κανείς πως διαψεύστηκε από τη συνέχεια και την κατάληξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων εταίρων της. Η ωρίμανση των συνθηκών, που προϋποθέτει με έναν δικό του τρόπο το μπαντιουϊκό συμβάν, φαίνεται εδώ σχεδόν σαν τραγική ειρωνεία. Η σαρωτική νίκη του «όχι» στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει τη βαναυσότητα μιας τελετουργικής ταπείνωσης. Όμως το δημοψήφισμα λειτούργησε σαν τελεστής για τη μετατροπή της κρίσης χρέους σε ριζική κρίση νομιμοποίησης των κάθε είδους προμνημονιακών μηχανισμών εξουσίας. Η απάντηση της ελληνικής κοινωνίας σε μια καταιγιστική προπαγάνδα απ’ όλες τις ελίτ που μέχρι πρόσφατα την καθοδηγούσαν και τη χειραγωγούσαν μόνο σαν μια ριζική πράξη χειραφέτησης μπορεί να ερμηνευτεί – ακόμη κι αν μια βδομάδα μετά η ίδια κοινωνία σε κατάσταση παράλυσης βρέθηκε να παρακολουθεί το θρίλερ της εκ νέου καθυπόταξής της. Τις εννιά μέρες που μεσολάβησαν από την προκήρυξη μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, στο στρατόπεδο του «Μένουμε Ευρώπη» ενεργοποιήθηκε μια ολόκληρη δομή εξουσίας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού διακινδυνεύοντας την ίδια την υπόστασή της, την αποδοχή της και τη δυνατότητά της να οριοθετεί κάθε φορά το πλαίσιο συζήτησης. Και όσο κι αν η μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων τής επιτρέπει να συνεχίζει να κραδαίνει ως παράσημο τον ευρωπαϊσμό της, κατά βάθος γνωρίζει καλά πως ηττήθηκε.
Στην αντιπαράθεση συμμετείχαν όλες οι πολιτικές ελίτ του παρελθόντος, σύσσωμα τα συστημικά ΜΜΕ, αλλά και μια ακόμη κοινωνική ομάδα: πνευματικές ελίτ, διανοούμενοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες, οι συνήθεις επιφυλλιδογράφοι των αστικών φυλλάδων, οι συντάκτες των πολιτιστικών σελίδων, πανεπιστημιακοί συνδεδεμένοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον σημιτικό εκσυγχρονισμό, όλοι όσοι την τελευταία εικοσαετία επιφορτίστηκαν με τη δημιουργία της ιδέας του ευρωπαϊσμού και τη διάγνωση των παθογενειών που εμπόδιζαν την εκτόξευση της ελληνικής κοινωνίας στο ευρωπαϊκό της μέλλον.
Μια προσεκτική ματιά ωστόσο στη φειδώ με την οποία στελεχώθηκαν οι λίστες του «ναι», τονίζει τη διάκριση μεταξύ της εγχώριας διανοητικής τάξης και των ελίτ. Ενώ οι υπέρμαχοι του «όχι» τοποθετήθηκαν κλαδικά και κοινωνικά, τα κείμενα υπέρ του «ναι» άφησαν εκτός κάθε μαθητευόμενο, νεόκοπο ή διακριτικό υποστηρικτή του μετώπου. Οι ελίτ δεν είναι η πλειοψηφία στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών· είναι η προνομιούχα μειοψηφία που κατέχει κομβικές θέσεις, τα μέλη της οποίας δεν θα δεχθούν να δουν το όνομά τους δίπλα σ’ αυτά των κατώτερων σε ιεραρχία, ακόμα και μπροστά στην ανάγκη της μαζικοποίησης του σκοπού τους. Πιο εύκολα θα δεχθούν να προσεταιριστούν τον Σάκη Ρουβά, κι ας προέρχεται από ένα πεδίο που οι ίδιοι θεωρούν ευτελές. Η στρατηγική είναι κατά κύριο λόγο προσωποκεντρική με σκοπό να προβάλλει πρωτίστως ατομικά αφηγήματα επιτυχίας, να παρουσιάσει τοτέμ και success stories, όχι δημιουργούς.
Έτσι, σαράντα πολίτες υπογράφουν ένα κείμενο που ξεκινά με τη φράση: «Ελλάδα και Ευρώπη είναι πολιτιστικά έννοιες ταυτόσημες από τα πανάρχαια χρόνια της ιστορίας τους» και κάτω από το οποίο συναντιούνται η Ε.Γλύκατζη-Αρβελέρ, ο Στ. Ράμφος, ο Ν. Αλιβιζάτος, ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο Α. Φασιανός, ο Π. Καψής (;) κ.ά. Ως απάντηση θα έρθουν υπογραφές της άλλης πλευράς, που θα ξεπεράσουν τελικά τις 800, και οι οποίες θα παρουσιαστούν χύμα σχεδόν, χωρίς αξίωση διάκρισης σχεδόν μεταξύ νέων και μεγαλύτερων, διάσημων και άσημων, λιγότερο ή περισσότερο επιδραστικών. Σε κάποιες εκατοντάδες θα φτάσουν και οι αντίστοιχες υπογραφές πανεπιστημιακών υπέρ του όχι. Σχεδόν κανένας απ’ αυτούς όμως δεν θα εμφανιστεί στα τηλεοπτικά κανάλια, λίγοι θα γράψουν άρθρα σε εφημερίδες όπως Το Βήμα, Τα Νέα ή Η Καθημερινή.
