Τρομοκρατήσου ρε, τι σου ζητάνε;
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δεν «αγανακτεί» όσο πρέπει με την «τρομοκρατία» αποκαλύπτει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αντιμετώπιση ενός πραγματικού κινδύνου, αλλά με τη συνεχιζόμενη απόπειρα πειθάρχησης του κοινωνικού σώματος.
Ο δημόσιος λόγος που ακολούθησε την επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο, κατά την οποία τραυματίστηκε ελαφρά ο ίδιος και οι συνοδοί του, μπορεί να σχηματοποιηθεί ως εξής: από τη μία, η εμφατική καταδίκη της «τρομοκρατίας» από τον πολιτικό κόσμο και τους δημοσιολόγους των μεγάλων ΜΜΕ• από την άλλη, οι δηλώσεις όσων επίχαιραν –ιδιωτών, κυρίως, αλλά και ορισμένων δημοσιολόγων– για το πάθημα του πρώην πρωθυπουργού, οι οποίες διατυπώθηκαν στα social media. Μεγάλη σημασία έχει εδώ και η πλαισίωση που παρατηρήθηκε τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά: την καταδίκη της «τρομοκρατίας» συνόδευσε μια σχεδόν άνευ ορίων θετική αποτίμηση της πολιτείας του κ. Παπαδήμου, όπου χαιρετίστηκε ως σπουδαίο δημόσιο και πολιτικό πρόσωπο, που ανέλαβε δύσκολες ευθύνες και πέτυχε να «κρατήσει τη χώρα στην Ευρώπη»• τις «επευφημίες» για την επίθεση συνόδευσε η επιθετική υπενθύμιση του καταστροφικού ρόλου του «τραπεζίτη» ως «δοτού» πρωθυπουργού που πρωτοστάτησε στο δεύτερο μνημόνιο και στην άγρια αστυνομική καταστολή των λαϊκών διαμαρτυριών.
Η απόλυτη διάσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι βέβαια πρόδηλη. Και εξηγεί τη συγκρουσιακότητα που γεννιέται όταν η μία πλευρά προσπαθεί να μιλήσει για τον λόγο της άλλης: τα μεγάλα ΜΜΕ στηλίτευσαν τον λόγο «μίσους» που κυριαρχεί στα social media και έφτασαν ως το σημείο να ζητήσουν καταστολή του, κατηγορώντας όσους τα τελευταία χρόνια διαμαρτύρονται επιθετικά για τις μνημονιακές πολιτικές ως «ηθικούς αυτουργούς» σε απόπειρα δολοφονίας πρώην πρωθυπουργού• οι πολίτες στα social media κατηγόρησαν τα ΜΜΕ για απόπειρα πρόκλησης καταστολής – ειδικά μετά τα δημοσιεύματα για παραγγελία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος να ερευνήσει πιθανή αξιόποινη δραστηριότητα χρηστών, η οποία βασίστηκε σε παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα.
Δεν βλέπουμε τον λόγο να μην παραδεχτούμε ότι ο καταδικαστικός λόγος των ΜΜΕ για το «πλήθος που μισεί» έχει ένα στοιχείο αλήθειας. Δεν θα έπρεπε να προκαλεί καμία έκπληξη στον νηφάλιο παρατηρητή ότι οι πολίτες –ο «λαός»– συχνά επιχαίρουν όταν κάποιο κακό βρίσκει έναν «ισχυρό» – είτε πρόκειται για φυσικό θάνατο είτε για τραυματισμό από βομβίδιο σε φάκελο. Τις εκδηλώσεις «χαράς» για την επίθεση στον κ. Παπαδήμο ακολούθησαν, μέσα σε λίγες μέρες, οι αντίστοιχες για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, οι οποίες –δυστυχώς, από τη σκοπιά του πολιτικού αναλυτή– δεν έφτασαν στο σημείο να οργανώνουν πάρτι, όπως συνέβη στη Μ. Βρετανία με τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ. Βέβαια, το να αποκαλεί κανείς άνευ ετέρου την αντίδραση αυτή «μίσος» έχει τη λειτουργία να την εξορίζει στην επικράτεια του συναισθήματος, αν όχι του «ανορθολογισμού», δηλαδή να αποκρύπτει την πολιτική της υπόσταση: η έκφραση «χαράς» για τη δυστυχία ή τον θάνατο, την πτώση, του ισχυρού και η ταύτιση με αυτόν που τον πλήττει –ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για κοινότατο ποινικό εγκληματία, όπως μαρτυρεί η μεγάλη δημοτικότητα διάσημων φυσιογνωμιών της παρανομίας, διαμέσου της Ιστορίας– είναι φυσικά ένας τρόπος απεύθυνσης στην κοινωνική ανισότητα, είναι δηλαδή δήλωση πολιτική και όχι συναισθηματική αντίδραση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, για την οικονομία της συζήτησης, ας κάνουμε την παραχώρηση να πούμε ότι η παρατήρηση ισχύει: το πλήθος πράγματι, τρόπον τινά, «μισεί». Και δεν είναι διόλου δυσεξήγητο το ότι «μισεί», «μισεί» πάντοτε, από τη στιγμή που οι κοινωνίες είναι δομημένες πάνω στην απόσταση που τις χωρίζει από αυτούς που ασκούν εξουσία πάνω τους, αλλά ακόμη περισσότερο σήμερα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, για την οποία η τελευταία επταετία έχει σημάνει μια ανήκουστη καταστροφή.
Περαιτέρω, ωστόσο, δεν βλέπουμε τον λόγο να μην παραδεχτούμε πως ο καταδικαστικός λόγος των ΜΜΕ εντοπίζει σωστά και κάτι ακόμη: πως το «μίσος» αυτό στην Ελλάδα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι ανά περιόδους εξειδικεύεται ως κάποιου είδους ανοχή, αν όχι και υποστήριξη, προς αυτό που ονομάζεται «τρομοκρατία». Πράγματι, αν κρίνει κανείς από όσα στοιχεία είναι διαθέσιμα, οι μεταπολιτευτικές οργανώσεις ένοπλης πάλης, όπως ο «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας» και η Ε.Ο. «17 Νοέμβρη» είχαν για κάποιο διάστημα αγγίξει ως και τη δημοτικότητα. Και αυτό δεν ισχύει ακριβώς με μεταγενέστερες οργανώσεις, όπως ο «Επαναστατικός Αγώνας» ή η Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», πάντως σίγουρα δεν παρατηρείται –και εδώ έχει δίκιο ο λόγος των μεγάλων ΜΜΕ– ιδιαίτερη κοινωνική αγανάκτηση για τη δράση τους.
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν τα στοιχεία που μπορούμε να θεωρήσουμε αληθή στον καταδικαστικό λόγο περί «τρομοκρατίας» και «μίσους». Διότι όσο και αν, ως αχρωμάτιστες παρατηρήσεις, τα στοιχεία του λόγου των ΜΜΕ που παραθέσαμε σε μεγάλο βαθμό ισχύουν, η ερμηνεία τους αποτελεί μια ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση, η οποία μαρτυρεί την απόλυτη εργαλειακότητα αυτού του λόγου.
Η ερμηνεία, ας πούμε, του γιατί οι πολίτες δεν αγανακτούν με την «τρομοκρατία» εντάσσεται στην επικαιροποιημένη εκδοχή του μεταϋλιστικού πολιτιστικού δυϊσμού, στη θεωρία μιας Ελλάδας που διχάζεται ανάμεσα στην «ευρωπαϊκή προοπτική» και στην «προνεωτερική υστέρηση». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, που εφαρμόζεται και σε πλείστες άλλες όψεις της δημοσιότητας, η μη αγανάκτηση των πολιτών με την «τρομοκρατία» οφείλεται σε κάποιου είδους υπανάπτυξη: είναι μια ελλιπής εμπέδωση της ευρωπαϊκότητας και μια ατελής πίστη στη δημοκρατία που ευθύνονται για την αδυναμία να δουν την «τρομοκρατία» ως την απειλή που συνιστά για το πολίτευμα, τον πολιτισμό, τις «δυτικές αξίες». Γι’ αυτό, άλλωστε, και συχνά επιστρατεύεται το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα δεν έχουν διοργανωθεί μεγάλες διαδηλώσεις «κατά της τρομοκρατίας», όπως έχει συμβεί σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς τις ολιγοπρόσωπες ή και ατομικές διαμαρτυρίες που έχουν από καιρό σε καιρό διοργανώσει συγγενείς των θυμάτων της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», δεν έχουν υπάρξει λαϊκές διαμαρτυρίες για τη δράση της. Στην πρόσφατη συγκέντρωση «για τη Δημοκρατία» που διοργανώθηκε με αφορμή την επίθεση στον Λ. Παπαδήμο, είναι ζήτημα αν μαζεύτηκαν 50 άνθρωποι. Ακόμη και όσοι πολίτες ρητορικά στα social media υποστηρίζουν ότι οι «βόμβες δεν είναι αποδεκτές σε μια δημοκρατία» δεν νιώθουν το αίτημα αρκετά