Δεν αρκέστηκε βέβαια σ’ αυτούς τους άριστους τεσσαράκοντα η συστράτευση από το χώρο των γραμμάτων, των τεχνών ή του πανεπιστημίου. Στις τάξεις της συνέρρευσαν πλείστοι όσοι από αυτούς που τα τελευταία χρόνια έτσι κι αλλιώς μονοπωλούν τηλεοπτικά πάνελ και κυριακάτικες επιφυλλίδες. Συναντήθηκαν μάλιστα, όπως συμβαίνει λιγότερο ή περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, πρώην αριστεροί, σοσιαλδημοκράτες εκσυγχρονιστές και εκπρόσωποι μιας κατά το μάλλον ή ήττον φωτισμένης Δεξιάς. Εξάλλου, το non paper της Νέας Δημοκρατίας που διέρρευσε την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα συνέστηνε να αποφεύγονται οι εμφανίσεις πολιτικών στα πάνελ, μιας και δεν απολαμβάνουν πλέον την ιδιαίτερη συμπάθεια του κοινού. Έτσι, ο κύριος όγκος της πειθούς έπεσε στη «άτυχη» διανόηση, που θα διαπίστωνε για μια ακόμη φορά ότι αδυνατεί πλέον να πείσει το κοινό της. Ο Χρήστος Χωμενίδης μάς έδειξε ένα iphone από την τηλεόραση του Σκάι, για να μας πει πως ενδεχόμενο «όχι» θα μας αποκλείσει από τέτοια γκατζετάκια, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μάς δήλωσε πως ζούμε σε μια εποχή ολοκληρωτισμού, όπου είμαστε πλέον αναγκασμένοι να κρύβουμε το Playboy μέσα στην Αυγή, όπως σε άλλους σκοτεινούς καιρούς κρύβαμε την Αυγή στο Playboy (sic). Η εξαίρεση του Κλέωνα Γρηγοριάδη, που φιλοξενήθηκε στο Mega για να κοπεί στον αέρα ως ιδιαίτερα ενοχλητικός, είναι επίσης ενδεικτική της πολιτικής των καναλιών που στρατεύτηκαν στην υποστήριξη του «ναι».
Πέρα από τέτοιες φαιδρότητες όμως, η ελίτ του ευρωπαϊσμού επέδειξε ολική σχεδόν δυσανεξία στο διάλογο, και η μονοπώληση σχεδόν των πάνελ υπήρξε τρέχον νόμισμα εκείνες τις μέρες. Σκανδαλώδες παράδειγμα μεταξύ πολλών, μια έκτακτη ενημερωτική εκπομπή, στον Σκάι και πάλι, όπου δύο δημοσιογράφοι-διαφημιστές του «ναι» συνομιλούν με τρεις πανεπιστημιακούς-προπαγανδιστές του «ναι» (Πλάτων Τήνιος, Παναγής Παναγιωτόπουλος, Βασίλης Βαμβακάς) χωρίς αντίλογο επί μία ώρα και είκοσι λεπτά για να συγχαρούν εαυτούς και αλλήλους στο τέλος την εκπομπής για την πολιτισμένη τους συζήτηση.
Αν και μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας εξαντλήθηκε σε έναν μάλλον ελάχιστα πειστικό αντικομμουνισμό και σε κινδυνολογίες για δικτατορίες και ολοκληρωτισμό, η βασική συγκολλητική ουσία της ρητορικής των ευρωπαϊστών υπέρμαχων του «ναι» αντλούσε από τα αποθέματα του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Ήδη από το 1997, ο Δημήτρης Μπελαντής είχε εντοπίσει την κεντρική σημασία των διανοουμένων στην πολιτική του εκσυγχρονισμού.² Οι διανοούμενοι λειτούργησαν τη συγκεκριμένη περίοδο σαν ιεραπόστολοι για τα μορφωμένα στρώματα και θεωρητικοποίησαν την ελληνική εκδοχή της ευρωπαϊκής ιδέας εκπαιδεύοντας σ’ αυτήν και το πολιτικό προσωπικό. Στη νέα αυτή κίνηση, θα επισημάνει ο Μπελαντής, το εκσυγχρονιστικό όραμα συγκρότησε τις ελίτ του αντλώντας σε μεγάλο βαθμό από τη δεξαμενή της Αριστεράς, σημαντικό μέρος της οποίας, κλονισμένο από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μετακινήθηκε εύκολα προς το κέντρο και καλοδέχθηκε αυτήν τη νέα προοπτική. (Απ’ αυτήν τη δεξαμενή θα αντλήσουν υπογραφές και λίστες όπως εκείνη των «250 ρηγάδων υπέρ του Ναι», που θα λάβουν απάντηση από 800 πρώην συντρόφους τους με τίτλο «Όχι στο όνομά μας»). Στη γενεαλογία ωστόσο της εκσυγχρονιστικής αυτής ελίτ και στις περιπέτειες και τις μεταλλάξεις της την εποχή της κρίσης και των μνημονίων, θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο δεύτερο κείμενο αυτής της σειράς.