επείγον και σημαντικό για να ξεκουβαληθούν σε μια δημόσια διαμαρτυρία. Αντί, ωστόσο, να κατασκευάζει κανείς φαντασματικές κατηγορίες «ανεπτυγμένων» και «υπανάπτυκτων» Ελλήνων, τιμιότερο θα ήταν να ρωτήσει: αυτοί οι άνθρωποι που δεν δείχνουν να αισθάνονται απειλή, γιατί δεν την αισθάνονται; Μήπως, αντί να φανταστούμε μια πολιτισμικοψυχολογική, ενδιάθετη παθογένεια του κοινωνικού σχηματισμού, θα ήταν χρησιμότερο να εξετάσουμε το φαινόμενο περί του οποίου τόσο ηχηρά αποφαινόμαστε όταν το καταδικάζουμε; Αντί να επινοούμε κάποια δήθεν «κουλτούρα της βίας», όπου η «έγκριση» της «τρομοκρατίας» πηγάζει από τα απωθημένα της Ελληνικής Επανάστασης, του Εμφυλίου και του Πολυτεχνείου –όπως το θέλουν, με πάσα σοβαρότητα, ακροκεντρώες θεωρίες–, μήπως θα έπρεπε να συλλογιστούμε πάνω στην πιθανότητα μιας πιο απλής εξήγησης;
Στην Ελλάδα υπάρχει παράδοση ένοπλης πάλης. Πρόκειται όμως, αν τη μελετήσει κανείς, για μια πολύ ιδιαίτερη παράδοση. Στην πραγματικότητα, ακόμη και την περίοδο της έξαρσής του στις δεκαετίες του 1980 και 1990, έχουμε ένα αντάρτικο πόλης εξαιρετικά χαμηλού αντικτύπου. Οι περί του αντιθέτου φωνασκίες –που δικαιολογούνται, για ευνόητους λόγους, μόνον όταν προέρχονται από τις οικογένειες των θυμάτων– δεν μπορούν να ανατρέψουν αυτή την εικόνα, όσο κι αν το παλεύουν φιλότιμα. Όπως το έχει θέσει ο πρώην επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της αμερικανικής πρεσβείας στην Ελλάδα, Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ, «η 17Ν και ο ΕΛΑ ήταν αυτό που υποστήριζαν, μικροσκοπικές ομάδες ακροαριστερών μαχητών που απέφευγαν τη σύλληψη επειδή ήταν τυχεροί, προσεκτικοί και ήταν απίθανο να αποτελέσουν σοβαρή απειλή για το ελληνικό κράτος. […] Το ευθύ κόστος της ελληνικής εγχώριας τρομοκρατίας ήταν σχετικά χαμηλό, με την εξαίρεση των οικογενειών των θυμάτων οι οποίες πενθούσαν. […] Η τρομοκρατία, στην Ελλάδα και αλλού, είναι πιο αυτο-περιορισμένη από ό,τι οι πολιτικοί, οι γραφειοκράτες και οι δημοσιογράφοι θέλουν να παραδεχτούν. Πολλές πλευρές είναι συνυπεύθυνες για την υπερβολική εκτίμηση της ελληνικής τρομοκρατικής απειλής, ώστε να κατευθύνουν δημόσιους πόρους προς ένα μυστικοπαθές, ανελεύθερο και κοστοβόρο σύστημα εθνικής ασφάλειας και –σε κάποιες περιπτώσεις– προς τις τσέπες τους».1 Η περίοδος της λεγόμενης «νέας τρομοκρατίας» η οποία –κατά το διαδεδομένο σχήμα– ξεκινάει με την εμφάνιση της οργάνωσης «Επαναστατικός Αγώνας», το 2003, πολύ γρήγορα δηλαδή μετά τις συλλήψεις των μελών της Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», και κορυφώνεται στο διάστημα 2008-2013, με τις δράσεις της ίδιας οργάνωσης, καθώς και της Ε.Ο. «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», χαρακτηρίζεται από ακόμη χαμηλότερο αντίκτυπο από την προηγούμενη.
Εδώ, λοιπόν, η αναλυτική εντιμότητα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει –μακριά από φανταστικές πολιτισμικές εξηγήσεις– στο εξής συμπέρασμα: οι πολίτες δεν αισθάνονται απειλή από την «τρομοκρατία» επειδή δεν τους απειλεί. Ως επί το πλείστον, η εγχώρια «τρομοκρατία» στόχευσε ατομικά ανθρώπους με τους οποίους ο κοινός πολίτης δεν είχε λόγους να ταυτιστεί: ουδείς αισθανόταν ότι η θανάσιμη απειλή που ένιωθε ενδεχομένως ένας πολιτικός ή ένας μεγιστάνας του πλούτου, ακόμη κι ένας μεγαλοδημοσιογράφος, αφορούσε με κάποιον τρόπο και τον ίδιο. Ακόμη και οι πιο περιφερειακές περιπτώσεις θυμάτων –οδηγοί, συνοδοί– είχαν τέτοια εγγύτητα με τον εκάστοτε «στόχο» που δύσκολα θα μπορούσαν να προσφέρουν πεδίο ταύτισης. Ενισχυτική του συμπεράσματος αυτού είναι η μία κραυγαλέα περίπτωση στην οποία το θύμα δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια εγγύτητα: η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν σηματοδοτεί μια τεράστια μεταστροφή του κλίματος για την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», ακριβώς επειδή εδώ υπάρχει ταύτιση, ο πολίτης αναγνωρίζει κάποιον «δικό του» ως θύμα και, μέσω αυτού, τον εαυτό του. Το γεγονός, ωστόσο, παραμένει: στην Ελλάδα, η ένοπλη πάλη δεν εξέφρασε μαζικά αντιμαχόμενες πλευρές, ούτε οδήγησε σε μαζικές απώλειες. Δεν αποτέλεσε τον «ένοπλο βραχίονα» κάποιου βαθέος κοινωνικού αιτήματος, παρά μόνο συγκυριακά και για λίγο, κυρίως τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, δεν έκανε μαζικά «τυφλά χτυπήματα», δεν στόχευσε ομάδες και πληθυσμούς. Δεν υπήρξε ΕΤΑ, εδώ, ούτε IRA. Η ένοπλη πάλη στην Ελλάδα είναι οπωσδήποτε υπαρκτή και οπωσδήποτε αποτελεί ένα πολιτικό φαινόμενο, πρέπει όμως να γίνεται αντιληπτή στα πραγματικά της μεγέθη και χαρακτηριστικά. Και είναι αυτά τα μεγέθη και χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν στην αντίδραση των πολιτών να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά ως προς την «τρομοκρατία» από τη συνήθη έκφραση «χαράς» για τα δεινά των ισχυρών.
Γιατί, λοιπόν, δικαιούται κανείς να ρωτήσει, το βρίσκει τόσο δύσκολο όλη τούτη η δημοσιολογία να τοποθετήσει τα πράγματα στη σωστή τους βάση; Συμβαίνει απλώς στο πλαίσιο του επικαιρικού πολιτικού παιχνιδιού, πρόκειται για μια «υπηρεσία» προς συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις; Ασφαλώς συμβαίνει και αυτό – η Νέα Δημοκρατία, λόγου χάρη, στιγματίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «φιλοτρομοκράτη» και τα προσκείμενα σ’ αυτήν ΜΜΕ τη βοηθούν. Όμως, αυτό είναι το έλασσον. Το μείζον είναι να πειστούν οι πολίτες, ή όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος τους, ότι στην πραγματικότητα οφείλουν να «μοιράζονται» την αίσθηση της απειλής με τους ισχυρούς, τα παθήματα των οποίων κοροϊδεύουν, πως κάνουν λάθος, σε πείσμα των δεδομένων που όλοι βλέπουν και καταλαβαίνουν, να μην τρομοκρατούνται. Πρόκειται εδώ για ένα ιδιότυπο oderint dum metuant: ας μισούν, αρκεί να φοβούνται.
Η κατασκευή της απειλής, στην οποία οι πολίτες καλούνται ολημερίς να υπακούσουν, ξεπερνά τον συγκυριακό πολιτικό ανταγωνισμό, έχει στόχο τον μετασχηματισμό των συμπεριφορών, την κοινωνική οργάνωση με την πλήρη έννοιά της. Μόνον αν το αντιληφθούμε αυτό είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την έκταση την οποία παίρνει η κατασκευή αυτή, με τη συνεργασία της αστυνομίας, των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, της πολιτικής εξουσίας και των ΜΜΕ.