Συνοπτικά ωστόσο εδώ, η θετικότητα του οράματος αυτού, με κεντρικό όχημα την ένταξη στη νομισματική ένωση και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων, μετατράπηκε σε αρνητικότητα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την κρίση χρέους. Το λεγόμενο «ακραίο κέντρο», μετασχηματισμός εν πολλοίς πολλών από τους διανοούμενους του εκσυγχρονισμού και τόπος συνάντησής τους με εκπροσώπους μιας «φωτισμένης» Δεξιάς, λειτούργησε επιθετικά με σκοπό την προστασία του εκσυγχρονιστικού αξιακού πλαισίου, κατά πρώτον από τον «λαϊκισμό» της αναδιανομής του οποίου δυναμικός εκφραστής αναδείχθηκε η Αριστερά, και δευτερευόντως από το «σκοταδισμό» λαϊκών δεξιών και ακροδεξιών παρεκκλίσεων, συμφύροντάς τους μάλιστα σε σχήματα όπως αυτά των «δύο άκρων» και του «εθνολαϊκισμού». Κάπως έτσι, οι πάλαι ποτέ «προοδευτικοί» διανοούμενοι μετατράπηκαν σε απολογητές της συμμόρφωσης και θεματοφύλακες ενός νεοσυντηρητισμού. Ένα μίγμα διόλου ελκυστικό.
Κάτι όμως που απονομιμοποίησε περαιτέρω τις ελίτ αυτές και κατέστησε τη ρητορική τους ελάχιστα πειστική στη φάση του δημοψηφίσματος ήταν η απουσία της υλικής βάσης του παρελθόντος. Το τεράστιο ποσοστό του «Όχι» στις νεαρές ηλικίες υποδηλώνει μια πολύ βαθύτερη ρήξη, καθώς αποτελεί ένδειξη πως ένα κοινό απαρτιζόμενο από «κογκνιτάριους», νέους κοσμοπολίτες και μορφωμένους επισφαλείς του τριτογενούς τομέα, που άλλοτε θα αποτελούσαν το προνομιακό κοινό των εν λόγω ελίτ, έχει πια απομακρυνθεί απ’ αυτές. Είναι αυτή η διάσταση που συνιστά την ουσιαστική χρεοκοπία τους και καθιστά ενδιαφέρουσα την ερμηνεία της αποτυχίας τους.
Η φαινομενικά έωλη σύνδεση του ευρωπαϊκού status με το ευρώ και τις οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις που το συνοδεύουν, μοιάζει λιγότερο παράδοξη όταν εξεταστεί σε σχέση με τους προπαγανδιστές της. Απ’ την ίδια την καταγωγή του, το ευρωπαϊκό ιδεολόγημα των ελίτ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άνοιγμά της μεσαίας και της νέας μικροαστικής τάξης στο κοσμοπολίτικο εναλλακτικό lifestyle. Θυμίζει έντονα την ευχαρίστηση των εμπόρων των αποικιών που κέρδιζαν σε χρήμα και υπόληψη από το ρομαντισμό του δυτικού περιηγητή, ενόσω αυτός εκτόνωνε το υπαρξιακό του άλγος στις εξωτικές αγορές τον 19ο αιώνα. Τόσο η δυνατότητά τους να ανήκουν στη μειοψηφική τάξη που κερδίζει από την αποικιοκρατία, όσο και η επακόλουθη πρόσβασή τους στον δυτικό τρόπο ζωής, χωρίς να γίνονται ως επί το πλείστον ισότιμα αποδεκτοί απ’ αυτόν και άρα επιτείνοντας ένα βαθύ καταγωγικό σύμπλεγμα, αντανακλάται σήμερα στο ζήλο με τον οποίον οι εγχώριοι υπερασπιστές των υψηλών ευρωπαϊκών ιδανικών οδύρονται για την αποκοπή τους από το Amazon και το Erasmus.
Αυτή η καταβύθισή τους σε μια επαρχιώτικη ενοχικότητα είναι ένας βασικός παράγοντας που απομάκρυνε τα τελευταία χρόνια τις ελίτ από τις φύσει κοσμοπολίτικες και δημιουργικές νεότερες ηλικίες. Όταν η κρίση ακυρώνει τις υποσχέσεις για ανάπτυξη και πολιτισμική αναβάθμιση, αποκαλύπτεται στον πυρήνα των ελίτ ένας στείρος κομφορμισμός μακριά από κάθε δημιουργική ικανότητα, κομφορμισμός που απορρίπτεται ως αχρείαστος από εκείνους που φιλοδοξούσε να προσηλυτίσει.
___________
¹ Στο διαδικτυακό περιοδικό Popaganda
² Δ. Μπελαντής, «Η στροφή των διανοουμένων», Θέσεις, τχ. 59, Απρίλιος-Ιούνιος 1997