Η βάση της κατασκευής είναι μια πολύ συγκεκριμένη αστυνομική πρακτική, για την οποία ο συνήθης όρος είναι «δεξαμενή υπόπτων». Το κλειδί είναι η διατήρηση καταλόγων «διαθέσιμων» υπόπτων μέσω μαζικών προσαγωγών, οι οποίες γίνονται αυθαίρετα δίχως να οδηγούν σε συλλήψεις ή άσκηση δίωξης (μετά από μια ολιγόωρη παραμονή στην Ασφάλεια, οι προσαχθέντες φεύγουν), και ακολουθεί η συλλογή των προσωπικών στοιχείων και η «χαρτογράφηση» των σχέσεων (φιλικών, συγγενικών κτλ.) μεταξύ των «υποψηφίων». Εδώ, ο αναρχικός χώρος έχει αποτελέσει έναν ιδανικό στόχο. Και αυτό διότι τις περισσότερες φορές οι αναρχικοί που στοχοποιούνται αρνούνται, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, να κάνουν χρήση όλων των νομικών εργαλείων προς υπεράσπιση του εαυτού τους ή δεν έχουν, λόγω σχετικής πολιτικής «απομόνωσης», τις προσβάσεις για να το κάνουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η στοχοποίηση άλλων πολιτικών χώρων, παρά την εξίσου δυναμική παρουσία τους με τους αναρχικούς στο φοιτητικό κίνημα, λόγου χάρη, ή στον συνδικαλισμό βάσης, είναι πολύ μικρότερη, ακριβώς επειδή διατηρούν στενότερη επικοινωνία με τις «αστικές» πολιτικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια τακτική ίδια με αυτήν που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος, μόνο που εδώ στόχος της είναι οποιοσδήποτε ανήκει σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, βάσει κριτηρίων όπως το να δημοσιεύει κείμενα, να συμμετέχει σε συλλαλητήρια, να συχνάζει σε συγκεκριμένα στέκια κτλ.
Η χρήση των «δεξαμενών υπόπτων» με αυτόν τον τρόπο, κάθε φορά που παρουσιάζεται η ανάγκη, έχει το αποτέλεσμα να μεγεθύνει πλασματικά, σε τεράστιο βαθμό, το φαινόμενο της «τρομοκρατίας», δημιουργώντας διάφορους «κύκλους υπόπτων»: αρχικά, αυτούς για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία ότι εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις• στη συνέχεια, όσους τους γνωρίζουν, για τους οποίους μπορεί να υπάρχουν περιστασιακά στοιχεία ή και καθόλου• και εντέλει όσους συνυπήρξαν μαζί τους οπουδήποτε έστω και για λίγο και συνδέονται ιδεολογικά, μοιράζονται δηλαδή τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις. Σημειωτέον ότι οι εν λόγω «αξιόποινες πράξεις» εδώ μπορεί να αφορούν «τρομοκρατική ενέργεια», μπορεί και όχι. Δεν έχει σημασία. Μια «οπλοκατοχή», λόγου χάρη, από τη στιγμή που η χαρτογράφηση στη δεξαμενή υπόπτων συνδέει τον «ύποπτο» (επειδή, για παράδειγμα, πριν χρόνια ήπιε ένα ποτό σε ένα μπαρ) με κάποιον που κατηγορείται (ακόμη και χωρίς να έχει καταδικαστεί) για «τρομοκρατία», βαφτίζεται κι αυτή με τη σειρά της «τρομοκρατία», δίχως να υπάρχει ανάγκη κανενός στοιχείου που να δείχνει ότι το όπλο αυτό χρησιμοποιήθηκε για οτιδήποτε. Η δυνατότητα αυτή δίνεται μέσω της κατηγορίας για «ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση», την οποία προβλέπει η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, όπου δεν απαιτείται συχνά κανένα άλλο στοιχείο από τη συνύπαρξη σε κάποιον χώρο κάποια στιγμή και την ιδεολογική συγγένεια.2 Φυσικά, μια τέτοια τεχνητή μεγέθυνση του φαινομένου, από την πραγματική του διάσταση που αφορά ολιγομελείς ομάδες, σε ένα πλήθος μελών ενός πολιτικού χώρου, παράγει, εκτός από την κατάφωρη αδικία της ομηρίας πάρα πολλών ανθρώπων, τερατώδεις στρεβλώσεις της Δικαιοσύνης: από τις εξοντωτικές καταδίκες για αδικήματα που διαφορετικά θα επέσειαν πολύ μικρότερες ποινές, μέχρι εξόφθαλμες σκευωρίες. Σκευωρίες όπως αυτή με τους κατηγορούμενους για τους εμπρησμούς της Marfin και του «Ιανού», που ευτυχώς κατέπεσε στο ακροατήριο και αθωώθηκαν, και αυτή με τη δίκη του αναρχικού Τάσου Θεοφίλου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η αστυνομία φυσικά –και κυρίως οι δύο υπηρεσίες της που πρωτοστατούν, η Κρατική Ασφάλεια και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία– δεν θα μπορούσε μόνη της να συντηρεί ένα τέτοιας έκτασης εγχείρημα. Οι συμμετοχές τριών τουλάχιστον παραγόντων ακόμη είναι απαραίτητες: Πρώτον, των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, που αναλαμβάνουν, με τη βοήθεια των πολύ βολικών και τελείως αόριστων διατάξεων του αντιτρομοκρατικού νόμου, να αποφύγουν όλους τους σκοπέλους «δημοκρατικών εγγυήσεων» που βρίσκονται στην πορεία. Εξαιτίας ενός συμπλέγματος συντεχνιακών και ιδεολογικών λόγων, μαζί με φόβο ότι αν δεν συμμορφωθούν δεν θα προαχθούν σε ανώτερες θέσεις, οι δικαστικές αρχές προβαίνουν σε μια συστηματική κακοποίηση της Δικαιοσύνης. Δεύτερον, των ΜΜΕ, με «ανθρώπους ειδικών αποστολών» τους αστυνομικούς και δικαστικούς συντάκτες, τα οποία στήνουν κάθε φορά την εικονογραφία των συλλήψεων, δημοσιεύουν ανέλεγκτα και δίχως ρεπορτάζ κάθε διαρροή της αστυνομίας, και συντηρούν στη δημοσιότητα την εξαντλητική συζήτηση περί «τρομοκρατικής απειλής», πέρα από κάθε πραγματολογικό δεδομένο. Και τρίτον, μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού προσωπικού που είτε δίνει ενεργητική κάλυψη σ’ αυτό το εγχείρημα –ως υπουργοί, λόγου χάρη–, και πιστώνεται τις «επιτυχίες» της αστυνομίας, είτε νομιμοποιεί τον λόγο περί «τρομοκρατικής απειλής» εντάσσοντάς τον στον πυρήνα του πολιτικού ανταγωνισμού.
Η κατασκευή της απειλής της «τρομοκρατίας» είναι σήμερα ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία της ελληνικής δημόσιας ζωής, στο οποίο είναι φανερό ότι επενδύουν πάρα πολλά κέντρα αποφάσεων της κρατικής και της πολιτικής εξουσίας. Διαφορετικά, είναι ολοφάνερο ότι μια χαμηλών τόνων αστυνομική αντιμετώπιση του περιορισμένου φαινομένου της ένοπλης πάλης στην Ελλάδα θα άρμοζε πολύ περισσότερο σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της, ενώ θα συνοδευόταν από έναν αυτονόητο σεβασμό στους κανόνες του Δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντ’ αυτού, γινόμαστε μάρτυρες μιας παροξυσμικής δημοσιότητας, η οποία εκμεταλλεύεται την τεχνητή μεγέθυνση ενός περιορισμένου πολιτικού φαινομένου για να κατασκευάσει την αίσθηση μιας απειλής που εκτείνεται από αυτές καθαυτές τις ενέργειες ένοπλων ομάδων, ως τις διαδηλώσεις και τις απεργίες, τα πανεπιστήμια, τις καταλήψεις όλων των ειδών, ακόμη και αυτές της στέγασης προσφύγων, τα Εξάρχεια, και εντέλει ως την έκφραση της λαϊκής αποδοκιμασίας για τους ισχυρούς ή ακόμη και τη διαφωνία με συγκεκριμένες πολιτικές: ένα τεράστιο εγχείρημα χειραγώγησης που δεν έχει βέβαια παρά μόνον συμπτωματικά στόχο την «τρομοκρατία», αλλά οικοδομεί την πειθάρχηση όλου του κοινωνικού σώματος, έτσι ώστε ο φόβος να μην του επιτρέπει να διανοηθεί παρά μόνο τη συμμόρφωση.
___
1. John Brady Kiesling, Greek Urban Warriors, Resistance & Terrorism 1967 – 2014 (Εισαγωγή), Lycabettus Press, 2014. Η μετάφραση δική μας.
2.Για μια ανάλυση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, βλ. Μ. Αλεβιζοπούλου, Α. Ζενάκος, «Πολιτικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου», UNFOLLOW 60 Δεκέμβριος 2016.